Μεταρρυθμίσεις σε «κενό χρόνου»;

Αν ο Εθνικός μας Ποιητής στο λυκαυγές του Αγώνα για την Εθνική Ανεξαρτησία ισοστάθμιζε την Ελευθερία με τη Γλώσσα, το νεοελληνικό κράτος, κατά βάσκανο μοίρα, στις παρεμβάσεις του, είτε με τη μορφή των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, είτε με τη μορφή των παρεμβάσεων στην ίδια τη δομή της γλώσσας, έθετε διαδοχικά στο «πειθαρχείο» ολόκληρα τμήματα του γλωσσικού μας πλούτου. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο παρενέβαλε εμπόδια στη ροή και τη φυσική εξέλιξη του γλωσσικού μας οργάνου και οδηγούσε τη μια γλωσσική περίοδο σε αδυναμία να κατανοήσει την επόμενη ή την προηγούμενη αντίστοιχα.

Η κατάρα αυτή σχεδόν στιγματίζει τη μακρά σειρά των υπουργών Παιδείας του νεοελληνικού κράτους, είτε ως «Γλωσσαμυντόρων» είτε ως «Μαλλιαρών». Επακόλουθο, ο σχολαστικισμός και η τυπολατρία να κυριαρχήσουν επί της ουσίας και η γλωσσοπενία να αποτελεί το χαρακτηριστικό των Νεοελλήνων.

Υπήρξε, σχεδόν, φυσική νομοτέλεια πως με την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός θα προωθούσε και την κάθαρση της γλώσσας από τις οθωμανικές προσμίξεις οι οποίες ουδέ καν εμπλούτιζαν την ελληνική γλώσσα με όρους και λέξεις που απουσίαζαν από τον γλωσσικό μας πλούτο.

Άλλωστε αυτή η ανάγκη της κάθαρσης και της αποκοπής από μια περίοδο 400 και πλέον χρόνων δουλείας οδήγησε και την πιο φωτισμένη μερίδα του κλήρου του αρτισύστατου ελληνικού κράτους να διακηρύξει και να επιβάλει το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που στα μάτια των ελεύθερων Ελλήνων -τουλάχιστον της πλέον προχωρημένης μερίδας τους- φάνταζε ως συνέχεια της υποταγής στον βάρβαρο δυνάστη.

Βεβαίως στο πλαίσιο των «κάθετων λύσεων», που χαρακτηρίζουν την ιστορία του ελληνικού πολιτισμού, η διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνότητας δεν διακινήθηκε εκτός των πλαισίων αυτών. Επένδυσε με τη μέγιστη οξύτητα την προσπάθεια αντιμετώπισης των γλωσσικών αυτών προβλημάτων. Με επακόλουθο το Γλωσσικό Ζήτημα να αποτελέσει καθοριστικό στοιχείο στη νεοελληνική ανέλιξη.

Ο Άρης Σπηλιωτόπουλος, ο νέος υπουργός Παιδείας, δεν κατόρθωσε να εξορκίσει αυτή την «εθνική μας κατάρα».

Ο νέος τρόπος αξιολόγησης του μαθήματος της έκθεσης, της λογοτεχνίας, πέραν του τρόπου εξαγγελίας του, χωρίς διάλογο, και στη συνέχεια της αντικειμενικής διαπίστωσης ότι το εκπαιδευτικό σύστημα αντί να οξύνει τις κριτικές ικανότητες του ατόμου οδηγεί στην καλλιέργεια της άκριτης αποστήθισης, οδηγεί στη διαμόρφωση ατόμων χωρίς κριτική σκέψη.

Και στο απλούστερο γλωσσικό εγχειρίδιο σημειώνεται ότι «η χρήση της γλώσσας, η ανάπτυξή της εξαρτάται από την εξάσκηση, ώστε η ικανότητα πρόσληψης να ξεπεράσει κάποια στιγμή την ικανότητα παραγωγής. Κατά συνέπεια, η επαφή με τη λογοτεχνία, την «ποιητική χρήση της γλώσσας», θα βοηθήσει τον εκφραστικό λόγο να αναπτυχθεί προς την κατεύθυνση της παραγωγής…».

