Μια φορά και έναν καιρό

Με δυο λόγια αγνοήσαμε ένα κεντρικό κομμάτι της πρωτεύουσας, στα σύνορα με την Ομόνοια και την πλατεία Βάθης, που κάποτε υπήρξε θεατρική γειτονιά, όπου θίασοι με κορυφαίους ηθοποιούς παρουσίαζαν ό,τι πιο πνευματώδες γραφόταν, κυρίως επιθεωρήσεις, που τα τραγούδια τους ακόμα ζουν και τραγουδιούνται. Τότε, που ήταν αδιανόητο να πάνε έστω και στο θερινό θέατρο οι άνδρες χωρίς σακάκι και γραβάτα, ακόμη και στη “λαϊκή απογευματινή” που άρχιζε στις 7, με ντάλα ήλιο… κατακαλόκαιρου.

Ξεκινώντας την περιήγηση τιμής ένεκεν από την «Πράσινη Ταβέρνα», που το κατάφυτο οικόπεδό της το πήρε ο θεατράνθρωπος Φώτης Σαμαρτζής και το μετέτρεψε στον πιο πολυσύχναστο και δροσερό θερινό μας θέατρο, το «Θέατρο Σαμαρτζή», που αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους θεατρόφιλους τους πάντα παρόντες σε όποιο έργο ανέβαζε. Η ζωή του θεάτρου κράτησε ως την ημέρα που ο ΟΣΕ οικοδόμησε στη θέση του τα κεντρικά γραφεία του. Λίγο παρακάτω «άνοιγε αυλαία» το θέατρο της Σοφίας Βέμπο με τις αξέχαστες επιθεωρήσεις των Βασιλειάδη-Τραϊφόρου και πιο κει το… αειθαλές «Περοκέ» που κάηκε, αλλά σαν τον φοίνικα τον αναγεννώμενο, αναστήθηκε εκ της τέφρας του κραταιό, με συνεχή παρουσία ως σήμερα. Παραπέρα ευρίσκετο το πασίγνωστο κινηματοθέατρο «Λαού» που έγραψε κι αυτό τη δική του ιστορία, μέχρι που πέσανε τα αδυσώπητα γράμματα «THE END» στην οθόνη της ζωής του… Δεν νομίζω κατόπιν ότι υπήρχανε πολλοί που δεν ήξεραν την ονομαστή ταβέρνα «Ο Εργάτης» στη πλατειούλα του Μεταξουργείου, που έγινε συνώνυμη με το καλό και φτηνό φαγητό. Την περιοχή του Αγίου Παύλου διάλεξε ο Φίνος για το στούντιο και τα εργαστήρια της Φίνος Φιλμς, στον δε αντίποδα, αρκετά μακριά βέβαια, αλλά στον ίδιο άξονα, κοντά στο Καπνεργοστάσιο στήθηκε το πρώτο ιδιωτικό τηλεοπτικό στούντιο, το ΑΤΑ, από το πλατό του οποίου, με τα πρωτόγονα τότε μέσα, βγήκανε στον αέρα «σειρές» που άφησαν εποχή. Ιστορικό υπήρξε επίσης το «Αλκαζάρ» δίπλα στο ξενοδοχείο «Άστρα» που λειτουργούσε πότε σαν κινηματογράφος και άλλοτε πάλι σαν βαριετέ. Από τη σκηνή του πρωτακούστηκε η βροντερή φωνή του Ορέστη Λάσκου ν’ απαγγέλει: «Μάνα μου Αρβανίτισσα, χωριάτισσα, κυρα-Μαριγώ…», ένα ελεγείο για τον σκοτωμένο στον πόλεμο αδελφό του, τον Βασίλη Λάσκο, κυβερνήτη του υποβρυχίου «Κατσώνης». Ήταν ένας αξιόλογος ποιητής ο Ορέστης Λάσκος που η «ιντελιγκέντσια» για τους δικούς της λόγους τον αγνοεί. Πυκνοκατοικημένη ήταν η περιοχή, πολυάριθμοι ήσαν και οι ταξιδιώτες που κατέφθαναν με τα τρένα καθημερινά από ολόκληρη την Ελλάδα, γιατί το τρένο κάποτε ήταν το μοναδικό συγκοινωνιακό μέσον που συνέδεε την πρωτεύουσα με την επαρχία. Και τρέχανε πρωί πρωί οι κάτοικοι πηγαίνοντας στη δουλειά τους, να περάσουν τη σιδερένια γέφυρα πάνω από τον σταθμό Λαρίσης, για να προλάβουνε το κίτρινο λεωφορείο της Πάουερ, πριν φτάσει η αμαξοστοιχία από τον Βόλο και ξεχυθούνε οι επιβάτες, με τις βαλίτσες και τις καλαθούνες με τα πεσκέσια, να καταλάβουν δι’ εφόδου τα λεωφορεία…

