Δίχως ταυτότητα και δίχως αριθμό
«Όσο οι δημοσκοπήσεις επιμένουν στο δυσχερές έως ανέφικτο της αυτοδυναμίας στις επόμενες εκλογές, όσο οι δυνατότητες συγκρότησης «κεντροδεξιών» ή «κεντροαριστερών» κυβερνητικών σχημάτων ελαχιστοποιούνται, τόσο περισσότερο ορισμένοι «κύκλοι» συμφερόντων προωθούν την ιδέα μιας μελλοντικής κυβερνητικής συνεργασίας μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας.
Ο πολιτικός ρεαλισμός (ή ακόμα και ο πολιτικός κυνισμός) της εποχής μας μπορεί να επιχειρηματολογήσει «πειστικά» υπέρ μιας τέτοιας λύσης. Τα κόμματα της διακυβέρνησης συγκλίνουν εντυπωσιακά σε μια σειρά θεμάτων που εκκινούν από τις κατευθύνσεις της εξωτερικής πολιτικής και φθάνουν ως τις «μεταρρυθμίσεις» στον κρατικό μηχανισμό και σε κορυφαίους θεσμούς (όπως π.χ. η παιδεία, το ασφαλιστικό κ.λπ.).
Από πού προκύπτει άραγε αυτή η σύγκλιση; Μήπως μειώθηκαν οι οικονομικοκοινωνικές διαφορές, μήπως συνέκλινε το επίπεδο ζωής και διαμορφώνεται μια θεμελιακή συναίνεση στην προοπτική της ανάπτυξης και της κοινωνικής δικαιοσύνης; Γιατί μόνο μέσα σε τέτοιες συνθήκες μπορεί να ερμηνευθεί η μετατόπιση προς το «κέντρο της πολιτικής» και η άμβλυνση των πολιτικοϊδεολογικών διαφορών των κομμάτων. Μήπως μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να εξηγηθεί το γιατί ο, σχηματικώς αποκαλούμενος, «μεσαίος χώρος» αποτελεί το κρίσιμο διακύβευμα τόσο της Νέας Δημοκρατίας όσο και του ΠΑΣΟΚ;
Κι όμως πρόκειται για μια θεμελιώδη αντιστροφή: Γιατί αυτή η σύγκλιση και «ομοφωνία» των κομμάτων της διακυβέρνησης διαμορφώνεται αρνητικά. Προκύπτει από την απουσία στρατηγικών επιλογών για την αντιμετώπιση των κρίσιμων προβλημάτων (παραγωγική ανάπτυξη, ανεργία, κοινωνικό κράτος, περιβάλλον).
Αυτή η «σύγκλιση» οδηγείται από την κομματική πολυφωνία στη μονοφωνία και κατ’ ουσίαν στην «πολιτική αφωνία». Γι’ αυτό και μπορούμε να ερμηνεύσουμε την επικρατούσα, εδώ και μία δεκαετία τουλάχιστον, κρίση διακυβέρνησης σε κρίση που προέρχεται από «υπερβολική σύγκλιση» (Cl. Offe, J. Habermas). Οι εκάστοτε κυβερνήσεις αποδεικνύονται ανίκανες να αντιμετωπίσουν τα κρίσιμα προβλήματα και ταυτόχρονα οι φορείς της αντιπολίτευσης αδυνατούν να διατυπώσουν εναλλακτικές στρατηγικές.
Γι’ αυτό και χάνουν σταδιακά το νόημά τους οι εννοιολογικά σημαντικές αντιθέσεις: Δεξιά – Αριστερά, συντηρητισμός – προοδευτισμός, κυβέρνηση – αντιπολίτευση, τουλάχιστον στο επίπεδο που υλοποιούνται οι στρατηγικές της διακυβέρνησης…
Κι όμως οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των κομμάτων καλά κρατούν και οδηγούνται μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις σε ακραία όρια. Δεν πρόκειται μόνο για την αντιπαράθεση μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας, που έχει, σε τελική ανάλυση, ως διακύβευμα την κυβερνητική εξουσία, αλλά και για την οξεία διαμάχη μεταξύ του ΚΚΕ και του ΣΥΝ / ΣΥΡΙΖΑ που παραπέμπει συχνά σε παλαιότερες εποχές…
Όλες αυτές οι αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις δεν έχουν όμως πραγματικές πολιτικοϊδεολογικές διαφορές, δεν ανάγονται σε πραγματικές κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις και κοινωνικά/ταξικά συμφέροντα.
Ολόκληρο το πολιτικό σύστημα χαρακτηρίζεται σήμερα από την κρίση νομιμοποίησης από την πλευρά της κοινωνίας, των πολιτών.
