ΤΟΥΣ ΧΑΛΑΕΙ ΤΗ ΣΟΥΠΑ

Αν και ο Άνθιμος γεννήθηκε το 1934 στη Σαλμώνη (πρώην Κούκουρα) του Δήμου Πύργου, είναι δηλαδή «κάτω από το αυλάκι», από το 1974 μέχρι και σήμερα ζει στη Βόρεια Ελλάδα (για 30 χρόνια στην Αλεξανδρούπολη και από το 2004 στη Θεσσαλονίκη).

Μια χαρισματική προσωπικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, που μπορεί τις δύο φορές που το επιχείρησε να μην ανέβηκε «στον υψηλότερο θρόνο», αλλά πέτυχε να είναι πάντα ο «ρυθμιστής» της εκλογής (με τη συμπαγή ομάδα που διατηρούσε) και στη συνέχεια το αδιαμφισβήτητο Νο 2 της Εκκλησίας, που με «πύρινο λόγο» τις περισσότερες φορές προκαλεί θετικό ή αρνητικό ενδιαφέρον. Γι’ αυτό και έχει ισχυρούς φίλους και ορκισμένους εχθρούς (οι οποίοι λένε μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους… στον Θεό)!

Για πρώτη φορά μπαίνει στην Εκκλησία σαν διάκονος το 1964, αρκετά μεγάλος για εκείνη την εποχή, δηλαδή στα 30 του χρόνια, και έπειτα από έναν μόλις χρόνο χειροτονείται και πρεσβύτερος. Εν τω μεταξύ παίρνει το πτυχίο του στη Φιλοσοφική και μετά φοιτά στη Θεολογική Σχολή. Με δύο πτυχία στα χέρια του, αποφασίζει να γίνει κληρικός. Δεν ήταν «βιοποριστικό το πρόβλημα», αλλά η φύση του που τον έσπρωξε σε αυτή την απόφαση ζωής. Κατά σύμπτωση, και ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος (κατά κόσμον Ιωάννης Λιάπης εκείνη την εποχή) ακολουθεί την ίδια πορεία (πτυχίο Φιλοσοφικής και Θεολογικής Σχολής). Κι ενώ ο Ιερώνυμος εκπροσωπεί την «ήρεμη δύναμη» και τη «συνδιαλλαγή» με όλους μέχρις… παρεξηγήσεως, αντίθετα ο Άνθιμος είναι «ο πύρινος κληρικός» που ξεσηκώνει για όλα τα θέματα με το κήρυγμα και το πάθος του τους πιστούς. Μιλάει για όλα και για όλους με πάθος και χωρίς φόβο. Και φυσικά δέχεται τα… επίχειρα των αντιπάλων του. Η στηλίτευση της εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας που θεωρητικά εκφράζει ο Ιερώνυμος, στο πρόσωπο του Άνθιμου βρίσκει τον κοινωνικό της χαρακτήρα και την άποψη ότι «η Εκκλησία είναι σάρκα από τις σάρκες του λαού μας και δεν μπορεί να μένει αμέτοχη…».

Μπορεί να μην έγινε Αρχιεπίσκοπος, όπως θα επιθυμούσε, αλλά όταν βοήθησε τον Μακαριστό Χριστόδουλο να γίνει ο προκαθήμενος, πέτυχε κάτι παραπλήσιο. Φεύγοντας μετά 30 χρόνια από την Αλεξανδρούπολη –μόνο θετικά λόγια και καλές αναμνήσεις άφησε πίσω του– ζήτησε και πήγε στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας μας, τη Θεσσαλονίκη. Μια κίνηση που είχε ουσιαστικό και συμβολικό χαρακτήρα από πολλές απόψεις (εάν το συνδυάσει κανείς με το ότι Αρχιεπίσκοπος εκείνη την εποχή ήταν ο χαρισματικός Χριστόδουλος). Καταρχάς ο επίσκοπος Θεσσαλονίκης είναι ο μόνος που έχει το προνόμιο να αποκαλείται εντός των ορίων δικαιοδοσίας του «Παναγιώτατος», τίτλος που φέρει μόνον ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως! Έπειτα η Θεσσαλονίκη είναι η συμπρωτεύουσα, με «ποίμνιο» πολύ μεγαλύτερης επιρροής και σπουδαιότητας από οποιασδήποτε άλλης «ενορίας» και φυσικά, εξαιτίας των ανιστόρητων απαιτήσεων των Σκοπιανών, με εθνικό λόγο και ρόλο (και στη Θράκη έδωσε σπουδαία δείγματα συμβίωσης με τους μουσουλμάνους, παρά το… καταχέριασμα που κατά διαστήματα από άμβωνος και τηλεοράσεως εξαπέλυε).

