Για μια νέα εθνική στρατηγική
Οι καθημερινές πλέον μαζικές παραβιάσεις του εθνικού μας εναέριου χώρου, οι υπερπτήσεις της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας πάνω από το Φαρμακονήσι και το Αγαθονήσι με εικονικούς βομβαρδισμούς, οι παραβιάσεις των εθνικών μας χωρικών υδάτων στην περιοχή των Υμίων και η μετατροπή, πρόσφατα, της αβλαβούς διέλευσης της τουρκικής φρεγάτας «Τουργκουτρέις» σε προκλητική παραβίαση, δημιουργούν ένα εύλογο ερώτημα: Μέχρι πού μπορούν να φθάσουν οι Τούρκοι την υπόθεση και τι πρέπει να κάνουμε εμείς;
Με μια σύντομη αναδρομή στο ιστορικό των ελληνοτουρκικών σχέσεων από το 1973 μέχρι σήμερα, θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η Άγκυρα ακολουθεί σταθερά τις ίδιες κι απαράλλακτες μεθόδους. Προχωρεί με τη γνωστή της τακτική, δηλαδή μετατρέπει τις μονομερείς της διεκδικήσεις σε δήθεν διμερείς διαφορές και στην προσπάθειά της αυτή, για να πετύχει τους πολιτικούς της στόχους, χρησιμοποιεί κατά κύριο λόγο τα στρατιωτικά μέσα που διαθέτει και αξιοποιεί τη γεωπολιτική της θέση.
Οι μονομερείς διεκδικήσεις της Τουρκιάς σε βάρος των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων από το 1973 μέχρι σήμερα παρουσιάζουν μια ποιοτική αναβάθμιση. Ξεκινούν από τον Νοέμβριο του 1973 με τη δέσμευση 27 περιοχών του Αιγαίου (βορειοανατολικό και κεντρικό) για έρευνες από την τουρκική εταιρεία πετρελαίου ΤΡΑΟ. Τον Αύγουστο του 1974, με την έκδοση της διεθνούς αναγγελίας (ΝΟΤΑΜ) 74 που καθόριζε μια γραμμή νέων ορίων μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, μετατοπίζεται προς τα δυτικά η σημερινή γραμμή (όριο) του FIR Αθηνών και τα αεροπλάνα που διασχίζουν τον χώρο της νέας αυτής γραμμής και των ακτών της Μικράς Ασίας πρέπει να αναφέρονται στα FIR Κωνσταντινουπόλεως ή Άγκυρας.
Η Ελλάδα, ορθότατα και ψύχραιμα προς αποφυγήν τετελεσμένων γεγονότων, εκδίδει τη ΝΟΤΑΜ 1157/14-8-74, με την οποία χαρακτηρίζει επικίνδυνη την περιοχή του Αιγαίου, με αποτέλεσμα να είναι προβληματική η επικοινωνία της Τουρκίας, αφού τα αεροσκάφη της τα ερχόμενα από δυτικά θα πρέπει να περάσουν από τη Βουλγαρία ή την Κύπρο για να εισέλθουν στην Τουρκία, γεγονός που συνεπάγεται μεγάλες καθυστερήσεις και ταυτόχρονα μεγάλη κατανάλωση καυσίμων.
Κάτω από αυτό το υπέρμετρο οικονομικό βάρος, στις 22/2/80 η Τουρκία ανακαλεί τη ΝΟΤΑΜ 714, με το πρόσχημα της επίδειξης καλής θέλησης, ταυτόχρονα όμως οι Τούρκοι έπαψαν να αναγνωρίζουν τον εθνικό μας εναέριο χώρο των 10 ν.μ. και την υποχρέωση να υποβάλουν σχέδια πτήσης για τα στρατιωτικά αεροσκάφη.
Τα χρόνια που ακολουθούν με κομβικά σημεία την κρίση του Μάρτη του 1987 που είχε ως αποτέλεσμα την υπογραφή του Μνημόνιου των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης Ελλάδος – Τουρκίας, την έναρξη διεξαγωγής των κοινών ελληνοκυπριακών ασκήσεων στα πλαίσια του ενιαίου αμυντικού δόγματος Ελλάδας – Κύπρου το 1990, την προβολή της απειλής στις 8/6/1994 από την πρωθυπουργό Τανσού Τσιλέρ ότι εάν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ. αυτό θα αποτελέσει αιτία πολέμου (casus belli) και την κρίση στα Ύμια, οι Τούρκοι διαμορφώνουν τη στρατηγική τους για αλλαγή του στάτους στο Αιγαίο (σε αέρα και θάλασσα) με δύο διαφορετικούς τρόπους: Από τη μια πραγματοποιούν μαζικές, κατά κύματα, εισόδους πολεμικών αεροσκαφών στο FIR Αθηνών και από την άλλη χρησιμοποιούν μοίρες και όχι ζεύγη αεροσκαφών για τις παραβιάσεις του εθνικού μας εναέριου χώρου, ενώ την ίδια πρακτική εφαρμόζουν και για τις παραβάσεις των κανόνων εναέριας κυκλοφορίας.
Με αυτήν της τη συμπεριφορά, σε συνδυασμό με τις αεροναυτικές της ασκήσεις, η Τουρκία δεσμεύει κάθε φορά για πολύ χρόνο συγκεκριμένες περιοχές στο Αιγαίο, σε θάλασσα και αέρα, περιοχές που θίγουν εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα και αρμοδιότητες.
