ΣΦΙΧΤΗ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΙΣΤΑ Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ!
Η πλέον σημαντική επισήμανση είναι ότι «έφυγαν χωρίς αποτέλεσμα 15 χρόνια και σήμερα η ελληνική οικονομία, εν μέσω κρίσης, βρίσκεται απροετοίμαστη». Για τα χρόνια που χάθηκαν ευθύνονται και οι κυβερνήσεις του τάχα εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ (εποχή Σημίτη 1996-2005) και οι κυβερνήσεις των τάχα μεταρρυθμίσεων της ΝΔ (εποχή Καραμανλή από το 2004 μέχρι και σήμερα). Η επισήμανση αυτή του διοικητή της ΤτΕ για τη χαμένη 15ετία και τη μη θωράκιση της οικονομίας μας δείχνει ότι ο κ. Προβόπουλος επιθυμεί να αποδίδει «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι» χωρίς σκοπιμότητες ή γελοίες προσπάθειες εξωραϊσμού ή στρεβλώσεων.
Η δεύτερη εξίσου σημαντική επισήμανση του διοικητή της ΤτΕ είναι ότι για τη σημερινή κατάσταση το φταίξιμο δεν πέφτει αποκλειστικά στην τωρινή κρίση, αλλά περισσότερο ευθύνονται οι χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας μας. Εμείς θα λέγαμε ότι περισσότερο ευθύνονται οι αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες των 15 τελευταίων ετών, που έκρυβαν τα προβλήματα και τις αδυναμίες, ωραιοποιούσαν την οικονομική κατάσταση με το «μαγείρεμα» στοιχείων και παρουσίαζαν μια εικονική πραγματικότητα, που φαινόταν αληθοφανής στηριζόμενη στην υπερχρέωση κράτους, επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Αυτά θα πληρώσει σήμερα ακριβά η ελληνική οικονομία. Και η αξιοπιστία της οικονομίας, που κατά την έκθεση Προβόπουλου αποτελεί κρίσιμο πρόβλημα και πράγματι είναι, δεν βλέπω να αποκαθίσταται.
Μια άλλη σημαντική επισήμανση είναι και οι δημοσιονομικές ανισορροπίες, που παρά τα διατυμπανιζόμενα από τις κυβερνήσεις Σημίτη και Καραμανλή για δημοσιονομική εξυγίανση, εμφανίζονται συνεχώς να ενδυναμώνονται (αυξανόμενα ελλείμματα και δημόσιο χρέος, σπάταλο κράτος, φοροδιαφυγή και υψηλή φορολογική επιβάρυνση). Επ’ αυτού η έκθεση Προβόπουλου σημειώνει ότι η μείωση του ελλείμματος κάτω από το 3% φέτος και ο μηδενισμός του μέχρι το 2012 είναι εφικτός, εάν συλληφθεί μέρος της τεράστιας φοροδιαφυγής (την υπολογίζει σε 12 δισ. ευρώ κάθε χρόνο) και κυρίως εάν επιτευχθεί ουσιαστική περιστολή της σπατάλης και αύξηση της αποτελεσματικότητας των κρατικών δαπανών.
Συμφωνούμε απόλυτα με την άποψη του κ. Προβόπουλου για την ανάγκη περιορισμού του σπάταλου κράτους και την αύξηση της αποτελεσματικότητας των κρατικών δαπανών. Είναι σωστές και απολύτως αναγκαίες ενέργειες για να πετύχουμε την πολυπόθητη δημοσιονομική εξυγίανση. Όμως κάτω από τη σημερινή κρίση και την απειλή της ύφεσης, η προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης κάμπτεται. Δεσπόζουσα προτεραιότητα έχει η αντιμετώπιση της κρίσης και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν προς την κατεύθυνση αυτήν. Προσωπικά διατηρούμε την άποψή μας ότι η τωρινή κρίση δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί χωρίς δημοσιονομική επέκταση. Οι προσπάθειες μείωσης του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους με τη σημερινή συγκυρία είναι ανέφικτες και έχουμε τη γνώμη ότι θα επιδεινώσουν την κατάσταση της οικονομίας μας και δεν αποκλείεται τελικά να μας οδηγήσουν σε στασιμότητα για πολλά χρόνια ή και σε ύφεση.
