ΕΔΩ, ΣΤΟΥ ΦΡΑΝΚΕΝΣΤΑΪΝ ΤΗΝ ΕΝΔΟΧΩΡΑ ΚΟΛΥΜΠΑΤΕ, ΤΩΡΑ ΜΑΣ ΒΥΘΙΣΕ ΤΟ «ΧΟΡΑ»
«Φτάσαν οι λάμιες τά στοιχειά
φτάσανε φρικαλέες
όλες φοράνε σκάφανδρα
καί περικεφαλαίες.
Ανοίγουν τάφους παλαιούς
–ζουλάπια διψασμένα–
καί τεμαχίζουν τά οστά
τώ πάλαι δοξασμένα.
Φορέστε τά γιλέκα σας
ανδρείοι Μαραθώνες
εκ τ’ ουρανού χαροποιοί
μάς βλέπουν οι αιώνες.
Οι Σαλαμίνες βάζουνε
τά κιάλια καί μάς χέζουν,
ορμήστε ως ακάθεκτοι
μαλάκες πού τήν παίζουν.
Οι Θερμοπύλες καυτερές
ψάλλουν τού Λεωνίδα:
Κάπου σέ ξέρω μάγκα μου
κάπου εγώ σέ είδα.
Οι Θεσπιείς λέγουν κι αυτοί
ωσάν παλιορεμπέτες
ιστορικά παράπονα
μέ ντέφια καί τρομπέτες.
Καί νά ο Μεγαλέξανδρος
πάνω στόν Βουκεφάλα
φονεύει μέ τήν σπάθη του
κάθε παλιοκουφάλα.
Ομνύουν οι Πανέλληνες
στήν Τόλμη καί στόν Δία
ενώ Προφήτες προμηνούν
τό μέλλον μ’ αηδία.
Αιώνες κλέους καί κλαψιάς
βία καί μιναρέδες
ενώ καπνός σηκώνεται
μέσα απ’ τούς τεκέδες.
Λάμπει τό Έθνος διεθνώς
καί γράφει κάθε πένα:
«Υπομονή, υπομονή
φτάνει τό Εικοσιένα».
Καί φτάνει τό κακόμοιρο
ως γηραιά χελώνα
τόν δέκατο καί ένατο
τής κλεφτουριάς αιώνα.
Καί νά ‘σου πάλι στά βουνά
στίς ράχες, στίς ραχούλες,
αστράφτουν τά καριοφιλέ
Κωλέτηδες καί τσούλες.
Οποία μεταμόρφωση
τού Φρανκενστάιν φάτσα
εμείς, οι από μέταλλο
νά γίνουμε λινάτσα.
Ως τραπεζίτες έντιμοι
καί ως φοροφυγάδες
πότε θά είμαστ’ Έλληνες
καί πότε Τουρκαλάδες.
Οι κυβερνήσεις, ενθυμού
τού κράτους τών Ελλήνων
πάντα θά είναι τρόπαια
σκληρών Ημισελήνων.
Ένα κοκτέιλ από σβουνιές
κι από ακαθαρσίες
εμείς πού δοξαστήκαμε
μέ πείνα καί θυσίες.
Πώς θλίβονται τά μέσα μου
(θά φτάσω νά γεράσω;)
Παιδιά νιώθω απαίσια
καί πάω… ΝΑ ΞΕΡΑΣΩ.
Καί πέφτει ο Διδάσκαλος
νεκρός από τήν Έδρα
καί πάει ο κακόμοιρος
εκεί όπου «Απέδρα…
…………………………………
…………………………………
πάσα λύπη καί στεναγμός…»
(Από μιά διάλεξη τού Καθηγητού
Ελευθεροστομίδη, σ’ ένα πορνείο
πρός συνετισμό τών ιεροδούλων.)