Επιδημία χολέρας η τιμωρία του Μουγκάμπε

Στο πλαίσιο της ίδιας κρίσης αναμένεται να επιδεινωθεί ραγδαία η υπάρχουσα κρίση AIDS, βάσει της οποίας ο ένας στους τρεις είναι φορέας του ιού, ενώ θεωρείται θέμα χρόνου να ξεσπάσει και επιδημία ελονοσίας. Το δράμα ολοκληρώνεται με τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, τουλάχιστον 7 εκατ. ανθρώπους να υποσιτίζονται συστηματικά, περιμένοντας τη διεθνή ανθρωπιστική βοήθεια για να μην πεθάνουν από την πείνα. Πρόκειται για νούμερα που προκαλούν κλονισμό, πολύ περισσότερο αν πάρουμε υπ’ όψιν μας ότι δεν μεσολάβησε πολεμική σύγκρουση για να εμφανιστεί αυτή η ανθρωπιστική κρίση.
Οι αιτίες της δε ξεφεύγουν από τη σφαίρα της οικονομίας κι ανάγονται ως επί το πλείστον στην πολιτική. Συγκεκριμένα, στην απόφαση της κυβέρνησης του Ρόμπερτ Μουγκάμπε να εθνικοποιήσει τις αχανείς φάρμες των λευκών που είχαν ξεμείνει στη νοτιοαφρικανική χώρα από την εποχή της αποικιοκρατίας, που ειδικά για τη Ζιμπάμπουε δεν είναι και τόσο μακρινό παρελθόν, καθώς το 1980 έγινε τελευταία φορά η υποστολή της βρετανικής σημαίας από τα εδάφη της. Από τότε κυβερνάει κι ο Μουγκάμπε, επικεφαλής μιας κυβέρνησης που δεν συγκεντρώνει μόνο στρατιωτικούς που διακρίθηκαν για τους αγώνες τους εναντίον των βρετανών κατακτητών, αλλά και πλήθος διαφθαρμένων που οικειοποιούνταν συστηματικά δημόσιους πόρους. Η οργή των Βρετανών πρώτα και κύρια και των Αμερικανών στη συνέχεια είχε ως αιτία το δημοκρατικό μέτρο της εθνικοποίησης. Καλύφθηκε όμως πίσω από τη διαφθορά και την εκλογική νοθεία, που αποτέλεσαν πρώτης τάξης αφορμές για να επιβληθούν βαριές οικονομικές κυρώσεις εν είδει συλλογικής τιμωρίας στο καθεστώς του Μουγκάμπε, δηλαδή στη Ζιμπάμπουε, από την Αγγλία και τις ΗΠΑ που ακόμη και σήμερα θεωρούν χρέος τους να προστατεύουν τα αποικιοκρατικά συμφέροντα. Αφθονούν σε αυτό το πλαίσιο οι δηλώσεις της πρώην υπουργού Εξωτερικών των
ΗΠΑ Κοντολίζα Ράις και του βρετανού πρωθυπουργού που ζητούν ανατροπή του καθεστώτος Μουγκάμπε και το ταυτίζουν με το καθεστώς του Αχμαντινετζάντ στο Ιράν.
Αποτέλεσμα των κυρώσεων ήταν η οικονομική κατάρρευση της χώρας, όπως μαρτυρεί το γεγονός ότι ο πληθωρισμός, την τελευταία φορά που ήταν δυνατό να μετρηθεί τον προηγούμενο χρόνο, εκτιμήθηκε σε 231 εκατ. τοις εκατό! Από τότε σταμάτησαν να τον υπολογίζουν, το εθνικό νόμισμα έπεσε σε πλήρη αχρηστία και αποφασίστηκε οι 130.000 δημόσιοι υπάλληλοι (στρατιώτες, δάσκαλοι και υπάλληλοι της κυβέρνησης) να πληρώνονται σε δολάρια.
Το αδιέξοδο ξεπεράστηκε στις 13 Φεβρουαρίου, όταν ο Μουγκάμπε, κατόπιν πιέσεως από τη μεριά της νοτιοαφρικανικής κυβέρνησης, δέχθηκε να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας με τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης. Ο όρος έτσι των Αγγλοαμερικανών, για συμμετοχή του εκλεκτού τους Μόργκαν Τσβανγκιράι, επικεφαλής του κόμματος «Κίνημα για τη Δημοκρατική Αλλαγή» στην κυβέρνηση, ώστε να αρχίσει να τρέχει πάλι η διεθνής βοήθεια, εκπληρώθηκε. Η απαίτησή τους ωστόσο, όσο κι αν διορθώνει τη νοθεία στην οποία προέβη πέρυσι ο Μουγκάμπε, κρύβει τεράστιες πολιτικές σκοπιμότητες καθώς ο άνθρωπός τους είναι υπέρμαχος των ιδιωτικοποιήσεων και της σφιχτής οικονομικής πολιτικής για να ανακάμψει η χώρα. «Οτιδήποτε εμποδίζει τις ξένες άμεσες επενδύσεις πρέπει να αναθεωρηθεί», δήλωνε πρόσφατα σύμφωνα με τους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» του προηγούμενου Σαββατοκύριακου, με αποτέλεσμα η συμμετοχή του στην κυβέρνηση να προοιωνίζεται και μια γενικότερη στροφή της Ζιμπάμπουε στη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία.
Λ. Β.


Σχολιάστε εδώ