Μια φορά και έναν καιρό

Ο Λάμπης ανατρίχιασε επειδή η Γεωργία, η κουμπάρα τους, ήταν ο «κακός δαίμων» της οικογένειας, πρόξενος πλείστων δεινών από τα καινά δαιμόνια που ενέσπειρε, με ιδέες που πάντα εύρισκαν πρόσφορο έδαφος στη γυναίκα του. Αναστέναξε. Ένα βαρυσήμαντο «Ωχ» διέφυγε του έρκους των οδόντων του, εναπόθεσε τον χαρτοφύλακα που κουβαλούσε μαζί του για λόγους επαγγελματικού γοήτρου και προσευχόμενος ενδομύχως να μην προμηνύει η επίσκεψή της απειλή για την ψυχική του γαλήνη και τη σωματική του ηρεμία, ψιθύρισε το αγωνιώδες ερώτημα:
«Λοιπόν;».

Η απάντηση ήταν χειρότερη απ’ ό,τι φοβόταν, διότι περιχαρής τον ενημέρωσε πως η Γεωργία επρότεινε και εκείνη συμφώνησε να το γλεντήσουνε λιγάκι τις απόκριες. Να πάνε σε κανένα χορό ή να οργανώσουνε εκδρομή το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας με τα κούλουμα…

…Μια από τις λίγες χαρές της ζωής του ήταν κάθε χρόνο όταν πλησίαζε η Πρωτοχρονιά και

αποκτούσε καινούργια

ατζέντα, να τη φυλλομετρά με… ευλάβεια για να δει τι μέρα πέφτουνε οι διάφορες αργίες.

Ονειροπολούσε το καθισιό που θ’ απολάμβανε και στραβομουτσούνιαζε εάν συνέπιπταν με Κυριακή. Φανταζόταν τον εαυτό του ν’ απλώνει την αρίδα του και να δίνει απανωτές διαταγές στη γυναίκα του:

«Ποτούλα, καφέ! Φέρε μου νερό. Άντε πάρε εφημερίδες. Φτιάξε μου ουζάκι…» κι ό,τι άλλο τράβαγε η ψυχούλα του. Κι εκείνη, που τη βγάζει «μπέικα» τεμπελιάζοντας όλη μέρα σπίτι με το νοικοκυριό, θα έτρεχε χαρούμενη να εκπληρώσει τις μικρές του επιθυμίες… Κι ονειρευόταν την πιτζαμούλα του, το κρεβατάκι του και το ραχάτι του στην πολυθρόνα. Δυστυχώς δεν ήρθανε ποτέ έτσι τα πράματα, ούτε διαταγές αξιώθηκε να δώσει, επειδή λες και το είχαν τάμα Κυριακή, γιορτή και σχόλη, όλο και κάπου τον τραβολογούσαν. Τώρα τρώει σιωπηλός,

ενώ χειμαρρώδης η Ποτούλα πλάι του αναπτύσσει το πρόγραμμα που κατέστρωσαν. Καθώς τον πιλατεύει έχει την αίσθηση πως ο διάολος παρέκει τον κοιτά και γελάει χαιρέκακα, γιατί όλο αυτό το αποκριάτικο νταβαντούρι πάντοτε τον απωθούσε. Από την εποχή που βγαίνανε στους δρόμους το γαϊτανάκι, η «γκαμήλα» και το αλογάκι, όπου ένας νταγκλαράς ζωνόταν ένα αυτοσχέδιο «αλογάκι» από χαρτόνι και χόρευε στους χωματόδρομους της γειτονιάς. Του κράταγε ο βοηθός του με το ντέφι το ίσο και εισέπραττε πενταρούλες και δεκάρες από τους θεατές. Έβλεπε τον ξυπόλητο που υποδυόταν το άλογο και καθώς ήτανε ρομαντικός κι ευφάνταστος, πίστευε πως το ξυπολυταριό ήταν «σκηνοθετικό εύρημα» όπως θα έγραφε ένας βαθυστόχαστος θεατρικός κριτικός, επειδή το άλογο δεν… φορά παπούτσια. Από κοντά ερχότανε και η αρκούδα. Αυτή ήταν αληθινή και… ζωντανή. Έκανε χαριτωμένες μιμήσεις, π.χ. «πώς βάζει πούδρα η κυρία» και «πώς χορεύει τσάρλεστον η δεσποινίς». Κι έκανε η κακομοίρα πλαφ πλαφ κουνήματα άτσαλα, ενώ από μέσα της σίγουρα έριχνε τις βλαστήμιες της… αρκούδας. Φέρνει στη θύμησή του τον «ξυλοπόδαρο», και τον «Πασχάλη», γνήσιο «θέατρο του δρόμου», που προσέφερε στο κάτω κάτω τη μόνη ψυχαγωγία στον κοσμάκη, που ξεχυνόταν στους δρόμους να τ’ απολαύσει. Αλλά οι άλλοι; Η «ελίτ»; Που μασκαρεύονταν και πλάκωναν απρόσκλητοι στα σπίτια για «σουρπράιζ πάρτι»; Όπου έμπαιναν γινότανε γης Μαδιάμ με τις σερπαντίνες, τη «φτερωτή αράχνη» και τον χαρτοπόλεμο που χωνότανε παντού, μέχρι και στο βρακί σου τον εύρισκες. Άσε που ο «αστείος» της παρέας στον μπούκωνε στο στόμα, για να γελάσουνε λέει. Και πράγματι, γελούσαν…