Γι’ αυτό και τα κόμματα προσπαθούν να οριοθετηθούν, να συγκροτήσουν την πολιτικοϊδεολογική τους ταυτότητα μέσω της αντίθεσής τους με τον αντίπαλο. Η αντιδεξιά παραδοσιακή, συμβολική ταυτότητα φαίνεται σήμερα πολύ πιο ισχυρή για το ΠΑΣΟΚ παρά η διακήρυξη των σοσιαλιστικών ιδεών και προγραμμάτων. Όπως και για τη Νέα Δημοκρατία ο αντιΠΑΣΟΚισμός και το φόβητρο μιας «επανόδου-ρεβάνς» είναι πολύ πιο αποτελεσματικά από την προβολή του «κοινωνικού φιλελευθερισμού» και της κεντροδεξιάς πολιτικοκοινωνικής ταυτότητας.
Συνεπώς η διαρκής αντιπαράθεση μεταξύ των κομμάτων της διακυβέρνησης αποβαίνει θεμελιώδης όρος διατήρησης της πολιτικής/κομματικής τους ταυτότητας (έστω και σχηματοποιημένης) ώστε η (κυνικώς και εργαλειακώς) διεξαγόμενη μάχη για την κυβερνητική εξουσία να «καλλωπίζεται» με την επίκληση ιδεολογικοπολιτικών διαχωριστικών γραμμών… Στην πράξη τα δύο μεγάλα κόμματα επιβιώνουν πολιτικοϊδεολογικά με τη βοήθεια των «δυνάμεων αδρανείας» του παρελθόντος και με το συμβολικό «βάρος» των ηγετικών προσωπικοτήτων που έθεσαν την προσωπική τους σφραγίδα τις προηγούμενες δεκαετίες στην πορεία και εξέλιξη των κομμάτων αυτών.
Αυτή η κρίση ταυτότητας διαπερνά και τα κόμματα της Αριστεράς. Το διακύβευμα μεταξύ ΚΚΕ και ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ την τελευταία περίοδο αφορά στο «ποιος είναι ο πιο γνήσιος αριστερός»!
Ο ΣΥΝ αντιμετωπίζει ένα εσωτερικό πεδίο έντασης μεταξύ του άκρατου ευρωπαϊσμού, της φιλελεύθερης διεκδίκησης παντός τύπου δικαιωμάτων, του κοσμοπολιτισμού και από την άλλη πλευρά της διεκδίκησης ενός αντισυστημικού / κινηματικού χαρακτήρα που υιοθετεί πρακτικές «κοινωνικής εξέγερσης». Βεβαίως η «διαδρομή» αυτής της «εξέγερσης» την οποία υιοθετεί η δυαδική ηγεσία του ΣΥΝ αποδείχθηκε μάλλον σύντομη (διήνυσε την απόσταση «Βοτανικός – Σύνταγμα» δηλ. από τη διάσωση των κορμοράνων μέχρι το κάψιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου) όμως δεν παύει να συμβουλοποιεί μια ισχυρή τάση στον ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΚΚΕ έχει τη δική του «αριστερή» απάντηση: Επανέρχεται μερικές δεκαετίες πριν στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ και αναζητεί εκεί τη «ρίζα του κακού» θεωρώντας ότι η «αποσταλινοποίηση» οδήγησε στον εκτροχιασμό της σοσιαλιστικής – κομουνιστικής πορείας και απέβη το ιστορικό σημείο-τομή μετά το οποίο μια σειρά παραχωρήσεων και μετασχηματισμών κατέληξε στο καθεστώς της καπιταλιστικής ενσωμάτωσης και της ριζικής απόρριψης των ιδεολογικών αρχών του μαρξισμού – λενινισμού… Αρκεί λοιπόν να προσδιορίσουμε «πού κόπηκε το νήμα» για να επανεύρουμε τις ρίζες και τις αρχές μας…
Όσο για τον ΛΑΟΣ, αυτός έχει το μικρότερο πρόβλημα: Στη σημερινή κρίση η απάντηση είναι η τάξη και ο νόμος, η επανεδραίωση της παράδοσης, του κύρους (authority) και της ισχύος (power) του κράτους, επιλογές που συνιστούν τα προτάγματα των θεωρητικών, νεοσυντηρητικών κατασκευών που εμφανίζονται ως Νέα Δεξιά. Γι’ αυτό και ο ΛΑΟΣ, παρά τα αντιϊμπεριαλιστικά, αντικαπιταλιστικά «ψιμύθια» που μετέρχεται κατά καιρούς, διαθέτει περισσότερη αυτογνωσία της ταυτότητάς του.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η εκδοχή περί συνεργασίας μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας σε επίπεδο διακυβέρνησης και τρέχουσας διαχείρισης θα οδηγούσε σε εμβάθυνση της κρίσης, εφόσον δεν θα μπορούσε να επεκταθεί σε ριζικές μεταρρυθμίσεις, στο επίκεντρο μάλιστα μιας εξελισσόμενης διεθνούς οικονομικής κρίσης.
Το μόνο αποτέλεσμα που θα είχε θα ήταν η ακύρωση έστω και της προσχηματικής, έστω και της ετεροκαθοριζόμενης, ταυτότητας του κάθε κόμματος… Κι όταν και οι ψευδαισθήσεις οι ίδιες καταρρέουν τότε δεν μπορεί να γίνει καμία πρόβλεψη.