Η εξουσιολαγνεία του Οικουμενικού
Οι έωλες φιλοδοξίες του δέχθηκαν ένα γερό κτύπημα από την εμφάνιση του ογκόλιθου που ακούει στο όνομα Πατριάρχης Κύριλλος. Φιλέλληνας κι αυτός, όπως και ο προκάτοχός του Αλέξιος, κάτι που ικανοποιεί τους Έλληνες, οι οποίοι ήθελαν να έχουν την ίδια άποψη και οι Φαναριώτες.
Αλλά, μετά το 1923, την πολιτική του Φαναρίου την καθορίζουν άλλα κέντρα και μόνο την αιμοδοσία του περιμένει τόσο από την Αθήνα όσο και από την ελληνική διασπορά.
Με δεδομένο το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο, παρά την απόφασή του του έτους 1872, δεν έπαυσε να διατηρεί το ελληνικό του χρώμα και να αναγνωρίζεται ως Ελληνική Εκκλησία από τις άλλες Ανατολικές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, ο κ. Βαρθολομαίος επανέρχεται σήμερα, θρασύτατα, να υπαγορεύσει στην Εκκλησία της Ελλάδος «να μην παίρνει αποφάσεις που προέρχονται από κέντρα εκτός Εκκλησίας και να μην επιτρέψει παρερμηνείες εκκλησιαστικών αρχών».
Και όπως έχει γράψει το «ΠΑΡΟΝ» (8/2/2009), συνιστά παντελή αποφυγή «κοσμικών παρεμβάσεων εις το εκκλησιαστικό σώμα, οποθενδήποτε προερχομένων, καθώς και παρερμηνειών των εσωτάτων αυτού χαρισματικών δομών, υπ’ αλλοτρίων εξωεκκλησιαστικών θεσμικών δικαιοδοσιών». Ακόμη, για τις Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών» ζητάει από την Εκκλησία να αγνοήσει «τις πολιτειοκρατικές αντιλήψεις, τις νομικές αγκυλώσεις και τις δυσκαμψίες του παρελθόντος».
Είμαστε περίεργοι και θέλουμε να μάθουμε πώς η κυβέρνηση και τα ελληνικά πολιτικά κόμματα εκτιμούν αυτές τις παρεμβάσεις του κ. Βαρθολομαίου τόσο στα της Εκκλησίας όσο και στα της Πολιτείας. Η μέχρι σήμερα παρατηρηθείσα ασυδοσία του στο χώρο της Ελλάδος, αλλά και του Αποδήμου Ελληνισμού, οφείλεται μάλλον στην αδράνεια της Αθήνας και στην εθελοδουλεία όχι μόνο της εκκλησιαστικής ηγεσίας, αλλά και της ίδιας της ελληνικής ιεραρχίας.
Καλά, κανείς τους δεν γνωρίζει ότι η Εκκλησία της Ελλάδος από το 1833 έχει κηρύξει την ανεξαρτησία της, την οποία έχει αναγνωρίσει και το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τον Τόμο του 1850; Έκτοτε, η Θεσσαλία προσαρτήθηκε επίσημα στην Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά και οι Επαρχίες των «Νέων Χωρών» ανήκουν στην Ελλάδα, διοικητικώς δε στην Εκκλησία της Ελλάδος. Αν αργότερα το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσέθεσε αυθαίρετα στην Πράξη του 1928 κάποιους όρους έξω από τους συμφωνηθέντες με το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, θα πρέπει οι όροι αυτοί, για να είναι έγκυροι, να αναγνωριστούν επίσημα και από το ελληνικό κράτος. Όμως κάτι τέτοιο είναι απίθανο θα συμβεί.
Κατά συνέπεια, όλες οι παρεμβάσεις του κ. Βαρθολομαίου, που αναφέραμε ήδη, είναι αυθαίρετες και μειώνουν τον ίδιο και το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Δηλαδή, γιατί σώνει και καλά επεκτείνει τις φιλοδοξίες του, αντικανονικά βεβαίως, εκεί που όλα έχουν τα ρυθμίσει σωστά οι προκάτοχοί του; Και κάτι ακόμη, που ηχεί παράφωνα. Πώς είναι δυνατόν να είναι Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και Αρχιεπίσκοπος σε Μητροπόλεις της Ελλάδος ή της ελληνικής διασποράς; Ναι, είναι Οικουμενικός Πατριάχης με την πνευματική έννοια, χωρίς διοικητική εξουσία σε Μητροπόλεις που μνημόνευσα.
Επ’ αυτού, είχαμε την ευκαιρία να συναντήσουμε στο περιοδικό «Εκκλησία» (1936, σ.75) της Εκκλησίας της Ελλάδος τη γνώμη του μεγάλου καθηγητή του Κανονικού Δικαίου, Αμίλκα Αλιβιζάτου, την οποία έχει προσυπογράψει και ο έτερος μεγάλος καθηγητής, Δ. Σ. Μπαλάνος, η οποία έχει ως εξής: «Ο ψιλός τίτλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν συνεπάγεται ανωτερότητα θέσεως, του οικουμενικού περιεχομένου παραμένοντος ουσιαστικώς Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, μη έχοντος δικαίωμα επεμβάσεως εις τα των άλλων αυτοκεφάλων εκκλησιών, ουδέ εις τα των άλλων επισκοπών. Αληθώς, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είχε και έχει μόνον πρωτείον τιμής…».
Από πού κι ως πού ο κ. Βαρθολομαίος είναι και Αρχιεπίσκοπος των Μητροπολιτών των «Νέων Χωρών», της Κρήτης και του Αποδήμου Ελληνισμού; Το δυστύχημα για τον ίδιο είναι ότι σπούδασε Κανονικόν Δίκαιον, αλλά έμαθε μάλλον εκείνο της Καθολικής Εκκλησίας. Πρέπει να μάθει και το Κανονικόν Δίκαιον της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Και αφού το μάθει, να το σεβασθεί στην πράξη.
Δρ Παν. Γ. Φούγιας
Κ. Άσσος – Κορινθία