Τα χρόνια εκείνα τα παλιά, η νοσταλγία των ξενιτεμένων για τη πατρίδα τούς έτρεφε την προσδοκία να γυρίσουνε με λεφτά στον τόπο τους και να ευεργετήσουν τη γη όπου γεννήθηκαν. Δεν απέβλεπαν με τα «κεφάλαιά τους» στην «κονόμα» αλλά να καταστούν όσο γίνεται πιο χρήσιμοι. Πάνω στα δεδομένα αυτά, επιστρέφοντας από την Αμερική ο Αρκάς Θ. Παπανικολάου είδε την κίνηση των σιδηροδρομικών σταθμών, που αποτελούσαν την πύλη της Αθήνας, και αποφάσισε την ανέγερση ενός ξενοδοχείου που θα προσφέρει κάτι παραπάνω από τα καθιερωμένα, που θα συνδυάζει την πολυτέλεια μαζί με μια φιλόξενη ατμόσφαιρα και θα απευθύνεται ταυτόχρονα στο ευρύ κοινό.

Σε κοντινή απόσταση από τον σταθμό Λαρίσης έχτισε το ξενοδοχείο «Άστρα», ένα μεγαλοπρεπές για την Αθήνα του 19ου αιώνος οικοδόμημα. Ήταν ένα πρωτοποριακό κτίριο που διέθετε θέρμανση με καλοριφέρ, ζεστό νερό όλο τον χρόνο και βιβλιοθήκη με πληθώρα βιβλίων. Ο διάκοσμος στο εσωτερικό του, με τα πολύχρωμα γύψινα που στόλιζαν την οροφή όλων των χώρων, από την είσοδο και την υποδοχή ως τους κοιτώνες, δημιουργούσαν ένα επιβλητικό περιβάλλον ιδανικό για κάθε λογής εκδηλώσεις, επίσημους χορούς και φιλολογικές βραδιές ή διαλέξεις. Τα ευρύχωρα σαλόνια του εξοπλίσθηκαν με γραμμόφωνο, ραδιόφωνο και άλλα σύγχρονα μέσα, που ελάχιστα ξενοδοχεία διέθεταν, για την ευχάριστη διαμονή και την ψυχαγωγία των πελατών. Αρκετοί «επώνυμοι», κυρίως πολιτικοί και καλλιτέχνες, ήσαν μόνιμοι ένοικοι. Το εστιατόριό του και τον δροσερό του κήπο, όπου το καλοκαίρι λειτουργούσε «αναψυκτήριον» με ορχήστρα και γνωστούς τραγουδιστές, το καθιέρωσαν οι Αθηναίοι σαν κοσμικό τους στέκι. Ένα πλήθος κόσμου, και ιδίως ωραιόκοσμου με καπελίνα και συναρπαστικές τουαλέτες, μαζευόταν υπό τον… έναστρο ουρανό για ευχάριστες βεγκέρες με παγωτό, κουτσομπολιό και… θάψιμο.

Μέσα στο κλίμα αυτό, παρότι ήταν ξενοδοχείο ύπνου, συγκέντρωνε τους… ξενύχτηδες στον κήπο του. Καλλιτέχνες ηθοποιοί, συγγραφείς και σκηνοθέτες, που πάντα μετά τις παραστάσεις κατέληγαν σε κάποιο καφενεδάκι και μ’ έναν καφέ ή μια γκαζόζα, περίμεναν να ξημερώσει κάνοντας πλάκες και σκαρώνοντας φάρσες εις εαυτούς και αλλήλους, τιμούσαν δεόντως με την… αϋπνία τους τα «Άστρα»…

