Ο ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ: ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΩΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Η Κύπρος βρίσκεται σε ένα από τα κρισιμότερα γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά σημεία της υφηλίου. Αυτό σημαίνει πως η γεωγραφική της θέση της προσφέρει μια οιονεί, εν δυνάμει, σταθερή πολιτική και οικονομική υπεραξία, μετατρέποντας τη Μεγαλόνησο στη μακραίωνη ιστορική της διαδρομή σε «μήλο της Έριδος» των εκάστοτε Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και των επεκτατικών ορέξεων των γειτονικών της κρατών. Το δυστύχημα για την Κύπρο είναι ότι δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε σχεδόν ποτέ, μόνη ή σε συνεργασία με την Ελλάδα, να κατανοήσει και να αξιοποιήσει επ’ ωφελεία του λαού της τη γεωπολιτική της υπεραξία.
Σήμερα διεξάγεται μια έντονη αλλά άγονη και ανώφελη, θα λέγαμε, συζήτηση γύρω από το ζήτημα της ένταξης της Κύπρου στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, την αξιοποίηση της υπεραξίας της και την ανάδειξη της γεωστρατηγικής της θέσης, την τόνωση της κρατικής της οντότητας, μέσω της συμμετοχής της σε Οργανισμούς, δρώντες στη διεθνή πολιτική. Η δυστοκία που παρουσιάζει η Κύπρος στην τελική απόφαση για προσχώρηση είναι εκ πρώτης όψεως ανεξήγητη.
Τι είναι, εν προκειμένω, ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη, ποιες οι επιδιώξεις του και σε τι θα ωφελούσε την Κύπρο
η συμμετοχή σε αυτόν;
Ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη (Partnership for Peace – PFP) αποτέλεσε αμερικανική πρωτοβουλία της πρώτης προεδρίας του Μπιλ Κλίντον (1992-1996), η οποία εντασσόταν σε μια προσπάθεια αφενός να προετοιμαστούν σε τεχνικό/τεχνοκρατικό επίπεδο οι στρατοί των δυνητικών υπό ένταξη κρατών στο ΝΑΤΟ για την ενσωμάτωσή τους στην Ατλαντική Συμμαχία και αφετέρου να κατευναστούν οι ρωσικές αντιδράσεις έναντι του ενδεχομένου
ΝΑΤΟϊκής επέκτασης που δεν είχε οριστικοποιηθεί ως αμερικανική απόφαση μέχρι τα μέσα του 1995 και συγκεκριμένα μέχρι τη στρατιωτική παρέμβαση των ΗΠΑ στη Βοσνία.
Ο πρωταρχικός, ωστόσο, λόγος ήταν να λειτουργήσει αυτός ο οργανισμός στο πλαίσιο του Euro Atlantic Cooperation Council (EACC) ως πανευρωπαϊκός οργανισμός συνεργασίας σε θέματα ασφάλειας, «ένας ΟΑΣΕ με δόντια» όπως συνηθιζόταν τότε να χαρακτηρίζεται, που θα εντάξει τη Ρωσία σε συνεργατικό πλαίσιο των σχέσεών της με τη Δύση, στην αυγή της μεταψυχροπολεμικής περιόδου. Γι’ αυτό ακριβώς και στην πρωτοβουλία εντάχθηκε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό όχι μόνον η Ρωσία αλλά το σύνολο των υπολοίπων Δημοκρατιών της πρώην ΕΣΣΔ, με μοναδική εξαίρεση το Τατζικιστάν, λόγω του εμφυλίου πολέμου στον οποίο τότε βρισκόταν (1992-1997).
Βεβαίως, είναι προφανές ότι οι χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, όπως και οι χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, εντάχθηκαν στον PFP για εντελώς διαφορετικούς λόγους από αυτούς της Ρωσίας, καθώς αντιλήφθησαν το εν λόγω πρόγραμμα σαν προθάλαμο της διαδικασίας ένταξής τους στην Ατλαντική Συμμαχία, κάτι που ολοκληρώθηκε σε δύο ξεχωριστές φάσεις, το 1997 και το 2002.
Αρχικά, η πρωτοβουλία του PFP είχε τις εξής βασικές αποστολές και επιδιώξεις:
1. Κοινές ασκήσεις, ενδυνάμωση διαεπιχειρησιακότητας μεταξύ ΝΑΤΟϊκών και μη ΝΑΤΟϊκών κρατών για τον ουσιαστικό συντονισμό μεταξύ των δύο μερών σε περίπτωση διεθνών ειρηνευτικών αποστολών (Βοσνία, Υποσαχάρια Αφρική) αλλά και αποστολές του ΝΑΤΟ χωρίς την αιγίδα του ΟΗΕ (Κόσοβο, Αφγανιστάν). Προφανής υπήρξε άλλωστε η χρησιμότητα αυτού του προγράμματος και στον συντονισμό επιχειρήσεων μεταξύ ΝΑΤΟϊκών στρατών (ΗΠΑ) και επίδοξων ΝΑΤΟϊκών κρατών μελών όπως η Γεωργία και η Ουκρανία.