Εξακολουθώ να επιμένω ότι η σημερινή κρίση αντιμετωπίζεται με ενίσχυση της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών. Μπορεί να ξεκίνησε από το σκάσιμο της φούσκας του χρηματοπιστωτικού τομέα, γρήγορα όμως μόλυνε και την πραγματική οικονομία. Για να στηριχθεί επομένως η πραγματική οικονομία πρέπει να βοηθήσει και το κράτος με αναδιάταξη του προϋπολογισμού, αύξηση των πιστώσεων για την εκτέλεση δημοσίων έργων (ενίσχυση του ΠΔΕ) και αισθητή στήριξη των οικονομικά ασθενέστερων. Τυχόν υιοθέτηση της πρότασης Προβόπουλου για έλλειμμα κάτω του ορίου του 3% από φέτος απαιτεί τη λήψη σκληρών μέτρων, γεγονός που ενέχει τον κίνδυνο ύφεσης. Και δεν μπορούμε να στηρίξουμε τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης στο κυνήγι της φοροδιαφυγής. Σε καταστάσεις κρίσης η φοροδιαφυγή αποτελεί μέσον άμυνας, καθώς αυξάνει τον βαθμό αντοχής των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στην επερχόμενη θύελλα. Δεδομένης της σημερινής κατάστασης, το κυνήγι της φοροδιαφυγής επιβάλλεται να περιοριστεί στις μεγάλες επιχειρήσεις και μόνο. Ο περιορισμός της φοροδιαφυγής γίνεται σε περίοδο άνθησης της οικονομίας και με ολοκληρωμένο σχεδιασμό.
Και τώρα στις προβλέψεις της έκθεσης Προβόπουλου. Προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης (αύξησης του ΑΕΠ) 0,5% για το 2009, από 3% που έφτασε το 2008. Ο κ. διοικητής απορρίπτει τόσο την πρόβλεψη της Κομισιόν για αύξηση 0,2% όσο και το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης (1,1% για φέτος). Προσωπικά πιστεύω ότι η πρόβλεψη του επικαιροποιημένου ΠΣΑ είναι περισσότερο ρεαλιστική. Θα πετύχουμε ανάπτυξη 1% του ΑΕΠ περίπου, με μία βασική προϋπόθεση: Το κράτος και η ΤτΕ να λάβουν δρακόντεια μέτρα ώστε το πακέτο των 28 δισ. ευρώ να διοχετευθεί από τις τράπεζες προς την πραγματική οικονομία και με λογικό επιτόκιο. Οι έλληνες τραπεζίτες πρέπει να εγκαταλείψουν τον στόχο της υψηλής κερδοφορίας και να φροντίσουν και για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας, στην οποία βασίζεται η ύπαρξή τους. Εάν φέτος επικεντρωθούν οι προσπάθειες κράτους, ΤτΕ και λοιπών τραπεζών στην αύξηση της πιστωτικής επέκτασης πάνω από 5% και φτάσει ή πλησιάσει το 10% και τονωθεί και το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων, τότε ασφαλώς θα πετύχουμε αύξηση του ΑΕΠ κατά 1%. Ακόμη και σε συνδυασμό με την αύξηση του ελλείμματος στο 3,7%, όπως προβλέπει το επικαιροποιημένο ΠΣΑ.
Κατεβάζοντας ο κ. Προβόπουλος τον πήχη της ανάπτυξης στο 0,5%, θέλει να ισορροπήσει μεταξύ των προβλέψεων της κυβέρνησης και της Κομισιόν. Ο διοικητής της ΤτΕ σωστά προβλέπει για φέτος μείωση του πληθωρισμού στο 1,8% σε μέσο ετήσιο επίπεδο. Και φυσικά δεν μιλάει για την ακρίβεια. Από την άλλη, είναι έξω από την πραγματικότητα όταν εισηγείται σφιχτή εισοδηματική πολιτική για τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και συναρτά τις μισθολογικές αυξήσεις με τον πληθωρισμό και την παραγωγικότητα.
