ΤΟ «ΓΚΡΙΚ ΘΡΙΛΕΡ» ΤΩΝ 5 ΗΠΕΙΡΩΝ ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΛΗΣΤΕΙΑ 2.000 ΘΗΣΑΥΡΩΝ…
Έχει ακόμα πολλά επεισόδια να μας διηγηθεί, μερικά από τα οποία μάλιστα είναι και «θρίλερ». Χωρίς βέβαια να χρειάζεται ούτε η σατανική μεθοδικότητα ενός Άλφρεντ Χίτσκοκ, ούτε η νοσηρή μυθοπλασία ενός Τζον Κάρπεντερ, ούτε και η μέχρι χυδαιότητας έξαρση της φασιστικής βίας ενός σαλεμένου Κουέντιν Ταραντίνο. Απλά λόγια και σταράτα χρειάζονται μόνο.
Μιλάμε για ένα ταπεινό και καταφρονεμένο «θριλεράκι», απλοϊκό θα το λέγαμε, εγχώριας κατασκευής ως προς το αντικείμενο, αλλά με κυκλοφοριακές διαγραφές σε παγκόσμια κλίμακα και με εγκληματικές συνέπειες βαρύτατων βαρέων βαρών, που αν μάλιστα λογαριάσει κανένας ότι η πηγή και η νερομάνα δεν είναι άλλες από το πενιχρότατο εκείνο παλιό «Χόλιγουντ της Πλατείας Κάνιγγος», όπου φτωχοβασίλευε και φυτοζωούσε η ελληνική κινηματογραφική κοινωνία, χωρίς αυτό να εμποδίζει, χρόνια και χρόνια τώρα, να κρατάει ακόμα η ζοφερή του κολόνια, τότε το «πταίσμα» παύει να είναι «στιγμιαίο» και γίνεται «συνεχές και κατ’ εξακολούθηση», όπως περίπου και η χρήση ενός αθώου τσιγάρου που ανοίγει την πόρτα σε έναν θανατηφόρο καρκίνο, διότι και εδώ για έναν άλλο καρκίνο πρόκειται, που όχι με λίγη, αλλά με αρκετή και δυναμική καλή θέληση θεραπεύεται.
Τίτλος του θρίλερ: «Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΩΝ 5 ΗΠΕΙΡΩΝ». Πρωταγωνιστεί η Πνευματική Ιδιοκτησία!
Είναι οι 2.000, αν όχι και περισσότερες και σίγουρα ούτε μία λιγότερες, ελληνικές ταινίες, μαυρόασπρες και χρωματιστές, μεγάλες και μικρές, καλές και κακές, μέχρι και τρισάθλιες μερικές –διότι από κανένα γέννημα δεν απουσιάζει κι αυτό το είδος της τρισαθλιότητας– που κυκλοφορούν αδέσποτες, παράνομες, λεηλατημένες και πειρατικές και στις πέντε ηπείρους και που ανεξάρτητα με τα πόσα καράτια ζυγίζει η κάθε μία, αποδείχτηκαν «θησαυροί» ανεκτίμητοι, περίπου σαν εκείνους των «Πειρατών της Καραϊβικής».
Παντού δηλαδή όπου υπάρχει οργανωμένος ή και σποραδικός Ελληνισμός κυκλοφορεί παράνομα ο ελληνικός κινηματογράφος, χωρίς κανένα κτησιακό δικαίωμα, χωρίς έλεγχο, χωρίς καμιά συνέπεια για την παράνομη και πειρατική κυκλοφορία, αφού κανένας παραγωγός και κανένας δημιουργός δεν έχει επιτρέψει τη χρήση για τα πνευματικά του και τα ιδιοκτησιακά του δικαιώματα. Με άλλα λόγια το «μπάτε, σκύλοι, αλέστε» σε όλο του το μεγαλείο!
Στα χέρια του κάθε απατεώνα, του κάθε τυχοδιώκτη, του κάθε τυχάρπαστου, του κάθε ασυνείδητου, με μια λέξη του κάθε κλεφταρά, που τις κυκλοφορεί σε βιντεοκασέτες, σε DVD, τώρα και μέσω του διαδικτύου και των όσων άλλων μέσων παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία, που ενδιαφέρεται μόνο για να θησαυρίζει ο κλέφτης με το έργο που ΔΕΝ του ανήκει, χωρίς ποτέ να βοηθήσει τον δημιουργό που έχει φτύσει αίμα γι’ αυτό το έργο, το κάθε έργο.
