Μια ακόμα έκθεση με επτά (απαισιόδοξες) αναγνώσεις!
Η επισήμανση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, πολύπειρου και ειδικού περί τα δημοσιονομικά, καθηγητή Γιώργου Προβόπουλου, κατά την παράδοση στον πρόεδρο της Βουλής, Δημήτρη Σιούφα, της Ενδιάμεσης Έκθεσης για τη νομισματική πολιτική 2008 – 2009, ότι «πρέπει να υιοθετήσουμε πολυετές σχέδιο, το οποίο θα περιλαμβάνει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που δεν υλοποιήθηκαν τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, με άμεση προτεραιότητα τη δημοσιονομική εξυγίανση» παρουσιάζει για μιαν ακόμα φορά το πολιτικό και οικονομικό δράμα της χώρας μας κατά την τελευταία κυρίως τριακονταπενταετία. Δηλαδή, πήγαν χαμένα άλλα δεκαπέντε χρόνια και μάλιστα όταν ήταν ευνοϊκότατο τόσο το ελληνικό όσο και το διεθνές οικονομικό περιβάλλον και, κυρίως, η χώρα μας είχε περιβληθεί την ασπίδα του ευρώ. Μια τέτοια περίοδο δεκαπέντε ετών με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης κατά μέσον όρο γύρω στο 4% και με έσοδα από αποκρατικοποιήσεις πάνω από 25 δισ. ευρώ δύσκολα θα ξαναβρούν ελληνικές κυβερνήσεις για να προωθήσουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και να βγάλουν τη χώρα από το μόνιμο οικονομικό αδιέξοδο, από τη μόνιμη πολυετή οικονομική κρίση και κοινωνική αποσύνθεση. Προηγήθηκαν οι γνωστές χαμένες δεκαετίες του 1980 και του 1990, όταν η χώρα μας είχε γίνει το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης, σύμφωνα με χαρακτηρισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μεγάλων διεθνών οργανισμών, μερίδας του ξένου και ελληνικού Τύπου και, φυσικά, της εκάστοτε ελληνικής αντιπολίτευσης!
Πέραν όμως από την απογοητευτική αυτή διαπίστωση, η οποία γίνεται πιο μελαγχολική καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη η δεινή διεθνής οικονομική κρίση, η νέα Ενδιάμεση (του Φεβρουαρίου) Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη νομισματική πολιτική 2008 – 2009, επιδέχεται άλλες έξι απαισιόδοξες αναγνώσεις, οι οποίες κάνουν το εγχώριο οικονομικό περιβάλλον και τις προοπτικές ακόμα πιο δυσοίωνες.
Πρώτον, στη χώρα μας πρέπει να ξεχάσουμε πια την ανοδική οικονομική δραστηριότητα, αφού το 2009 θα είναι υποτονική και η δυσμενής αυτή εξέλιξη θα προσδιορίζεται από παράγοντες που όλες σχεδόν οι εκάστοτε αντιπολιτεύσεις ξόρκιζαν την τελευταία κυρίως δεκαπενταετία, δηλαδή από τη χορήγηση πιστώσεων προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά βάσει αυστηρότερων κριτηρίων και, συνακόλουθα, από τη σημαντική υποχώρηση των προσδοκιών (εμπιστοσύνης) των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, η οποία συνεπάγεται μείωση της ροπής για κατανάλωση και επενδύσεις σε κατοικίες και ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Έτσι, εκτιμάται ότι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα περιοριστεί (πιο αισιόδοξη πρόβλεψη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή) στο 0,5% από 4% που ήταν κατά μέσον όρο την τελευταία δεκαπενταετία!
Δεύτερον, οι επιπτώσεις από τη δυσοίωνη αυτή πρόβλεψη θα είναι ακόμα πιο εφιαλτικές για την πραγματική οικονομία και την κοινωνική συνοχή, αφού η ανοδική τάση της απασχόλησης θα ανακοπεί και η ανεργία θα αυξηθεί.
Τρίτον, ενώ ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στη χώρα μας θα υποχωρήσει στο 1,8% ή και χαμηλότερα το 2009, ο πυρήνας του πληθωρισμού θα μειωθεί πολύ λιγότερο, παραμένοντας σχετικά υψηλός (στο 3,0-3,1% από 3,4% το 2008), διότι αντανακλά έντονες διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και της ελληνικής αγοράς.
Τέταρτον, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα εξακολουθήσει να είναι υψηλό και ενδέχεται να διευρυνθεί και οφείλεται στις βασικές μακροοικονομικές ανισορροπίες και τις χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες κυρίως του δημόσιου τομέα.
Πέμπτον, υπάρχουν μεγάλα περιθώρια εξοικονόμησης εσόδων από την περιστολή της σπατάλης και της φοροδιαφυγής, αλλά αυτό συνεπάγεται πολλαπλό κόστος. Επίσης, τονίζεται ότι η προσπάθεια μείωσης του ελλείμματος είναι ανεπαρκής, καθώς υπάρχουν τεράστια περιθώρια για μείωση της σπατάλης στο στενό και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και χρειάζονται επιπλέον μέτρα και μάλιστα μόνιμου και διαρθρωτικού χαρακτήρα για τη συγκράτηση του ελλείμματος και τη μείωση του χρέους.
Έκτον, βασικές αιτίες του μεγάλου προβλήματος είναι η υστέρηση της εγχώριας συνολικής αποταμίευσης σε σύγκριση με τις εγχώριες συνολικές επενδύσεις, η συνεχιζόμενη υποχώρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας κόστους και τιμών των ελληνικών προϊόντων και το χαμηλό επίπεδο της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Εβδομον, οι επιφυλάξεις των αγορών για τις δημοσιονομικές προοπτικές και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επηρεάζουν δυσμενώς τους όρους εξωτερικού δανεισμού του Δημοσίου, με επιπτώσεις που διαχέονται σε όλη την οικονομία.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος επισήμανε ότι «εάν ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των αγορών και των οικονομικών φορέων είναι εφικτό μια εκ πρώτης όψεως συσταλτική δημοσιονομική πολιτική να έχει επεκτατικό αποτέλεσμα. Αντίθετα, στις σημερινές συνθήκες, μια φαινομενικά επεκτατική πολιτική θα κατέληγε εκ των πραγμάτων να είναι συσταλτική, διότι θα είχε πολλαπλό κόστος, άμεσο και μεσοπρόθεσμο».
Δυστυχώς, όλα αυτά ηχούν εις ώτα μη ακουόντων…