Πενήντα χρόνια από Ζυρίχη – Λονδίνο

Πενήντα χρόνια πολυτάραχης εθνικής ιστορίας, της οποίας ο μετέχων δημοσιογράφος και ορισμένοι άλλοι συνάδελφοι υπέστησαν τις ανατροπές και τους εκριζωμούς, έχουν σβήσει από τη μνήμη δευτερεύουσες λεπτομέρειες, σκόρπισαν στους ανέμους προσωπικά αρχεία, απέσπασαν με ξυραφάκι σελίδες από όσους τόμους της εφημερίδας διατήρησε η Εθνική Βιβλιοθήκη και αφαίρεσαν τον διαθέσιμο χρόνο για αναδίφηση.

Έτσι αυτή η προσωπική μαρτυρία θα περιορισθεί στην αποσταγμένη ουσία, σε εικόνες και φράσεις που παρέμειναν άσβεστα χαραγμένες στη μνήμη, ως τραυματικά προσωπικά βιώματα και μπορούν να έχουν τη χρησιμότητά τους για τον ιστορικό που θα θελήσει να προσεγγίσει την αλήθεια, πέραν και κάτω από τις μεταγενέστερες καλλωπιστικές αφηγήσεις σε ημερολόγια και συγγραφές.

Το ιστορικό πλαίσιο

Κατά τις ημέρες της πενταμερούς διάσκεψης στο Λονδίνο (Ελλάδα, Τουρκία, Βρετανία, Εθνάρχης Μακάριος και Φαζίλ Κουτσούκ) μόνιμοι ανταποκριτές στο Λονδίνο ήσαν οι αείμνηστοι Σωτηριάδης του «Βήματος», Κ. Χατζηαργύρης του «Έθνους» και του «Φιλελευθέρου» της Κύπρου, Κ. Δογάνης του «Ριζοσπάστη» και ο υπογράφων ανταποκριτής της «Ελευθερίας», που είχε παραιτηθεί από το BBC για τους απαγχονισμούς του Καραολή και του Δημητρίου και είχε τιμηθεί με επίσκεψη της ΜΙ 5 (αντικατασκοπίας) στο σπίτι του, με την απειλή της απέλασης.

Η «Ελευθερία», του αείμνηστου Πάνου Β. Κόκκα, υποστήριξε μαχητικά από την αρχή τον κυπριακόν αγώνα για την ένωση. Αυτή απεκάλυψε το γνωστό «Μνημόνιο» του Πιπινέλη και κατά τη λαϊκή αποθέωση του Μακαρίου στην Αθήνα, κατά την άφιξή του από την εξορία στις Σεϋχέλλες, είχε κυκλοφορήσει με τον οκτάστηλο τίτλο «Ο Μακάριος Πρωθυπουργός», πάνω από άρθρο του εκδότη της.

Φοιτητής ακόμη, ο μετέπειτα ανταποκριτής της είχε συμμετάσχει σε μεγάλες διαδηλώσεις για την Κύπρο, που, μετά τον θάνατο του Παπάγου, αντιμετωπίσθηκαν με βίαιη αστυνομική καταστολή, με αποτέλεσμα να υπάρξουν νεκροί. Σε αντίθεση με το καθεστώς της ευνοίας των ανακτόρων, ο ελληνικός λαός είχε εγκολπωθεί την υπόθεση της ενσωμάτωσης του υπόδουλου κυπριακού Ελληνισμού και τη διεκδικούσε τότε με πάθος, το οποίο οι ξένες υπηρεσίες και τα ιθαγενή όργανά τους επιδόθηκαν να κατασβέσουν με κάθε μέσο… Τα ανάκτορα, και ειδικά η Φρειδερίκη, αποστρέφονταν το Κυπριακό –και τον Παπάγο που το υποκίνησε, με τον εξαίρετο έλληνα διπλωμάτη Αλέξη Κύρου– και η «εθνική» φιλοδοξία της βασίλισσας ήταν να γίνει επιτέλους αποδεκτή από τον βασιλικό οίκο της Βρετανίας, που την κρατούσε σε απόσταση.

