Πετρέλαιο και κυριαρχικά δικαιώματα
Το επεισόδιο νοτίως της νήσου Καστελλόριζο τον περασμένο Νοέμβριο (13 και 14/11), όπου νορβηγικό σκάφος, για λογαριασμό της Τουρκίας, επιχείρησε έρευνες για υδρογονάνθρακες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, αλλά και οι συνεχείς έκτοτε προκλήσεις από την τουρκική αεροπορία και το ναυτικό, φέρουν για μία ακόμη φορά στο προσκήνιο το θέμα των κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο.
Ως γνωστόν, τα κυριαρχικά δικαιώματα έχουν άμεση σχέση με την υφαλοκρηπίδα, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από το εύρος των χωρικών υδάτων, τα οποία μπορούν να επεκταθούν μέχρι τα 12 ν.μ., και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), όπως αυτά ορίζονται στο Νέο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Σύμφωνα με αυτό, κάθε παράκτιο κράτος έχει δικαίωμα να ορίζει ΑΟΖ εύρους μέχρι 200 ν.μ. από τα θαλάσσια σύνορά του. Η ΑΟΖ υπερκαλύπτει την υφαλοκρηπίδα, με την έννοια ότι αφορά όχι μόνο το δικαίωμα αλιείας αλλά και εξόρυξης υδρογονανθράκων από τον βυθό.
Η Τουρκία, παρά το γεγονός ότι δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, έχει οριοθετήσει τη δική της ΑΟΖ στη Μαύρη Θάλασσα αλλά και στα νότια παράλιά της στη Μεσόγειο (ανατολικά του Καστελλόριζου), όπου έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ. Δηλαδή, έμμεσα, έχει αποδεχθεί τους κανόνες του Δικαίου της Θάλασσας.
Η Ελλάδα, από την άλλη, για να μην προκαλέσει δήθεν την Τουρκία, έχει αποφύγει μέχρι σήμερα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ. και να ορίσει ΑΟΖ στο Αιγαίο, όπως έχει κάθε δικαίωμα. Αυτό όμως δεν έχει σταματήσει την Τουρκία να προκαλεί κατά καιρούς την Ελλάδα με το να στέλνει ερευνητικά σκάφη σε περιοχές που ισχυρίζεται ότι αποτελούν δικά της χωρικά ύδατα (βλέπε Ύμια, διεθνή ύδατα Αιγαίου) ή σε ορισθείσα από αυτήν ΑΟΖ, όπως πρόσφατα στο Καστελλόριζο.
Η τελευταία τουρκική πρόκληση ήρθε ως αποτέλεσμα της δραστηριοποίησης της Κυπριακής Δημοκρατίας για έρευνες πετρελαίου στην ορισθείσα υπό αυτήν ΑΟΖ (κατόπιν συμφωνίας οριοθέτησης με Αίγυπτο, Λιβύη και Λίβανο) ανοιχτά των νοτίων ακτών της, όπου βάσει διεθνούς διαγωνισμού (international round) εκχώρησε άδειες υποθαλάσσιων ερευνών. Η καθ’ όλα νόμιμη αυτή κίνηση προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Τουρκίας, με το επιχείρημα ότι η κυπριακή κυβέρνηση δεν έχει δικαίωμα να δίνει άδειες ερευνών και εξόρυξης ούτε νοτίως, επειδή δεν εκπροσωπεί τους Τουρκοκύπριους! Η δε τουρκική αεροπορία και το ναυτικό δεν έχουν παύσει ούτε στιγμή να περιπολούν στην περιοχή και να παρενοχλούν τα υπό της Κύπρου ναυλωμένα ερευνητικά σκάφη. Απώτερος στόχος της Άγκυρας είναι να καταστήσει την Κυπριακή Δημοκρατία κράτος περιορισμένης κυριαρχίας.
Το όλο θέμα έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, αφού με βάση τη μέση γραμμή η ύπαρξη του Καστελλόριζου εξασφαλίζει την επαφή της ελληνικής ΑΟΖ -όταν δημιουργηθεί- με την αντίστοιχη κυπριακή. Αυτές δε παρεμβάλλονται μεταξύ τουρκικής και αιγυπτιακής, έτσι που περιορίζεται σημαντικά η τουρκική ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο.
Έτσι εξηγείται ο τουρκικός εκνευρισμός, αλλά και η προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω της διεκδίκησης δικής της υφαλοκρηπίδας και πεδίων πετρελαϊκών ερευνών πλησίον και νοτίως του Καστελλόριζου.