Όλα δηλαδή για το πώς να αυξηθούν τα κουμπιά και να λιγοστέψουν τα χέρια για ένα μεροκάματο και μη μου πει κανένας ανεγκέφαλος προοδευτικός ότι λαϊκίζω, γιατί του τρώω το μάτι ωμό!
ΤΑ ΠΡΩΤΑ 30 ΧΡΟΝΙΑ
ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ
(…ύστερα ή συνηθίζεις
ή τα παίρνεις στο κρανίο!)
Τι σημαίνει αυτό; Ότι τριάντα χρόνια κρατάει αυτή η βρόμικη ιστορία της πειρατείας. Από τότε που το βίντεο μπήκε στη ζωή μας, για να βλέπουμε απλωμένοι στον καναπέ μας τους προσφιλείς μας ηθοποιούς και τις προσφιλέστατες πίτσες «με απ’ όλα».
Και είναι πολύ εύκολο να καταλάβει κανένας το πόσο μεγάλο ρόλο παίζει η ελληνική ταινία με τη δυναμική της για τη διατήρηση της επαφής του κάθε απόδημου για τη γενέθλια γη του, αυτόν δηλαδή που είχε επιλέξει τον εκπατρισμό σαν λύση απελπισίας στα προβλήματα επιβίωσης στον τόπο του. Χωρίς όμως να έχει ξεκόψει σε ό,τι αφορά και ό,τι παραπέμπει σ’ αυτά που άφησε πίσω του και που και οι επόμενες γενιές το συνεχίζουν με την όση δυνατότητα τους παρέχει το «ντι-εν-έι» τους.
Είναι η λεηλασία που έγινε και εξακολουθεί εξακριβωμένα να συμβαίνει από κάποιους πολυμήχανους, αδίστακτους τυχοδιώκτες συμπατριώτες μας, κάποιους Κύπριους του Λονδίνου και Ελληναράδες της Αμερικής, του Καναδά και της Αυστραλίας, από όπου ξεκίνησε η μάστιγα της πειρατείας των ταινιών του ελληνικού κινηματογράφου και που γίνεται με τον πιο απλό τρόπο.
Δηλαδή να προμηθεύονται τα βίντεο των ελληνικών ταινιών, που κυκλοφορούν επίσημα και νόμιμα στον τόπο της παραγωγής τους, την Ελλάδα, και στη συνέχεια να τα αντιγράφουν για να τα πουλήσουν πειρατικά «όπου γη και πατρίς»… Και που αδίστακτα διαφημίζουν την πειρατική τους πραμάτεια και από τις ιστοσελίδες του internet με το όνομά τους, τη διεύθυνση, τα τηλέφωνα και τις τιμές που μπορείτε να αγοράσετε όποια ελληνική ταινία θέλετε και να τη λάβετε μάλιστα και ταχυδρομικώς για να μην μπαίνετε στον κόπο να τρέχετε στο βιντεοκλάμπ της γειτονιάς σας. Τόσο θράσος και τέτοια ξεφτίλα!
Θα ρωτήσετε δικαιολογημένα «Εσείς τι κάνετε; Οι συγγραφείς που βλέπουν να κυκλοφορούν το έργο τους χωρίς την άδειά τους; Οι σκηνοθέτες; Οι ηθοποιοί; Οι μουσικοί; Οι τεχνικοί; Και πρώτα πρώτα οι παραγωγοί, που θα έπρεπε να κινηθούν για να κυνηγήσουν τον κλέφτη; Γιατί τους αφήνουν;». Ρωτήστε τους!
ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΣΥΝΤΟΜΑ
(…δηλαδή ένα, γιατί άλλο δεν χωράει!)
Για τη Μάρθα, το «Μαρθάκι», την Καραγιάννη, που κάθε άλλο ήταν η «χαζούλα» των μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη και που χρειάζεται να διαθέτεις ικανότητες και εξυπνάδα και το ρετιρέ σου να κατοικείται για να παίζεις αυτό που ΔΕΝ είσαι. Και μόνο χαζούλα δεν ήταν η Μάρθα, που ενόρκως το καταθέτω με τις όσες φορές συνεργαστήκαμε. Καιρό είχα να διαβάσω τέτοιες απαντήσεις με «σπίθα» και «γνώση» και «γυναικίσες» όπως τις έλεγε και ο συχωρεμένος ο Γιώργος Ρούσσος, χωρίς να ακούσουμε και από το στόμα της κοτσάνες περί του «απολύτου της ιδιοκτησίας των ταινιών από τους ηθοποιούς». Σίγουρα και η πιο ερωτεύσιμη «χαζούλα» του ελληνικού Χολιγουντ, μόνο που δεν ήταν και ποτέ διαθέσιμη και ελεύθερη αισθηματικής υπηρεσίας!