Κοντά στα ξημερώματα, -γράφει ο Αλέκος Σακελλάριος- ερχόντανε καθημερινά από το Μενίδι μια φάλαγγα από γαϊδούρια που κατευθύνονταν φορτωμένα με ζαρζαβατικά στη Λαχαναγορά. Οι μανάβηδες κοιμούνταν βολεμένοι επάνω στα ζώα, έχοντας αφήσει τη φροντίδα της οδήγησης στον επικεφαλής γάιδαρο που ήξερε τον δρόμο προς τον προορισμό τους και προχωρούσε με… αυτοπεποίθηση. Βλέποντάς τα να περνάνε μιαν αυγή, ο γνωστός ηθοποιός Κώστας Δούκας διέκοψε την ανία που είχε αρχίσει να επικρατεί, και έθεσε στη παρέα των ξενύχτηδων το φιλοσοφικό ερώτημα:

«Αν πιάσω τον πρώτο γάιδαρο από το καπίστρι του και τον στρίψω προς τα πίσω, τι θα γίνει;» Την απάντηση την έδωσε ο Χρήστος Γιαννακόπουλος:

«Θα κατεβούν οι μανάβηδες και θα σε πλακώσουν στο ξύλο»… Ο Δούκας επέμενε πως αν γυρίσει το πρώτο θα γυρίσουνε όλα και κανείς δεν θα πάρει πρέφα. Και για απόδειξη προχώρησε αμέσως στο πείραμα. Έπιασε… ευγενικά τον πρώτο γαϊδαράκο, τον έστριψε και τον ακολούθησαν οι υπόλοιποι, ενώ η παρέα ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Το επανέλαβαν την επομένη με δράστη τον ίδιο τον Σακελλάριο και είχε πάλι επιτυχία. Έστριψαν το πρώτο, τα άλλα ακολούθησαν… αδιαμαρτύρητα και όταν ξύπνησαν οι μανάβηδες, ξαναβρέθηκαν πάλι αντί για την αγορά, στην αφετηρία τους. Η «πλάκα» έγινε ευρύτατα γνωστή στους θεατρικούς κύκλους που αθρόοι κατέφθασαν την επομένη να παρακολουθήσουν το θέαμα με τους κοιμισμένους χωριάτες που σίγουρα θα έσπαγαν το κεφάλι τους για το… θαύμα.

Το στρίψιμο στον… τρίτο γύρο ανέλαβε να εκτελέσει ο ηθοποιός Μίμης Κοκκίνης, με τα «γουρλωμένα μάτια» και την περίεργη φωνή. Μόλις όμως πλησίασε και έπιασε το ζώο από το καπίστρι, οι μανάβηδες που δεν πίστευαν πως ήταν συμπτώσεις τα αλλεπάλληλα αυτά πισωγυρίσματα και υποδύονταν τους κοιμισμένους, πήδηξαν και τον συνέλαβαν επ’ αυτοφώρω, θεωρώντας τον απεχθή σαμποτέρ… Γλίτωσε από τα χέρια τους επειδή προσέτρεξε η παρέα ψελλίζοντας δικαιολογίες, οι χωρικοί τον αναγνώρισαν και όπως ήταν ο Κοκκίνης πολύ δημοφιλής ηθοποιός, του έδωσαν συγχωροχάρτι… Η πορεία του ξενοδοχείου μέσα στον χρόνο, συνεχίστηκε με τη φροντίδα των ανιψιών του ιδιοκτήτη Π. Μητράκου και Θ. Παπανικολάου, μέχρι το 1995 που γράφτηκε το μοιραίο «Τέλος» και όπως τόσα κτίρια με ιστορία, που κάποτε στόλιζαν την Αθήνα, το έφαγε κι αυτό η μαρμάγκα… Και ευτυχώς που στον σταθμό του μετρό της πλατείας Καραϊσκάκη, ο Αλέκος Φασιανός ζωντανεύει με τον πίνακά του που έχει τίτλο «Ο Μύθος της γειτονιάς», την περιοχή όπου μεγάλωσε.

Οι ξεθωριασμένες ζωγραφιές, οι κιτρινισμένες φωτογραφίες και οι αναμνήσεις που μας απόμειναν είναι μια «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» μέσα στη σημερινή άδεια ζωή μας…


Σχολιάστε εδώ