Και ναι μεν η Κύπρος πράττει ό,τι μπορεί για την προστασία των δικών της κυριαρχικών δικαιωμάτων στην περιβάλλουσα αυτήν θαλάσσια περιοχή, ποια είναι όμως η θέση της Ελλάδος, η οποία εμφανίζεται να έχει παραιτηθεί σιωπηλά από κάθε νόμιμο δικαίωμά της σε όλο το Αιγαίο; Αυτή δε η πολιτική έχει οδηγήσει τη χώρα σε έμμεση απεμπόληση των κυριαρχικών θαλάσσιων δικαιωμάτων της, με την Τουρκία να διεκδικεί απροκάλυπτα εκατοντάδες βραχονησίδες αλλά και μικρά κατοικημένα νησιά σε όλο το Ανατολικό Αιγαίο, κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα από τις τουρκικές ενέργειες μετά την πρόσφατη επίσκεψη (6/1/09) του προέδρου της Δημοκρατίας Κάρολου Παπούλια στο Αγαθονήσι. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η ανάγκη για εξεύρεση υποθαλάσσιων πετρελαϊκών κοιτασμάτων, τα οποία σε μια εποχή ενεργειακής πενίας αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, θα έπρεπε να είχε στρέψει την προσοχή της χώρας μας στο Βόρειο και Ανατολικό Αιγαίο, όπου ως γνωστόν έχουν εντοπισθεί αξιόλογα κοιτάσματα, ημείς άδομεν. Κανονικά, με αφορμή την ανάγκη για διεξαγωγή πετρελαϊκών ερευνών η κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει προ πολλού μια διεθνή καμπάνια για τα νόμιμα δικαιώματα της Ελλάδος στο Αιγαίο, με απώτερο στόχο την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ. σε όλο το Αιγαίο αλλά και στη δυτική Ελλάδα και στην Κρήτη, ενώ θα έπρεπε να είχε καθορίσει ΑΟΖ σε όλες αυτές τις περιοχές.
Βέβαια, η Ελλάδα, υπό την παρούσα κυβέρνηση (χωρίς να εξαιρείται η προηγούμενη), αδυνατεί πλήρως να εφαρμόσει κάτι τέτοιο, αφού δεν έχει επεξεργασμένες θέσεις επί του θέματος, αλλά ούτε και διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία. Ως γνωστόν, η ΔΕΠ-ΕΚΥ, η οποία είχε την ευθύνη των ερευνών για τους υδρογονάνθρακες, καταργήθηκε επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη, η δε σημερινή κυβέρνηση αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να ανοίξει το κεφάλαιο των πετρελαϊκών ερευνών. Όμως, σήμερα, τα κυριαρχικά δικαιώματα στις περισσότερες χώρες εξασκούνται κυρίως μέσω των ερευνών για υδρογονάθρακες, κάτι που ασφαλώς δεν πράττει η χώρα μας, με τον άμεσο κίνδυνο αυτά να προσβάλλονται από τη γείτονα, η οποία και πετρελαϊκή πολιτική διαθέτει, και κατάλληλη υποδομή έχει μέσω της κρατικής εταιρείας πετρελαίων TPAO, και ξέρει πώς να την εφαρμόζει.
Ενδεικτικό της αδιαφορίας της κυβέρνησης για την αξιοποίηση του πετρελαϊκού πλούτου της χώρας είναι το γεγονός ότι δεν έχει συστήσει ακόμα φορέα για την οργάνωση και τον συντονισμό των ερευνών. Ως γνωστόν, οι έρευνες αναλαμβάνονται εξ ολοκλήρου από τις ενδιαφερόμενες εταιρείες, βάσει διεθνούς διαγωνισμού, όπου αυτές καλύπτουν το πλήρες κόστος. Έχει υπολογισθεί ότι με μέση παραγωγή της τάξης των 100.000 βαρελιών την ημέρα (που κρίνεται εφικτή βάσει των μέχρι σήμερα εντοπισθέντων κοιτασμάτων) τα διαφυγόντα ετήσια έσοδα του κράτους από φορολογία, εκτιμώνται στα 1,3 δισ. δολάρια κατ’ έτος, με μέση τιμή 60 δολάρια το βαρέλι για τα επόμενα πέντε χρόνια. Μάλιστα, εν μέσω οικονομικής καχεξίας, είναι ανεξήγητο γιατί η κυβέρνηση αποφεύγει να προωθήσει το όλο θέμα. Είναι άραγε τόσο ευκαταφρόνητα τα έσοδα των 1,3 δισ. δολαρίων τον χρόνο, που αύριο κάλλιστα μπορεί να αυξηθούν στα 3,0 ή και 5,0 δισ., ανάλογα με το ύψος της παραγωγής και τη διαμόρφωση των διεθνών τιμών;