Οι κυβερνήσεις των αριθμών

Αμέσως εκλογές απαιτεί ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, συναίνεση για την εφαρμογή του νέου εκλογικού νομού ζητά ο υπουργός Εσωτερικών. Το πρόβλημα για τα κόμματα και τους πολιτικούς μας βρίσκεται στο ποιος κατέχει την κυβερνητική εξουσία και όχι στο ποιος κυβερνά…
Γιατί η χώρα εδώ και περίπου δέκα χρόνια δεν κυβερνάται στην πράξη. Υπάρχουν κυβερνήσεις που στηρίζονται σε αριθμητικές πλειοψηφίες, που διαχειρίζονται, χωρίς επιτυχία, κρίσιμα οικονομικά, κοινωνικά, εθνικά προβλήματα, χωρίς όμως να διαθέτουν τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά μιας πραγματικής πολιτικής εξουσίας:
– Την πολιτική βούληση που εκφράζει τις κοινωνικές ανάγκες και τα οράματα ενός λαού, αλλά και την ισχύ που απαιτείται για να υλοποιήσουν τη βούληση
αυτή.
– Την κοινωνική νομιμοποίηση, δηλαδή τη συναίνεση και την πίστη των πολιτικών ότι η πολιτική εξουσία εκφράζει το πραγματικό περιεχόμενο και τις αξίες της
λαϊκής βούλησης (legitimacy).
Εκλογικοί νόμοι, σφυγμομετρήσεις επί εβδομαδιαίας βάσεως, σχηματοποιημένες κομματικές αντιπαραθέσεις, σενάρια περί κυβερνητικών συνεργασιών. Κι όλα αυτά όχι για να αντιμετωπίσουν την ουσία της κρίσης του πολιτικού συστήματος, αλλά για να την αναπαραγάγουν στην
αριθμητική της μορφή.
Η κοινωνική βούληση και οι κοινωνικές ανάγκες δεν αποτελούν παρά μια πρωτοβάθμια εξίσωση με πολλές μεταβλητές: το κάθε κόμμα, σύμφωνα με τη δική του άποψη, «λύνει» την εξίσωση αυτή και υπολογίζει τον αριθμό των βουλευτών του. Από εκεί και πέρα αρχίζουν τα σενάρια των συνεργασιών, των κυβερνητικών σχηματισμών, των πιθανών αυτοδυναμιών…
Η εξίσωση αυτή όμως δεν μπορεί να απαντήσει στο θεμελιώδες ερώτημα: Μπορεί να κυβερνηθεί η χώρα στην ιστορική κρίση που διανύουν τα κόμματα και το πολιτικό μας σύστημα;
Ο Γ. Παπανδρέου «θέλει» αμέσως εκλογές και επιδιώκει την αυτοδυναμία προκειμένου να
αποδεσμευτεί από το καταστροφικό ενδεχόμενο συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, άλλωστε, με τις θέσεις και τις δηλώσεις της διφυούς ηγεσίας του έχει φροντίσει να αυτοαπαξιωθεί πλήρως την τελευταία περίοδο.
Στην πραγματικότητα όμως με τρόμο θα αντιμετώπιζε το ΠΑΣΟΚ την πιθανότητα να γίνει αμέσως κυβέρνηση, πλην ενός όχι αμελητέου συσχετισμού εξουσιολάγνων που έχουν ταυτίσει τη προσωπικότητα και την ίδια την πορεία ζωής τους με την εξουσία.
Γιατί σήμερα το ΠΑΣΟΚ δεν διαθέτει ούτε την πολιτική ηγεμονία ούτε τις προγραμματικές και κοινωνικές προϋποθέσεις για να αντιμετωπίσει την πολύπλευρη κρίση. Η ιστορική τομή του 1996 δεν αποτέλεσε μια μορφική αλλαγή, μια τροποποίηση των
εσωκομματικών ή κοινωνικών συσχετισμών για το ΠΑΣΟΚ αλλά έναν βαθύ δομικό μετασχηματισμό που ακύρωσε τον ίδιο τον «σκληρό πυρήνα» του, τις βασικές πολιτικοϊδεολογικές του συντεταγμένες και τις θεμελιώδεις κοινωνικές του αναφορές.