2. Δημοκρατική μεταρρύθμιση Ενόπλων Δυνάμεων. Βασικό προαπαιτούμενο για την ένταξη των υποψηφίων κρατών-μελών στην Ατλαντική Συμμαχία, ο έλεγχος των Ενόπλων Δυνάμεων από την εκλεγμένη πολιτική ηγεσία.
3. Αντιμετώπιση διασποράς όπλων μαζικής καταστροφής με μεγαλύτερη έμφαση στα πυρηνικά.
4. Καταπολέμηση, καθαρισμός ναρκών και καταπολέμηση παράνομου εμπορίου μικρών όπλων.
Μετά και τη δεύτερη φάση επέκτασης της Συμμαχίας, η Σύνοδος Κορυφής της Πράγας τον Νοέμβριο του 2002 αποφάσισε να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην ανάγκη καταπολέμησης του φαινομένου της τρομοκρατίας, εμβαθύνοντας παράλληλα το επίπεδο πολιτικού διαλόγου με τις συμμετέχουσες χώρες μη μέλη της Συμμαχίας και ιδιαίτερα με αυτές (7 επί συνόλου 23) που ήταν μουσουλμανικές, κατά πλειοψηφία, χώρες.
Η θεσμική έκφραση αυτού του πολιτικού σχεδιασμού δεν ήταν άλλη από το Partnership Action Plan (ΡΑΡ), το οποίο επεδίωκε να ισχυροποιήσει το επίπεδο του πολιτικού διαλόγου με τα 23 κράτη μη μέλη του ΝΑΤΟ και να τους δώσει τη δυνατότητα μεγαλύτερης συμμετοχής στον σχεδιασμό, την εκτέλεση και την εποπτεία των επιχειρήσεων στις οποίες συμμετέχουν. Το πρώτο ΡΑΡ αφορούσε, όπως ήταν αναμενόμενο, την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
Η Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης, το 2004, αποφάσισε να δημιουργήσει δεύτερο πλαίσιο Partnership Action Plan που σχετιζόταν με την ανάγκη δημιουργίας ισχυρότερων θεσμών δημοκρατικής συμπεριφοράς των Ενόπλων Δυνάμεων των χωρών που συμμετέχουν. Πέραν αυτού, στο πλαίσιο του αυξημένου ενδιαφέροντος της Συμμαχίας για την περιοχή της κεντρικής Ασίας και λόγω των διεξαγόμενων επιχειρήσεων στο Αφγανιστάν αλλά και της γενικότερης έμφασης που δίνεται στα ζητήματα της ενεργειακής ασφάλειας, η Σύνοδος αποφάσισε να δώσει πρωτεύουσα σημασία στην περιοχή του Καυκάσου (Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία) και της Κεντρικής Ασίας (Καζακστάν, Κιργιζία, Ουζμπεκιστάν,
Τουρκμενιστάν, Τατζικιστάν).
Σήμερα το πρόγραμμα του PFP αποτελεί το πλέον επιτυχημένο επιχειρησιακό πλαίσιο συνεργασίας ανάμεσα στη Ρωσία και το ΝΑΤΟ και ενδεικτικό της σπουδαιότητάς του είναι ότι έχει επιβιώσει έως σήμερα –15 έτη μετά την ίδρυσή του– παρά τη γιγάντωση της Συμμαχίας από τα 16 στα 26 κράτη-μέλη, και παρά τη συστηματική επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας κατά τα τελευταία τέσσερα περίπου χρόνια (Νοέμβριος 2004 – Ουκρανική Επανάσταση έως τον Ρωσο-Γεωργιανό πόλεμο τον Αύγουστο του 2008).
Τι κερδίζει η Κύπρος από ενδεχόμενη προσχώρησή της στον Συνεταιρισμό
Κατ’ αρχάς η Κύπρος δεν χάνει τίποτα, αντιθέτως κερδίζει ως ενίσχυση της κρατικής της υπόστασης, αφού συμμετέχει σε Οργανισμό που στην ουσία αποτελεί την αιχμή του δόρατος της διεθνούς κοινωνίας, δηλαδή του δυτικού συστήματος οργάνωσης του κόσμου και των κρατών που θεωρούνται οιονεί δυτικά. Πέραν τούτου, η θέση της Κύπρου και η γεωστρατηγική της υπεραξία επιτρέπουν στην κυπριακή κυβέρνηση και στο κυπριακό κράτος, αξιοποιώντας αυτήν τη θέση, να έχει κέρδη στην προώθηση του Κυπριακού επ’ ωφελεία του συνόλου του λαού και φυσικά να αποδυναμώσει σε κάποιο βαθμό την τουρκική υπεροχή στην ευρύτερη περιοχή, αφού θα υποχρεώσει εν τέλει την Τουρκία να αναγνωρίσει την ισότητα και την ισοτιμία της Κυπριακής Δημοκρατίας σε διεθνή οργανισμό, ο οποίος αναπτύσσει πρωτοβουλίες παγκόσμιας εμβέλειας.


Σχολιάστε εδώ