Το μνημόνιο του Πιπινέλη αποτύπωνε τους ανακτορικούς στόχους. Το κλείσιμο του Κυπριακού και η αποκατάσταση της ενότητας στη συμμαχία του ΝΑΤΟ ήταν η ανείπωτη βασιλική εντολή στην κυβέρνηση Καραμανλή, που απροσδόκητα διαδέχθηκε τον Παπάγο. Τα εκτός κυβέρνησης προσωποπαγή κόμματα φρόντιζαν να συμβαδίζουν με το δημόσιο αίσθημα και ανταποκρίνονταν στον αντιπολιτευτικό ρόλο τους με ποικίλλοντα ζήλο. Για την «ελίτ» της μετεμφυλιακής Αθήνας ο Μακάριος και ό,τι αντιπροσώπευε ήταν κατά βάθος κάτι μεταξύ ημικρανίας και απειλής. Στους αντίποδες, κάποιοι νέοι φοιτητές, ανάμεσα στα πλήθη των διαδηλωτών, έβλεπαν στην ενσωμάτωση της Κύπρου την υπόσχεση μιας εθνικής αναγέννησης και ανάτασης, κατά το προηγούμενο της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα.

Ακολούθησαν πέντε χρόνια άνισου αγώνα με την πολύπειρη αυτοκρατορία, τα αλλεπάλληλα επίβουλα βρετανικά σχέδια λύσης (πρόδρομα του Ανάν), τα μπλόκα, οι συλλήψεις, η υποδαύλιση και ο εξοπλισμός των Τουρκοκυπρίων, η προπαγάνδα, τα βασανιστήρια, οι απαγχονισμοί, ο ηρωικός θάνατος του Αυξεντίου, οι αγώνες και θυσίες της κυπριακής νεολαίας, που μεταμόρφωσαν τον Γρίβα της κατοχικής «Χ» του Θησείου σε στρατηγό Διγενή και σημείωσαν το τελευταίο έπος του Ελληνισμού – με την επίσημη Ελλάδα σε χλιαρή συμπαράσταση…

Η σύνοδος της πενταμερούς στο Λονδίνο

Στις 11 Φεβρουαρίου 1959 η είδηση της ελληνοτουρκικής συνάντησης στη Ζυρίχη και εν συνεχεία της Συμφωνίας έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στην ομογένεια. Ακολούθησαν τα γεγονότα στο Λονδίνο, που προηγήθηκαν της υπογραφής της πενταμερούς συμφωνίας, των οποίων ο γράφων υπήρξε μάρτυρας – στον επιτρεπόμενο βαθμό. Πρώτη έφθασε η ελληνική αντιπροσωπεία, από τους Κωνσταντίνο Καραμανλή, Ευάγγελο Αβέρωφ και Δημήτριο Μπίτσιο, τον επικεφαλής τότε της διπλωματικής υπηρεσίας και αργότερα συντάκτη των περίφημων επιστολών του βασιλιά Κωνσταντίνου προς τον Γεώργιο Παπανδρέου. Εγκαταστάθηκαν στο ξενοδοχείο Κλάριτζες. Αργότερα, με ανώμαλη προσγείωση που λίγο έλειψε να τους σκοτώσει, έφθασαν, σε κατάσταση εμφανούς κλονισμού, οι Τούρκοι, πρωθυπουργός Μεντερές, ΥΠΕΞ Ζορλού, διπλωμάτες και κουστωδία δημοσιογράφων, μεταξύ των οποίων ενθυμούμαι, για τον εθνικιστικό ζήλο του, κάποιον Σάμι Κοέν, που μέχρι πρόσφατα αρθρογραφούσε. Ακολούθησε η άφιξη του Μακαρίου από την Αθήνα, ο οποίος κατέλυσε στο ξενοδοχείο Ντόρτσεστερ. Και από τη Λευκωσία η αντιπροσωπεία 35 ελληνοκυπρίων προκρίτων (μελών της Εθναρχίας, δημάρχων, διευθυντών εφημερίδων, μεταξύ των οποίων και ο Νίκος Κρανιδιώτης, μετέπειτα πρεσβευτής στην Αθήνα) και άλλων διακεκριμένων Κυπρίων, η οποία κατέλυσε σε άλλο ξενοδοχείο. Ο Μακάριος τους είχε καλέσει ως κατά τεκμήριο εκπροσώπους της λαϊκής βούλησης, που είχε εκφραστεί, στην αφετηρία του αγώνα, με το δημοψήφισμα για την Ένωση. Υπολόγιζε να τους έχει παραστάτες και έρεισμα στην άρνησή του να υπογράψει την εκκολαπτόμενη συμφωνία ή πάντως να αποσπάσει δραστική βελτίωση των όρων. [Πολύ μεταγενέστερες πληροφορίες ανέφεραν ότι σε συνομιλία του με την Μπάρμπαρα Καστλ (βουλευτίνα του Εργατικού Κόμματος και «αντιπολιτευόμενη» την πολιτική ΜακΜίλλαν στο Κυπριακό), η οποία –μήνες προ τη Ζυρίχης– τον είχε επισκεφθεί στη Μεγάλη Βρετάνια, ο Μακάριος άφησε να εννοηθεί ότι θα δεχόταν λύση ανεξαρτησίας. Η Βρετανία κεφαλαιοποίησε την υποχώρηση και κίνησε τα νήματα προς τη Ζυρίχη. Η κυβέρνηση Καραμανλή υποστήριξε αργότερα ότι ο Μακάριος είχε ενημερωθεί τηλεφωνικώς από τη Ζυρίχη για τους όρους της συμφωνίας και συγκατένευσε, κάτι που ο ίδιος ουδέποτε επιβεβαίωσε.]