Είναι γεγονός ότι ο λόγος του δεν περνάει απαρατήρητος. Από την Αλεξανδρούπολη ακόμη έγινε γνωστή τηλεοπτικά «η φιγούρα» του να κάθεται πάντα στον χαρακτηριστικό του θρόνο με τον δικέφαλο αετό της Κωνσταντινούπολης. Τις Κυριακές στα κηρύγματά του μαζεύεται πλήθος κόσμου να τον ακούσει, γιατί «τα λέει χύμα και… τσουβαλάτα». Αρκετοί είναι εκείνοι που θυμούνται ακόμη και σήμερα, για παράδειγμα, ότι στην εξόδιο ακολουθία του Μακαριστού Χριστοδούλου προκάλεσε αρκετούς με το να προσφωνήσει –εκτός πρωτοκόλλου– τον τέως βασιλέα Κωνσταντίνο μεταξύ των πρώην πολιτειακών αρχόντων και μάλιστα προτού προσφωνήσει την υπόλοιπη πολιτική ηγεσία του τόπου (αυτονόητο ότι κανένας άλλος απ’ όσους εκφώνησαν επικήδειους δεν μνημόνευσε τον τέως βασιλιά)! Του χρεώθηκε ως «θεσμικό ατόπημα» και έγινε θέμα συζήτησης στη νεκρώσιμη ακολουθία του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου! Λένε ότι έδειξε το φιλοβασιλικά του αισθήματα με αυτόν τον τρόπο…

Εκείνα τα ταραγμένα πολιτικά χρόνια άλλωστε, που ο Κωνσταντίνος ήταν βασιλιάς, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος του είχε αναθέσει εκδοτικοδημοσιογραφικά καθήκοντα, δηλαδή να διευθύνει για έξι χρόνια το φυλλάδιο με τίτλο «Φωνή Κυρίου»! Λίγο πριν από τη δικτατορία κι ενώ ο τέως βασιλιάς όρκιζε τη μία κυβέρνηση μετά την άλλη μέχρι να του κάνει κάποια τα χατίρια, ο Άνθιμος (το 1966) παραιτείται από τη θέση του ως καθηγητής και τοποθετείται σε μια σημαντική θέση στα «κεντρικά» ως διευθυντής Κηρύγματος στην Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο «πύρινος λόγος» του ξεσήκωνε από τότε…

Έναν χρόνο μετά τη δικτατορία (το 1968) η Ιερά Σύνοδος τον διορίζει διευθυντή του Φοιτητικού Θεολογικού Οικοτροφείου (από διευθυντικές θέσεις πάντως καλά τα πήγαινε…). Εκεί έμεινε μέχρι που ήρθε η μεταπολίτευση και το 1974 προάγεται σε Επίσκοπο. Όλα τα χρόνια της χούντας όμως, εκτός από διευθυντής του Οικοτροφείου («ήλεγχε» δηλαδή όλα τα νέα παιδιά με τα οποία θα στελεχωνόταν η Εκκλησία αργότερα), υπήρξε και ο… εκδότης της Εκκλησίας, αφού είχε την ευθύνη των εκδόσεων και του τυπογραφείου της Αποστολικής Διακονίας. Σε διπλό ρόλο κλειδί, ο Άνθιμος είναι φανερό ότι ελέγχει παρασκηνιακά τη «ροή σε ανθρώπινο δυναμικό και την κατήχηση» της Εκκλησίας. Επίσης, τον Μάιο του 1972 εκπροσώπησε την Εκκλησία της Ελλάδος στην εκλογή και ενθρόνιση του Πατριάρχη Βουλγαρίας Μάξιμου (δείγμα της εμπιστοσύνης με την οποία τον περιέβαλε η τότε ηγεσία της Εκκλησίας).

Σχεδόν ταυτόχρονα με την κατάρρευση της χούντας ο Άνθιμος παρατάει όλες τις εξουσίες που είχε στα κεντρικά της Αθήνας και φεύγει στην άλλη άκρη της Ελλάδας! Έτσι, στις 13 Ιουλίου 1974 εκλέγεται Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως, Τραϊανουπόλεως και Σαμοθράκης και αφήνει τα μεγαλεία της Αθήνας για τον… ακριτικό Έβρο. Θεαματική αλλαγή, εάν φανταστεί κανείς ότι όλα τα χρόνια που ζούσε στην Αθήνα «έλυνε κι έδενε» ως διευθυντής. Πολλοί μιλάνε «για σκελετούς που κουβαλάει στο ντουλάπι του», αλλά αυτά ποιος να τα γνωρίζει με βεβαιότητα (η χειροτονία του έγινε στις 14 Ιουλίου 1974 στην Αθήνα, στον Ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου της οδού Μετσόβου, για την ιστορία); Ένα από τα έργα που άφησε στην Αλεξανδρούπολη, φεύγοντας, στις 26 Απριλίου του 2004, είναι το Εκκλησιαστικό Μουσείο, που στεγάζεται στο παλιό κτίριο του νοσοκομείου της πόλης.

