Ριγκολέτο του Βέρντι στη Λυρική Σκηνή
Παρακολουθήσαμε πρόσφατα στο θέατρο «Ολύμπια» τη δημοφιλή όπερα του Τζουζέπε Βέρντι, «Ριγκολέτο», σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού και σε σκηνοθεσία, σκηνογραφία και κοστούμια Νίκου Πετρόπουλου.
Η υπόθεση στηρίζεται στο δράμα του Βίκτωρα Ουγκώ «Ο βασιλιάς διασκεδάζει»: Ο Ριγκολέτο, γελωτοποιός του δούκα, μισητό πρόσωπο στην αυλή της Μάντοβα, έχει μόνο μία «αδυναμία»: Την αγάπη του για την κόρη του Τζίλντα. Αυτό που δεν ξέρει είναι ότι ο δούκας, υποκρινόμενος τον φοιτητή, φλερτάρει την Τζίλντα, η οποία τον ερωτεύεται. Όταν ανακαλύπτει την αλήθεια, ο Ριγκολέτο πέφτει σε μια παγίδα που του είχαν στήσει οι αυλικοί και προκειμένου να εκδικηθεί για τη χαμένη τιμή της κόρης του καταστρώνει τη δολοφονία του δούκα. Ανακαλύπτοντας τα σχέδια του πατέρα της, η Τζίλντα αποφασίζει να σώσει τον αγαπημένο της και να θυσιαστεί παίρνοντας τη θέση του και ο Ριγκολέτο, τραγική φιγούρα, οδηγείται στην απελπισία.
Στον ρόλο του Ριγκολέτο διέπρεψε ο βαρύτονος Φράνκο Βασάλο με την ακμαία, ογκώδη φωνή και το πηγαίο τραγούδι του και καταχειροκροτήθηκε από το ενθουσιασμένο και συγκινημένο κοινό, μία από τις καλύτερες ερμηνείες που έχουμε ακούσει τα τελευταία χρόνια. Στον ρόλο του δούκα, ο τενόρος Ζαν-Φρανσουά Μποράς, ανταποκρίθηκε μέτρια, απλά διεκπεραιώνοντας το μουσικό κείμενο και σε ορισμένα σημεία ήταν εμφανείς οι φωνητικές αδυναμίες του με αστήρικτο τραγούδι και απόκλιση από τον τόνο. Το ίδιο μέτρια και μάλλον ακατάλληλη φωνητικά για το ρόλο της Τζίλντα, η υψίφωνος Βασιλική Καραγιάννη, με έντονη τονική αστάθεια σε όλο το έργο και ψυχρή, δύσκαμπτη τραγουδιστική αλλά και σκηνική ερμηνεία. Ο βαθύφωνος Δημήτρης Καβράκος στο ρόλο του Σπαραφουτσίλε και η μεσόφωνος Βικτώρια Ντίνα-Μαϊφάτοβα στο ρόλο της Μανταλένας, ανταποκρίθηκαν τα δέοντα, όπως και οι υπόλοιποι ερμηνευτές στους δευτερεύοντες ρόλους του έργου.
Για άλλη μία φορά η ερμηνεία της ορχήστρας υπό τη διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού, -ο οποίος τιμήθηκε στα φετινά Βραβεία «Κουν» του Δήμου Αθηναίων και τα Βραβεία της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών- ήταν εξαιρετική, αναδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο τις μελωδικές και συναισθηματικές διακυμάνσεις του μουσικού κειμένου. Συγχαρητήρια αξίζουν και στην αντρική χορωδία, υπό τη διεύθυνση του Νίκου Βασιλείου, που ξεχώρισε για τα επιτυχή «πιανισίσιμά» της.
Αυτό το νέο ανέβασμα της Λυρικής τοποθετήθηκε από τον σκηνοθέτη στο Μιλάνο του 1938, όπου βασιλεύει ο φασισμός. Η σκηνοθεσία όμως ήταν συμβατική και σε ορισμένα σημεία η υποκριτική ήταν εντελώς ανύπαρκτη και διακρίναμε τη σκηνική αμηχανία και στασιμότητα των πρωταγωνιστών και χορωδών, με εξαίρεση τον Ριγκολέτο που μάλλον λόγω πολύχρονης εμπειρίας ερμήνευσε παραδοσιακά τον ρόλο. Τα σκηνικά του έργου σε γκρι αποχρώσεις και τα κοστούμια σε άσπρο -μαύρο- γκρι, θύμιζαν φιλμ-νουάρ και παρέπεμπαν σε προηγούμενο ανέβασμα του σκηνοθέτη, αυτό της «Τόσκα». Ο δε φωτισμός της παράστασης σε κάποια σημεία του έργου ήταν εκτυφλωτικός προς το κοινό, εμποδίζοντάς το να παρακολουθεί τους υπότιτλους της μετάφρασης- αυτό προκάλεσε έντονες και άκομψες διαμαρτυρίες στον Β΄ εξώστη του θεάτρου, όπου οι θεατές αναζητούσαν τον καλλιτεχνικό διευθυντή για να τους… διαβάσει τη μετάφραση! Σε αυτό το πρόβλημα έχουμε αναφερθεί πολλάκις τα τελευταία χρόνια και δεν κατανοούμε γιατί δεν το επιλύουν και γιατί τουλάχιστον δεν ενημερώνουν το κοινό τους.