Το δραματικό ελλαδοκυπριακό παρασκήνιο

Σκηνή του δράματος στο Λονδίνο ήταν η ελληνική πρεσβεία στην Άπερ Μπρουκ Στριτ. Πρεσβευτής ήταν ο Γεώργιος Σεφεριάδης, σύμβουλος Τύπου ο Αλέξανδρος Ξύδης, μετέπειτα πρέσβης, συγγραφέας και φίλος του γράφοντος, ο οποίος προσπάθησε, πολλά χρόνια μετά, να τον πείσει ότι ο Σεφέρης ήταν κατά της συμφωνίας. Οπωσδήποτε και οι δύο και το σύνολο του προσωπικού της πρεσβείας κάλυψαν με σιγή τάφου τα όσα διαδραματίζονταν στο εσωτερικό της, κατά τις αλλεπάλληλες ελλαδοκυπριακές διαπραγματεύσεις… Μοναδική, περιορισμένη, πηγή της όποιας ενημέρωσης του γράφοντος ήταν ο σοφός σύμβουλος του Μακαρίου και τότε εκπρόσωπός του στο Λονδίνο, Ζήνων Ρωσσίδης, νομικός διεθνούς εμβέλειας, εύστροφος διπλωμάτης και μετέπειτα πρεσβευτής της Κύπρου στα Ηνωμένα Έθνη, με τον οποίο είχαμε συνδεθεί με οικογενειακή φιλία. Αυτός και η Τύχη. Κατά βάσιν οι ανταποκριτές στηριχθήκαμε στις εύγλωττες οπτικές παραστάσεις και σε ελάχιστα ακούσματα.