Κατ’ αρχάς οι αυξήσεις στο ύψος του πληθωρισμού δεν είναι αυξήσεις. Είναι απλώς αποκατάσταση απώλειας του εργατικού εισοδήματος. Με τη σημερινή συγκυρία, οι μισθολογικές αυξήσεις πρέπει να συνδυαστούν με το προσδοκώμενο ύψος του πληθωρισμού, την αύξηση της παραγωγικότητας και την αύξηση της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών. Η αύξηση της ζήτησης αποτελεί έναν από τους βασικότερους μοχλούς για την αντιμετώπιση της κρίσης, ενώ η σφιχτή εισοδηματική πολιτική επιδεινώνει την κρίση. Μια επιχείρηση, όταν υπάρχουν δουλειές (δηλαδή ζήτηση των αγαθών ή υπηρεσιών που παράγει), αντέχει να πληρώσει κάτι παραπάνω στον εργαζόμενο. Υπάρχει σύνδεση συμφερόντων. Ο σημαντικός περιορισμός της ζήτησης είναι επικίνδυνος για την παραγωγική μηχανή. Και η υιοθέτηση σφιχτής εισοδηματικής πολιτικής σε συνδυασμό και με μηδενική πιστωτική επέκταση είναι ένα πολύ επικίνδυνο μείγμα στα θεμέλια της οικονομίας μας.
Αποτελεί πλέον παράδοση για τους διοικητές της ΤτΕ να μάχονται την εισοδηματική πολιτική και να συνιστούν τη διά βίου λιτότητα των εργαζομένων, ενώ δεν τους ενοχλούν οι αστρονομικές αποδοχές και τα μπόνους των τραπεζιτών και τα υψηλά κέρδη των επιχειρήσεων. Και αυτήν την παράδοση συνεχίζει δυστυχώς και ο κ. Προβόπουλος. Ο φτωχός δεν πρέπει να χορτάσει ψωμί. Μόνο «σώπα και σκάβε». Κάτω από τέτοιες συνθήκες δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή.
Για το δημόσιο χρέος που αναμφισβήτητα βρίσκεται στα ύψη και υποθηκεύει το μέλλον των παιδιών μας, ο κ. Προβόπουλος συστήνει τη μείωσή του στο 40% του ΑΕΠ σε μια δεκαετία (2009-2018) με αυστηρό δημοσιονομικό προγραμματισμό. Και υπολογίζει ότι, για να γίνει αυτό κατορθωτό, πρέπει από φέτος και μέχρι το 2018 ο κρατικός προϋπολογισμός να εξασφαλίζει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 4,5-5% ετησίως (έσοδα – πρωτογενείς δαπάνες – πρωτογενές πλεόνασμα). Τα πλεονάσματα αυτά θα χρησιμοποιούνται για τη μείωση του δημόσιου χρέους. Σημειώνουμε ότι το επικαιροποιημένο ΠΣΑ προβλέπει για φέτος πρωτογενές πλεόνασμα στο 0,9% του ΑΕΠ και για το 2011 στο 1,7% του ΑΕΠ. Με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι η εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών θα συμπίπτει απόλυτα με τις σημερινές προβλέψεις του ΠΣΑ.
Τώρα, με τη σαφή επιβράδυνση της οικονομίας μας είναι απόλυτα ανέφικτος ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 5% ετησίως. Ο στόχος αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί τα αμέσως προηγούμενα χρόνια της σχετικά υψηλής ανάπτυξης, αλλά δεν υπήρχε τότε η συνετή διαχείριση των χρηματικών πόρων του Δημοσίου. Οι κ. Χριστοδουλάκης και Αλογοσκούφης με άλλα ασχολούνταν. Και το σπάταλο κράτος θριάμβευε με δάνεια και αποκρατικοποιήσεις! Κι αυτό το είχαν βαφτίσει δημοσιονομική εξυγίανση!
Πέρα από τις επισημάνσεις αυτές, η έκθεση του διοικητή της ΤτΕ αναφέρει και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, κατά τη γνώμη του, για να ισορροπήσει η ελληνική οικονομία. Φαίνεται όμως ότι η τωρινή κρίση δεν τον απασχολεί και πολύ. Ίσως γι’ αυτό και δεν παρουσιάζει σχέδιο αντιμετώπισής της. Κι αυτό φρονούμε ότι αποτελεί μεγάλο μειονέκτημα της έκθεσης. Πέρα από την κοινοτική σύσταση για σφιχτή εισοδηματική πολιτική, για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προτάσεις για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού και την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας. Αλλά γι’ αυτά τα τόσο σημαντικά θέματα θα τα πούμε αργότερα…