«Ήρθανε οι κουδουνάτοι και κουτουρντίσανε…» έλεγε η γιαγιά που ήτανε από τη Σμύρνη, δηλαδή οι μασκαράδες που ξεφαντώνανε με τα κοτιγιόν, τις ροκάνες και τις «μουτσούνες». Συνήθως ο ένας ντυνότανε γιατρός, η γυναίκα του «Αμαλία» ή «γκέισα», αν ήτανε ξενομανής, κι ένας άλλος κύριος, παρά το παχύ του μουστάκι, μεταμφιεζόταν σε κυρία «ελαφρών ηθών» με σκιστή φούστα και τσιγάρο EVES στο χέρι, γιατί, όπως λέγανε οι φαρμακόγλωσσοι, το τράβαγε η ψυχή του και εκδηλωνότανε… Η υποδοχή τους γινότανε με την κραυγή «σας γνωρίσαμε, σας γνωρίσαμε» και τρέχανε να τους περιποιηθούνε με ό,τι υπήρχε βρισκούμενο, γιατί «τέτοιαν ώρα τέτοια λόγια». Δεν γούσταρε τις αποκριάτικες φιέστες ο Λάμπης, αλλά τι να κάνει; Υπέκυπτε!

Κάποτε τον έπεισαν να κάνουν ένα πάρτι μεταμφιεσμένων σπίτι του. Το… δεύτερο λάθος του ήταν που δέχθηκε και να μασκαρευτεί. Του κοτσάρανε ένα τουρμπάνι στο κεφάλι, του φόρεσαν το νυφιάτικο νυχτικό με τα χρυσά της κυράς του, κι έγινε μαχαραγιάς, ρεζίλης των σκυλιών. Πλάκωσε κόσμος και κοσμάκης, ήπιαν, ρίξανε κομφετί με τη σέσουλα, χορέψανε ταγκό, την «Πλεγκάρια» και τη «Μέντια Λουζ», και διάφορους άλλους

αναίσχυντους χορούς, και πιο ύστερα οι άντρες βαρεθήκανε κι αποσύρθηκαν για καμιά ποκίτσα στο πόδι, πλην των εργένηδων που συνέχισαν τον χορό μέσα στο διακριτικό ημίφως. Πέρασαν όλοι τους πάρα πολύ καλά και καλύτερα απ’ όλους η κουμπάρα η Γεωργία. Χαλάλι το ξύλο που της έριξε ύστερα ο άντρας της.

Έκτοτε ο κύριος Λάμπης δεν επανέλαβε σπίτι του παρόμοιες εσπερίδες, διότι του «μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά» πως μερικοί προσκεκλημένοι δεν την έβγαλαν κατά το κοινώς λεγόμενο σπαρτιάτικα, αλλά «αρτύθηκαν» ποικιλοτρόπως. Έτσι συγκατένευσε στις «εκτός των τειχών» διασκεδάσεις μετά των… αλλοφύλων.

Πρώτη επιλογή τους ήταν η Πλάκα, όπου γινόταν το «σώσε»… Κάποτε ήρθε στα χέρια μ’ έναν θρασύτατο που επωφελήθηκε του πλήθους για να παραβιάσει τα… ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της Ποτούλας.