Καραμανλής και Αβέρωφ, πλαισιωμένοι από τον πρέσβη και τον Μπίτσιο, υποδέχονταν τον Μακάριο στον πρώτον όροφο της πρεσβείας. Αργότερα οι λίγοι έλληνες ανταποκριτές στην είσοδο του κτιρίου (δωρεά του Σερ Μπάζιλ Ζαχάρωφ, φίλου του Βενιζέλου και της οικογένειας Ρότσιλντ) έβλεπαν στην αρχή την ολιγομελή επιτροπή της κυπριακής αντιπροσωπείας να καταφθάνει και να μπαίνει ευδιάθετη και ευπροσήγορη προς τους εκπροσώπους του αθηναϊκού Τύπου. Ακολουθούσαν συσκέψεις δυσοίωνης διάρκειας και αναμονής μας μπροστά στην κλειστήν εξώπορτα, που κάποτε άνοιγε για να βγουν πρόσωπα σκοτεινά, πελιδνά και αμίλητα. Ο Μακάριος συχνά παρέμενε για να υποστεί τις κατ’ ιδίαν πιέσεις, κατά τη διάρκεια γεύματος με την ελλαδική ηγεσία. Αυτό επαναλήφθηκε τρεις φορές, αν ενθυμούμαι καλά, επί σειράν ημερών. Αρκετών πάντως για να διαβάσει ο πρέσβης δημοσίευμα της «Ελευθερίας» και να μου πετάξει, στη σκάλα της πρεσβείας, όπου διασταυρωθήκαμε σε ώρα ανάπαυλας, τη φράση: «Ώστε δηλητηριώδη γεύματα σερβίρουμε στον Μακάριο, κύριε Στυλιανού;» Η απάντησή μου δεν έχει ενδιαφέρον και η στιχομυθία αναφέρεται μόνον ως χαρακτηριστική του υπερφορτισμένου κλίματος.

«Του τηλεφώνησε η βασίλισσα…»

Κατά τη διάρκεια της εμφύλιας «διπλωματικής» μάχης οι Τούρκοι ανέμεναν, οι Βρετανοί κρατούνταν ενήμεροι από τον Μπίτσιο, αλλά αναζητούσαν και πρόσθετες πληροφορίες, και το ελληνικό στοιχείο του Λονδίνου ζούσε σε κατάσταση διαρκούς υπερέντασης και αγωνιώδους αναμονής για την τελική έκβαση.

Κάπου μεταξύ αυτών των «γύρων» ο υπογράφων πετάχτηκε στο ξενοδοχείο του Μακαρίου, το Ντόρτσεστερ, σε μικρή απόσταση από την πρεσβεία. Πριν προχωρήσω προς τους ορόφους διασταυρώθηκα με γνωστό μου ανάπηρο της ΕΟΚΑ, που είχε έλθει να ενταχθεί στην υπηρεσία του Εθνάρχη και κατέβαινε από το διαμέρισμά του. Ήταν σε κατάσταση έντονης ταραχής. Τον ερώτησα τι του συμβαίνει. Με δυσκολία στην άρθρωση μου απάντησε:

– Τι συμβαίνει; Μα μόλις του τηλεφώνησε η βασίλισσα!

– Βασίλισσα; Η Ελισάβετ;

– Ποια Ελισάβετ; Η Φρειδερίκη…

Η είδηση ήταν την επομένη κορυφαίο πρωτοσέλιδο, αποκλειστικότητα της «Ελευθερίας». Το βράδυ ξέσπαγε πάταγος με επεισόδια στη Βουλή, με τον Μπρεδήμα να πετά κάποιο αντικείμενο κατά της προεδρικής έδρας. Την επομένη το τηλεφώνημα της Φρειδερίκης ήταν είδηση στη βρετανική «Γκάρντιαν» και ο διευθυντής του «Φιλελευθέρου» της Κύπρου, μέλος της αντιπροσωπείας, Νίκος Κρανιδιώτης, είπε στον ανταποκριτή της, τον Κώστα Χατζηαργύρη, να στείλει την είδηση, παρά τη διήμερη καθυστέρηση. Ενήμερη για την άρνηση του Μακαρίου να υπογράψει, η Φρειδερίκη είχε αναγκασθεί να προσθέσει το βάρος του στέμματος στις κυβερνητικές πιέσεις.

Ακολούθησε ο τελευταίος ελλαδο-κυπριακός γύρος στην ελληνική πρεσβεία.