Ο «χώρος» που προσέφερε στα μεγάλα συμφέροντα, στις δομές της διαπλοκής, αφαιρέθηκε από τις εξουσίες του πολιτικού συστήματος και δεν «επιστρέφεται» πίσω…
Γι’ αυτό και σήμερα –που η επάνοδός του στην κυβέρνηση είναι μια σοβαρή πιθανότητα–
επανεμφανίζονται τα «πολιτικά προϊόντα» του εκσυγχρονισμού και προωθείται σταδιακά από τα κυκλώματα των συμφερόντων η «σημιτική περικύκλωση» προκειμένου οι παλαιοί και σίγουροι «γνώριμοι», οι δοκιμασμένοι, να βρεθούν στις πρώτες γραμμές μιας «νέας» διακυβέρνησης.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι δημοσιογραφικά συγκροτήματα «απειλούν» με αποχώρηση του Κ. Σημίτη από το Κοινοβούλιο, και καλούν μάλιστα το ΠΑΣΟΚ να προτείνει τον ίδιο για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας… ώστε η μεγάλη «επάνοδος» να εκφρασθεί και συμβολικά, ώστε να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις…
Το «εναλλακτικό σενάριο» συγκεντρώνει μικρές πιθανότητες. Μια κυβερνητική συνεργασία ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας
όχι μόνο δεν «αθροίζει» τα εκλογικά ποσοστά των κομμάτων,
ώστε να διαμορφώσει μια πλειοψηφία «κοινωνικής ανοχής», αλλά το πιο πιθανό είναι να οδηγήσει σε εσωκομματικές κρίσεις και σε αλλαγές ηγεσιών… Το «παράδειγμα» της Γερμανίας είναι, άλλωστε, πλήρως ασύμβατο προς την ελληνική πραγματικότητα…
Τα κόμματα της «παραδοσιακής» αριστεράς βιώνουν το δικό τους πεδίο αντιπαράθεσης. Ο
ΣΥΡΙΖΑ, υιοθετώντας τον «κινηματικό» χαρακτήρα της κοινωνικής του αναφοράς, επιχειρεί να υπερκεράσει «από τα αριστερά» το ΚΚΕ και να ακυρώσει το δόγμα του περί «πέντε κομμάτων και δύο πολιτικών». Με αφορμή τη στάση του ΚΚΕ στις πρόσφατες συγκρούσεις και καταστροφές ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί το ΚΚΕ για «συστημική» συμπεριφορά, επιδιώκοντας να απορρίψει τις ιστορικές μορφές περί «κυβερνητισμού», «πολιτικού ρεφορμισμού» και «κοσμοπολιτισμού», τις οποίες του προσάπτει το ΚΚΕ.
Πέρα όμως από τους ανταγωνισμούς αυτούς για την «καθαρότητα της αριστερής ταυτότητας», ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ περιέχει εσωτερικά μια θεμελιώδη αντίφαση, καθοριστική για την ίδια την πορεία του: Η όποια πρόταση για κυβερνητική συνεργασία
αναιρεί αυτόματα την «κινηματική-ριζοσπαστική» του ταυτότητα και θέτει εκτός όλες τις μαρξιστικολενιστικές ομάδες και γκρουπούσκουλα που συσπειρώθηκαν γύρω από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σε μια καθαρώς
αντισυστημική θέση.
Το «παζλ» της κυβερνητικής
εξουσίας δεν μπορεί συνεπώς να συμπληρωθεί. Οι πολιτικές ηγεσίες δεν μπορούν να αρθούν πάνω από τις περιστάσεις, να
εμπνεύσουν, να χαράξουν νέους δρόμους. Τα κόμματα παραμένουν βυθισμένα στην εσωτερική τους κρίση. Το πολιτικό προσωπικό ανιχνεύει με αγωνία την
ατομική του προοπτική. Και η κοινωνία δεν ελπίζει, αλλά μόνον εύχεται να μην έρθουν τα χειρότερα. Γιατί το κυριότερο ανάχωμα, η έκφραση και το θεμέλιο της δημοκρατίας, το πολιτικό σύστημα και οι φορείς του, φαίνονται ανήμποροι όχι μόνο να δράσουν αλλά και να συλλάβουν τις ιστορικές επιταγές του τόπου τους και του καιρού τους.


Σχολιάστε εδώ