Επέστρεφαν πάντοτε «οίκαδε» τσουρομαδημένοι, με πονοκέφαλο και χωρίς λεφτά, αφού αυτά τους τα είχαμε αφαιρέσει ή ένας αετονύχης πορτοφολάς μέσα στο συνωστισμό ή ο «Μετρ» του κοσμικού κέντρου με το «ρεζερβέ» τραπέζι… Ούτε μπορεί να ξεχάσει την άλλη τη φορά που τον σέρνανε στον «βλάχικο γάμο» όπου έχανε το παιδί τη μάνα. Είχε κρύο μ’ ένα ξεροβόρι που θέριζε και πότε πότε έριχνε χιονόνερο. Μέρες πιο πριν η Μετεωρολογική προειδοποιούσε για την κακοκαιρία που ερχόταν, αλλά η κουμπάρα η Γεωργία είχε αντίρρηση πως πάντα πέφτουνε έξω, όπως πέρσι το καλοκαίρι που λέγανε πως θα ‘χομε καύσωνα, αλλά είχε μόνο 40 βαθμούς…

Και κατέληγε: «Μην τους ακούς». Και δεν τους άκουσε. Και πήγανε. Και μείνανε νηστικοί γιατί στα φαγάδικα δεν έπεφτε καρφίτσα. Μέχρι όρθιοι περιμένανε πολλοί και μετράγανε τις μπουκιές όσων έτρωγαν, πότε θα φύγουν να περιδρομιάσουνε κι αυτοί. Ταλαιπωρημένοι, πεινασμένοι και ξεπαγιασμένοι, πιάσανε θέση στον δρόμο απ’ όπου πέρναγαν τα άρματα με τους «συμπέθερους» που άρχισαν παζάρι για την προίκα της νύφης, όπως προβλέπει το…. έθιμο. Ο πατέρας του γαμπρού ζητούσε όλο και περισσότερα, σαν πρόεδρος οργανισμού κοινής ωφελείας, ενώ ο πατέρας της νύφης έδινε όλο και λιγότερα, σαν επικεφαλής συνταξιοδοτικού ταμείου.

Το παζάρι εξελισσόταν με γόνιμο διάλογο μέχρι που ο πατέρας του γαμπρού αιτιολογούσε τις αξιώσεις του, λέγοντας πως «η κόρη δεν είναι

απόλυτα κόρη». Το ολίσθημα της νύφης που το διαλάλησε στεντορείως, δεν το περιέγραψε περιφραστικώς αλλά στην κυριολεξία, χρησιμοποιώντας ρήμα που ετυμολογικά παράγεται απ’ τη λέξη «γάμος» χωρίς να βάλουν πιπέρι στο στόμα του. Τα «χρόνια εκείνα της αθωότητας» μόλις ξεστόμισε ο πεθερός την επίμαχη φράση, ακούστηκε απ’ άκρου εις άκρον της πόλεως ένα επιφώνημα

«Ααα», που υποδήλωνε τη… δημοσία αιδώ και άρχισαν να διαλύονται και ν’ αποχωρούν ομαδικώς, διότι μετά την ακρόαση της σκανδαλιστικής λέξεως, η γιορτή, αν και μόλις άρχιζε, ουδένα περαιτέρω ενδιαφέρον παρουσίαζε.

Φυσικά ο Λάμπης βρήκε τον μπελά του από τις γυναίκες, επειδή τις άκουσε και δεν πάτησε πόδι σαν άντρας, να κάτσουνε στ’ αβγά τους να μην ταλαιπωρηθούν. Αλλά μήπως πάτησε πόδι τότε που τον έσερναν στα κούλουμα; Ο ήλιος κρυβόταν πίσω από μαύρα σύννεφα. Το βοριαδάκι τούς περόνιαζε. Το χορτάρι όπου έστρωσαν την κουβέρτα με τα νηστίσιμα ήταν μουσκίδι και δεν ντραπήκανε μεγάλοι άνθρωποι να αμολήσουνε αετό. Τυλιγμένος στην πατατούκα του ο Λάμπης τουρτούριζε, ενώ η Ποτούλα νευριασμένη του έλεγε: «Μας έφαγες χρονιάρα μέρα πάλι με την γκρίνια σου…».


Σχολιάστε εδώ