Έχοντας δε αποκτήσει, μετά το 1995-96, υπεροπλία στον αέρα και τη θάλασσα, στοχεύει βραχυμεσοπρόθεσμα σε γεγονότα που αποσκοπούν κατά κύριο λόγο στην αύξηση της ικανότητας των τουρκικών αεροσκαφών να διεισδύουν στο σύνολο του Αρχιπελάγους, στην καταπόνηση των ελληνικών αεροπορικών και των ναυτικών δυνάμεων και στην απόκτηση τακτικής αεροπορικής υπεροχής, με σκοπό τον αεροπορικό αποκλεισμό της νησιωτικής Ελλάδας, προκειμένου να διευκολυνθεί η κατάληψη νησιωτικού εδάφους. Αυτήν την προσπάθεια της κλιμάκωσης της έντασης στο Αιγαίο η Τουρκία τη διαμορφώνει ανάλογα με τη συγκυρία και το διεθνές περιβάλλον.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι όσο θα διαμορφώνεται η άποψη, ιδιαίτερα στις μεγάλες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για ειδική σχέση και όχι για πλήρη ένταξη στην ΕΕ, η γειτονική μας χώρα θα χρησιμοποιεί τη στρατιωτική της ισχύ για να πετυχαίνει πολιτικούς στόχους.
Με αυτόν τον τρόπο η Τουρκία επιδιώκει τη δημιουργία εσφαλμένων εντυπώσεων αναφορικά με την ασφάλεια σε όλο τον χώρο του Αιγαίου, τόσο σε στρατιωτικό επίπεδο στα πλαίσια του ΝΑΤΟ όσο και σε πολιτικό επίπεδο στα πλαίσια του ICAO.
Η στόχευση αυτής της στρατηγικής επιλογής της Τουρκίας, που με απλά λόγια σημαίνει τη διαμόρφωση εσφαλμένης εικόνας στους διεθνείς οργανισμούς (ΝΑΤΟ, ICAO) για την κατάσταση στο Αιγαίο, με τη δήθεν απορρύθμιση που επικρατεί σ’ αυτό, αποβλέπει στο να διαφοροποιηθούν οι οριοθετήσεις και οι δικαιοδοσίες εντός του FIR Αθηνών, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ. Επίσης, στο να επανακαθοριστούν οι ζώνες και οι αρμοδιότητες έρευνας και διάσωσης στο Αρχιπέλαγος, όπου δυστυχώς η γειτονική χώρα έχει και εδώ υπεροπλία: Διαθέτει 56 ελικόπτερα και αεροπλάνα έναντι 16 ελληνικών ελικοπτέρων και αεροπλάνων, την ώρα μάλιστα που άλλα 8 ελικόπτερα μένουν καθηλωμένα από το 2004 λόγω μη ύπαρξης υπευθύνων για να δώσουν εντολή να πετάξουν.
Μπροστά σ’ αυτήν τη σκληρή πραγματικότητα η χώρα μας πρέπει επιτέλους να σχεδιάσει και να εφαρμόσει μια πιο αποτελεσματική εθνική στρατηγική, που πρέπει να την επικαιροποιούμε παρακολουθώντας τις εξελίξεις γύρω μας όσο και ευρύτερα, στον βαθμό που αυτές επηρεάζουν την ασφάλειά μας, και η οποία πρέπει να έχει τους παρακάτω σταθερούς άξονες διαχρονικά:
1) Ουσιαστική ανάπτυξη όλων των νησιών του Αρχιπελάγους, από το μικρότερο μέχρι το μεγαλύτερο, προκειμένου να μη φεύγει ο τοπικός πληθυσμός από αυτά.
2) Διατήρηση της ποιοτικής και ποσοτικής ισορροπίας δυνάμεων στο Αιγαίο, αέρα και θάλασσα, ανεξαρτήτως οικονομικής θυσίας του ελληνικού λαού, γεγονός που προϋποθέτει επιτέλους οι προμήθειες των πανάκριβων οπλικών συστημάτων να γίνονται με απόλυτη διαφάνεια και πάνω απ’ όλα με διακομματικό έλεγχο.
3) Επαναφορά, με κοινές στρατιωτικές ασκήσεις, του ενιαίου αμυντικού δόγματος Ελλάδας – Κύπρου και από κοινού σχεδιασμό των εξοπλιστικών προγραμμάτων για τις δύο χώρες.
4) Σταθερή και διαχρονική καταγγελία και ανάδειξη της επιθετικής συμπεριφοράς της Τουρκίας από τις ελληνικές διπλωματικές αρχές ανά τον κόσμο, και ιδιαίτερα στις αραβικές – μουσουλμανικές χώρες και στις χώρες της Νότιας Αμερικής.
Με τέτοια λειτουργία δική μας, η συμπεριφορά της γειτονικής χώρας δεν θα βρίσκει πρόσφορο έδαφος στη διεθνή κοινότητα. Μόνον έτσι το πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο της γείτονος θα εγκαταλείψει τα επεκτατικά του σχέδια σε βάρος της Ελλάδας και τη θεωρία των «Γκρίζων Ζωνών», γιατί θα συνειδητοποιήσει ότι το όποιο απονενοημένο εγχείρημά της σε βάρος της χώρας μας για ανατροπή των όσων σήμερα είναι κατοχυρωμένα με διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις, θα έχει γι’ αυτήν πολλαπλάσιο κόστος.
Και σε καμία περίπτωση το κεμαλικό καθεστώς δεν θα ήθελε να υποστεί μια τέτοια δοκιμασία, αφού είναι γνωστή η φιλοσοφία και η οργανωτική του δομή, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί από το 1923 μέχρι σήμερα.