Ο νέος υπουργός Παιδείας, πριν ή αναγγείλει «καινοτόμους» λύσεις, όφειλε ως μη ειδικός να προσφύγει στα φώτα των ειδικών και ειδικότερα στον συσχετισμό ανάμεσα στη διδασκαλία της γλώσσας και τη διδασκαλία της λογοτεχνίας.

Ήδη στα εκπαιδευτικά συστήματα των πλέον προηγμένων εκπαιδευτικώς χωρών (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, ακόμη και ΗΠΑ) θεωρείται σχεδόν αυτονόητο η διδασκαλία της παραδοσιακής (λατινογενούς) γραμματικής και η εκπαιδευτική αξία αυτής της διδασκαλίας στηρίζεται στην πεποίθηση ότι βελτιώνει την ικανότητα των μαθητών να χρησιμοποιούν τη γλώσσα.

Παραλλήλως οι εξελίξεις στον χώρο της θεωρίας της λογοτεχνίας δείχνουν ότι οι μέθοδοι με τις οποίες διδάσκεται η λογοτεχνία, ακόμη και η θέση της λογοτεχνίας στη διδακτέα ύλη, είναι εξίσου αμφισβητήσιμα.

Οι «ρυθμίσεις Σπηλιωτόπουλου» στο θέμα έκθεση -λογοτεχνία αποκαλύπτουν ότι ο νέος υπουργός Παιδείας δεν έχει κατανοήσει ότι το κυριότερο πρόβλημα στον συγκεκριμένο τομέα βρίσκεται ίσως στον έλεγχο των διόδων επικοινωνίας και στη διατήρηση της ικανότητας του κάθε ατόμου, του κάθε μαθητή, να παράγει αφηγηματικό λόγο (έκθεση).

Στην εποχή της «μονής κατεύθυνσης» του λόγου (τηλεόραση, κινηματογράφος ραδιόφωνο, ακόμη και η εφημερίδα), αυτό που προέχει είναι η υλική παραγωγή και το κυριότερο χαρακτηριστικό αυτής της παραγωγής στις σύγχρονες κοινωνίες είναι ο συγκεντρωτικός έλεγχος. Αποτέλεσμα: η διαμόρφωση του «Μονοδιάστατου Ανθρώπου», η διατύπωση των «σκέψεών» του με τηλεοπτικά σλόγκαν, η καταναλωτική κοινωνία και όχι μια κοινωνία όπου η παραγωγή αποτελεί παναθρώπινη δραστηριότητα.

Το καινοφανές στη νεοελληνική πραγματικότητα είναι ότι οι εκάστοτε εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις κινήθηκαν σε «κενό χρόνου». Διασκέλισαν τον ίδιο τον Νεοελληνικό Φιλοσοφικό Λόγο, ακόμη και όταν αυτός ο λόγος κινήθηκε σε όμορους πολιτικώς χώρους. Αν έχει κάποια σημασία αυτό το τελευταίο.

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, στο «κύκνειο άσμα» του («Λογοδοσία μιας ζωής») και στο κεφάλαιο «Έθνος και Γλώσσα», γράφει:

«Τα έθνη δεν γίνονται μονομιάς. Διαμορφώνονται σιγά-σιγά σε αλληλοδιάδοχα κύματα γενεών. Εκφράζουν τη διάρκεια μιας εξελισσόμενης ταυτότητας μέσα στον ιστορικό χρόνο.

Αποτελεί μια μεγάλη τιμή αλλά και ένα τεράστιο βάρος να είσαι ένα έθνος πολύχρονο που μέσα στους αιώνες δεν εξαφανίζεται αλλά ανανεώνεται κληρονομώντας μερικά βασικά γνωρίσματα -αρετές και κακίες- από προγενέστερες εποχές.

Πιστεύω ότι τέτοιο είναι το ελληνικό έθνος. Γι’ αυτό δίνω τόση σημασία στην εν χρόνω συνέχειά του, στην ταυτότητά του, στην ανάγκη η κάθε ζωντανή γενιά να έχει συνείδηση ότι συνεχίζει μια ύπαρξη αιώνων… Ένας παράγων που τεκμηριώνει κατά τόπο πολύ απτό την ενότητα εν χρόνω ενός έθνους είναι η γλώσσα …».


Σχολιάστε εδώ