Τριάντα χρόνια εκτός Αττικής και μετά στη Θεσσαλονίκη (ως διάδοχος του Παντελεήμονος Β΄). Κι όμως, αυτή του η τοποθέτηση στάθηκε η αιτία πολέμου και τρομερής ρήξης μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μαζί με τη συγκεκριμένη μετάθεση ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος επιχείρησε και τις αλλαγές Μητροπολιτών στις Μητροπόλεις Κοζάνης και Ελευθερουπόλεως. Όπως θυμόμαστε, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αρνήθηκε να στείλει τον κατάλογο των υποψηφίων για τις τρεις αυτές «Νέες Χώρες» προς έγκριση στην Κωνσταντινούπολη, όπως ορίζει η Πατριαρχική Πράξη του 1928. Τότε, το Πατριαρχείο συγκάλεσε Μείζονα και Υπερτελή Σύνοδο, η οποία αποφάσισε τη διακοπή της κοινωνίας των Αρχιερέων του Οικουμενικού Θρόνου με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Τελικά, ύστερα από αμοιβαίες υποχωρήσεις οι νεοεκλεγέντες Μητροπολίτες αναγνωρίστηκαν και νέα Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος ήρε την ακοινωνησία με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και αποκατέστησε τη μνημόνευση του ονόματός του στα δίπτυχα της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.

Η ενθρόνιση του Άνθιμου πραγματοποιήθηκε τελικά –ύστερα από αυτήν την τεράστια φουρτούνα– την Παρασκευή 18 Ιουνίου 2004 στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας του Θεού Σοφίας Θεσσαλονίκης. Άλλο ένα δείγμα ότι για χάρη του κόντεψε να… διαλυθεί η Εκκλησία, να αφοριστεί ο… Χριστόδουλος και να επέλθει «μοιραία σύγκρουση» με το Φανάρι (με ανυπολόγιστη εθνική βλάβη). Είναι προφανές ότι εάν δεν ήταν ενδιαφερόμενος ο Άνθιμος, δεν θα γινόταν τίποτε από όλα αυτά…

Τον χαρακτηρίζουν «ακραίο εθνικιστή» (για τις θέσεις του στα εθνικά θέματα, τα συλλαλητήρια για το Σκοπιανό κ.ά.) αλλά και «ιδιαίτερα συντηρητικό» σε θέματα πιστών. Για παράδειγμα, δεν δίστασε να παρουσιάσει χάρτη του 1944 λέγοντας: «Vardarska, αυτό ήταν το όνομα αυτού του κρατιδίου» (και βέβαια είχε δίκιο), την ώρα που η κυβέρνηση και η υπουργός Εξωτερικών (με τη σιωπηλή αποδοχή των κομμάτων της αντιπολίτευσης, πλην λίγων) συζητούσαν «σύνθετη ονομασία»! Και φυσικά τους… χαλούσε τη σούπα του «συμβιβασμού».

Πριν από μερικές ημέρες κάλεσε ευθέως τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Γ. Παπανδρέου «να διαγράψει από το κόμμα του τον μουσουλμάνο βουλευτή Τσετίν Μαντατζή, διότι είναι εχθρός της χώρας και επίορκος λόγω παραβιάσεως του Συντάγματος και του όρκου που έδωσε κατά την ορκωμοσία του ως βουλευτή». Άδικο είχε; Όμως ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ τον έχει ακόμη στις τάξεις της κοινοβουλευτικής του ομάδας και φυσικά… δυσαρεστείται από τέτοιες «επισημάνσεις» (και δεν νιώθει καθόλου… ευτυχής με τέτοιους «παπάδες-Παπαφλέσσες» στην εποχή του απολιτίκ «ρεαλισμού»). Μιλώντας πέρυσι τον Φεβρουάριο στο «Βήμα» εξηγούσε για τα συλλαλητήρια για το Σκοπιανό: «Πιστεύω απόλυτα –εφόσον θα φτάσουμε ενδεχομένως στην απόφαση της Ελλάδος να διακόψει τις διαπραγματεύσεις για το όνομα– πως οπωσδήποτε ένα-δύο καλά συλλαλητήρια βοηθούν πάρα πολύ στην προσπάθεια που καταβάλλει το υπουργείο Εξωτερικών». Μόνο που έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι… προς την αντίθετη κατεύθυνση! Μιλώντας σαν απλός «λαός», ο Άνθιμος έλεγε ότι «το καλύτερο δυνατόν είναι οι προτάσεις και οι αντιπροτάσεις της Ελλάδος να είναι τέτοιες ώστε να αποκλείεται το όνομα “Μακεδονία”». Όταν όμως ο «παπάς» έχει θέσεις στα εθνικά μας θέματα που είναι… αντίθετες με τις κομματικές και τις διατυπώνει με παρρησία, προφανώς… δυσαρεστεί. Αυτό έγινε με το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία, με την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες και το δημοψήφισμα που ζήτησε η Εκκλησία (στο οποίο πρωτοστάτησε).