Αυτήν τη φορά οι κύπριοι αντιπρόσωποι μπήκαν σφιγμένοι και σκυθρωποί. Κατά την έξοδό τους, πολύ ώρα αργότερα, βγήκαν ιδιαίτερα ταραγμένοι και μερικοί έξαλλοι. Στόματα άνοιξαν για πρώτη φορά στους δημοσιογράφους. Μίλησαν ανοικτά για αφόρητες πιέσεις. Τους είχαν πει ότι ο Μακμίλλαν απειλεί με διχοτόμηση ή να εξαπολύσει τους Τούρκους. Μας μετέφεραν προειδοποίηση του Αβέρωφ ότι η ελληνική κυβέρνηση έπραξε τα μέγιστα για να αποσοβήσει τον κίνδυνο αιματοχυσίας και ότι αυτοί πλέον έχουν ακεραία την ευθύνη. Χρησιμοποίησε και τη φράση, που μένει χαραγμένη στη μνήμη: «Το επαπειλούμενο αίμα εφ’ υμών και επί των τέκνων υμών».

Αλλά ούτε το τηλεφώνημα της Φρειδερίκης, ούτε οι «προειδοποιήσεις» των συνομιλητών του στο Λονδίνο λύγισαν τον Μακάριο. Η ελλαδική αντιπροσωπεία πέτυχε τελικά τον στόχο της με πλάγια μέσα: τραβώντας το χαλί κάτω από τα πόδια του. Δουλεύοντας παράλληλα και μεθοδικά στο παρασκήνιο, τον απογύμνωσαν από τη θωράκιση της κυπριακής αντιπροσωπείας. Πλησίαζαν έναν έναν τους αντιπροσώπους και τους «έψηναν». Διατηρώ αδρή την εικόνα με τους αντιπροσώπους σε συντροφιές, γύρω από τραπέζια, στο γυάλινο αίθριο του ξενοδοχείου, με τον αεικίνητο Μπίτσιο, κομψό, λυγερό, με μαύρο κολλημένο μαλλί σε χωρίστρα, δίπλα στον Δέρβη, δήμαρχο της Λευκωσίας, και έπειτα σε άλλους και σε άλλους, εντοπισμένους στόχους, να τους «επεξεργάζεται», με διπλωματικό κοκτέιλ προειδοποιήσεων και δελεασμού, για οφίκια, υπουργεία και άλλους καρπούς της «ανεξαρτησίας». Το κυπριακό μέτωπο των προκρίτων τελικά φυλλορρόησε, ο Μακάριος απομονώθηκε. Κατά της υπογραφής της συμφωνίας τού απέμειναν μόνο οκτώ αντιπρόσωποι, οι αγωνιστές Παπαδόπουλος και Λυσσαρίδης και οι αριστεροί δήμαρχοι. Η «διπλωματική μάχη» είχε κριθεί.

Αργότερα ο Ζήνων Ρωσσίδης μου αφηγήθηκε ότι τη νύκτα προ της υπογραφής έμεινε άγρυπνος. «Κατέτρωγα την στρωμνήν, αναζητώντας την οδό διεξόδου». Για τον Μακάριο και για τη σωτηρία της Κύπρου. Το πρωί της επομένης τού είπε: «Σήκω και φύγε και τα πάντα ματαιώνονται». Ο Μακάριος δεν ακολούθησε την εισήγηση του συμβούλου του, προφανώς αναλογιζόμενος τις συνέπειες της ρήξης με την κυβέρνηση της Ελλάδας, την κρίση που θα ακολουθούσε και τον συνακόλουθο εθνικό διχασμό.

Το απόγευμα (19 Φεβρουαρίου 1959), στην πενταμερή διάσκεψη υπό τον Μακμίλλαν, στο Λάνκαστερ Χάουζ, υπογραφόταν η συμφωνία Ζυρίχης – Λονδίνου, για μια λύση που, υπό το ψευδώνυμο της «ανεξαρτησίας», εγκαθιστούσε την Τουρκία «εγγυήτρια» και υποβολέα των κυπριακών εξελίξεων και εκχωρούσε στη Βρετανία μόνιμες κυρίαρχες στρατιωτικές βάσεις και δυνατότητες ανάμειξης, δολοπλοκιών και διαιώνισης της διακοινοτικής σύγκρουσης και της επικυριαρχίας.

Πρωθυπουργικό επεισόδιο και επίλογος

Το βράδυ, στο σαλόνι με τους καθρέφτες του ξενοδοχείου Κλάριτζες, δόθηκε από την ελλαδική αντιπροσωπεία εορταστική δεξίωση, στην οποία ο πρωθυπουργός της Ελλάδας εκφώνησε πανηγυρικό λογύδριο, εξαίροντας την ιστορική σημασία της συμφωνίας, που καθιστούσε την Κύπρο «γέφυρα φιλίας με τη γείτονα και σύμμαχο Τουρκία» – ή κάπως έτσι. Σε παρατήρηση του γράφοντος ότι οι Τούρκοι είναι αυτοί που είχαν λόγους να πανηγυρίζουν, ο πρωθυπουργός διέκοψε, τον άρπαξε από τα πέτα (το συνήθιζε τότε) και ταρακουνώντας τον πρόσθεσε κάτι γι’ αυτούς τους μικρούς ανθρώπους που επιχειρούν να μειώσουν τη μεγάλη ιστορική στιγμή». Το σύντομο επεισόδιο έληξε με την προσέγγιση των άλλων ανταποκριτών που πλαισίωσαν τον συνάδελφό τους, αλλά την επομένη απασχόλησε τον αθηναϊκό Τύπο και ανιχνεύεται σε ανταπόκριση των «Νέων».

Αργότερα ο δημοσιογράφος, κατάκοπος, περίλυπος και κατησχυμένος, όδευε με ψιλόβροχο από την Παρκ Λέιν προς την κατοικία του, Έτζγουερ Ρόουντ και Μποντ Στριτ, με τη φορητή γραφομηχανή Ηermes στο χέρι και με το ασήκωτο βάρος της αίσθησης πως όλα είχαν χαθεί. Είχαν ματαιωθεί οι αγώνες, οι ηρωισμοί, οι θυσίες και το όραμα μιας Ελλάδας αναγεννημένης από το τέλμα της μικρότητας, της υποτέλειας και της μιζέριας.

Μετά την επιστροφή των Καραμανλή και Αβέρωφ και την ανακοίνωση των όρων της συμφωνίας, στη συζήτηση στη Βουλή όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης της άσκησαν σκληρή κριτική. Μεταξύ των ομιλητών και ο Κώστας Μητσοτάκης.

Έναν χρόνο αργότερα υπογραφόταν η βρετανοκυπριακή επιμέρους συμφωνία για τις βάσεις. Τον μεθεπόμενο χρόνο γινόταν η πολυπόθητη βασιλική επίσκεψη στο Λονδίνο, που από όνειρο της Φρειδερίκης αποδείχτηκε φιάσκο και εφιάλτης, με τους διαδηλωτές και την κ. Αμπατιέλου να την καταδιώκουν σε κάθε της βήμα και να συμπλέκονται με την έφιππη αστυνομία στους κεντρικούς δρόμους της μεγαλούπολης, τροφοδοτώντας φωτογραφίες και πολύστηλες περιγραφές στον βρετανικό Τύπο. Ακολούθησε η δυσμένεια στον Καραμανλή και ο συρμός των γνωστών εσωτερικών ανατροπών.

Τέσσερα χρόνια μετά την υπογραφή ο Καραμανλής έφευγε στο Παρίσι, ενώ ο Μεντερές και Ζορλού είχαν απαγχονιστεί. Και στην Κύπρο είχε αρχίσει να καταρρέει στο αίμα το οικοδόμημα της Ζυρίχης και του Λονδίνου, που σημάδεψε την εθνική καμπή από την ελπίδα εθνικής ανάτασης στη σημερινή αθλιότητα. Πικρή η σκέψη πως οι ανταποκρίσεις για τις συνέπειες της συμφωνίας επαληθεύθηκαν κατά κεραία.

Τώρα αναμένεται να γραφτεί από τους επιγόνους ο επίλογος στο κυπριακό κεφάλαιο του εθνικού εκφυλισμού.


Σχολιάστε εδώ