Ο Άνθιμος, παρότι στήριξε την εκλογή του Ιερώνυμου, λέγεται ότι δεν συμφώνησε και σε πολλά «προεκλογικά». Γι’ αυτό έθεσε και υποψηφιότητα. Σήμερα, καθώς περνούν και τα χρόνια, δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο, αλλά για την υστεροφημία του. Και ως «διάδοχό» του δείχνει να έχει επιλέξει τον Άνθιμο Αλεξανδρουπόλεως, αυτόν που άφησε «στο πόδι του» με το ίδιο όνομα, να συνεχίσει το έργο του όταν έφευγε από την πόλη όπου έζησε για τριάντα χρόνια.

Η Εκκλησία δεν είναι «Εφραίμ και Γιοσάκηδες», αλλά ιερωμένοι που αγαπούν το αποστολικό και κοινωνικό έργο, που θέλουν την Εκκλησία μέσα και δίπλα στον λαό, να παίρνει και να έχει θέση για όλα όσα μας απασχολούν («μικρά» ή μεγάλα θέματα). Ούτε βέβαια «παραεκκλησιαστικές οργανώσεις» ή ιερωμένοι με… κουσούρια και προβλήματα συμπεριφοράς (όλοι αποβάλλονται από τις τάξεις της και στιγματίζονται ώστε να αποτελούν «κακό παράδειγμα»). Ο Άνθιμος είναι ένας από αυτούς, σύμφωνα με τους φίλους του, και του ίδιου μάλλον του αρέσει. Άλλωστε ανάλωσε όλη του τη ζωή προς αυτή την κατεύθυνση.

Αν και δεν ήταν μέλος της Μοναστικής Αδελφότητας «Χρυσοπηγή», των λεγομένων Ιερωνυμικών Μητροπολιτών και των περισσοτέρων εκ των επίδοξων διαδόχων του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, όπως ο Μακαριστός Χριστόδουλος, ο πρώην Μητροπολίτης Πειραιώς Καλλίνικος (από το Βαρθολομιό Ηλείας), ο νυν Καλαβρύτων Αμβρόσιος κ.ά., εντούτοις όταν επήλθε ψυχρότητα στις σχέσεις της «Χρυσοπηγής» με τον Χριστόδουλο, οι αδελφοί της «Χρυσοπηγής» δεν δίστασαν να συμμαχήσουν με τον Θεσσαλονίκης Άνθιμο και τον Φιλίππων Προκόπιο και να εκλέξουν στο Σιδηρόκαστρο Μητροπολίτη τον Μακάριο, δίνοντας ένα μάθημα στον εκλεκτό του Χριστόδουλου Αρχιμανδρίτη Ιωακείμ!

Θα μπορούσαμε να γράψουμε πολλά τέτοια παραδείγματα, αλλά η ουσία είναι πιο απλή: Ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος από το 1974 μέχρι και σήμερα ζει την Εκκλησία μέσα από τον ποίμνιό του στις παρυφές του Ελληνισμού, δίπλα στην «Πόλη» και τώρα τη συμπρωτεύουσα, πάντα μαχητής και διαπρύσιος κήρυκας του Ελληνισμού και των δικαίων της πατρίδας. «Φυλάει Θερμοπύλες», όπως μας είπε κάποιος που τον γνωρίζει καλά. Θέλει την Εκκλησία μας να πρωταγωνιστεί στον στίβο για μια καλύτερη ζωή, ειρηνική, με αγάπη, αλλά και δεν παραδίδει τα κλειδιά στους κάθε λογής «εφιάλτες». Είναι από τη στόφα των «παλιών παπάδων» του ελληνοχριστιανισμού, μας λέει κάποιος άλλος που τον γνωρίζει. Όπως και να έχει, ο Άνθιμος είναι μια πολύ ισχυρή προσωπικότητα της Εκκλησίας, που έβαλε τη σφραγίδα του σε αυτήν.


Σχολιάστε εδώ