Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Άλλοτε πάλι στηνόταν στο μπαλκόνι ανάμεσα στις δύο γλάστρες με την αμπαρόριζα, ακούμπαγε στο κάγκελο κι αγνάντευε στο άπειρο, να τη χάνει η μάνα της, να μην της φορτώνει τον κουβά με το σφουγγαρόπανο.
Έτσι χάζευε εκείνο το απόγευμα, που πέρασε ο ψιλόλιγνος κυριούλης με τα γυαλάκια, που ήτανε ολίγον ποιητής, ολίγον καλλιτέχνης και ολίγον μοντέρνος ζωγράφος. Ό,τι πρέπει δηλαδή. Την είδε και σκίρτησε η καρδούλα του, κοιτάζοντάς την εκ των κάτω προς τα άνω και σαν να τον χτύπησε κεραυνός, ασυναίσθητα, άρχισε να απαγγέλλει στίχους απ’ το ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου που θαρρείς πως γράφτηκε για δαύτην: Κανείς διαβάτης δεν περνά / κανένα αυτή δεν καρτερεί / που στο μπαλκόνι ορθή φορεί / το γιορτινό της το γκρενά… Βέβαια ποιητική αδεία ήσαν αυτά, διότι το φόρεμά της δεν ήταν γκρενά καθώς ο ποιητής το εμπνεύστηκε, αλλά ένα ηλίθιο «σάπιο μήλο», ρετάλι αγορασμένο από την οδό Αθηναΐδος. Το έδωσε στη θειά της, την Πέρσα, που κάτι σκάμπαζε από ραπτική και από ‘δώ το ‘χε, από ‘κεί το ‘χε, τα κατάφερε στο τέλος να της το σουλουπώσει και το φόραγε τώρα με καμάρι τας Κυριακάς και εορτάς. Ο άλλος πάλι ο καλλιτέχνης, να τον στημένος κάτω απ’ το μπαλκόνι να παριστάνει τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά… Έτσι και ο άντρας είναι αισθηματίας και ρομαντικός, κλάψε τον. Δεν κάνει ούτε για να παίζει φαγκότο στον Στρατό της Σωτηρίας. Δεν πέρναγε ποτέ από τον δρόμο της, ούτε και που κατάλαβε πώς λοξοδρόμησε σήμερα και βρέθηκε εκεί. Επίσκεψη πήγαινε σε μια θεία του που τον προόριζε για κληρονόμο της κι έπρεπε να την κανακεύει. Εάν τώρα κάποιος κακοήθης μισογύνης ισχυρισθεί πως η κακή του μοίρα τον παρέσυρε προς τον δρόμο της νεαράς, υπάρχει ο αντίλογος πως αντιθέτως η καλή του μοίρα έβαλε ακαριαία το χέρι της και η φάτσα του δεν της γέμισε το μάτι. Διερωτήθηκε μόνον κατ’ ιδίαν όπως λένε στο θέατρο: «Τι κοιτάει ο βλάκας;» σαν να μην ήξερε τι ακριβώς κοιτάζει και απεσύρθη στα ενδότερα του οίκου της με τη σεβαστή μητέρα της να ωρύεται «πού καταχώνιασε το ξεσκονόπανο και δεν το βρίσκει», λες και είχε νταλαβέρια με ξεσκονόπανα. Με μισή καρδιά τράβηξε ο νεαρός για το σπίτι της θείας ενώ την έφερνε σαν οπτασία στη σκέψη του. Βλαστήμαγε από μέσα του που δεν ήταν ο Μοντιλιάνι να ζωγραφίσει το πλάνο βλέμμα της, να το κάνει διάσημο στους αιώνες σαν το χαμόγελο της Τζοκόντας, καταριόταν που δεν ήταν ούτε ο Αλφρέντ ντε Μυσσέ να γράψει τα ωραιότερα ποιήματα για να την εξυμνήσει, και σίγουρα αυτός θ’ απαρνιότανε για χάρη της μιαν αντίστοιχη Γεωργία Σάνδη αν φυσικά του λάχαινε. Αλλά ευτυχώς που ήταν μουσικός και θα άφηνε να ξεχυθούνε με νότες στο πεντάγραμμο, τα φλογερά και ασυγκράτητα αισθήματά του. Κάθισε πλάι στην πολυθρόνα της θείας που περί πολλών νιτερέσων της τον πιλάτευε, αλλά το μυαλό του είχε ξεμείνει να κάνει ακροβατικά στο μπαλκόνι εκείνης. Μιλούσε η θεία με αριθμούς κι αυτός υποτονθόρυζε μουσικά θέματα με τιτιβίσματα πουλιών και άλλα ρομαντικά κι ούτε καταλάβαινε περί τίνος του μιλούσε. Δεν έβλεπε την ώρα να φύγει. Όταν κάποτε τα κατάφερε, έτρεξε προς το σπίτι της. Κοντοστάθηκε πάλι κοιτάζοντας επισταμένα το μπαλκόνι, η δεσποσύνη όμως απουσίαζε. Είχε πάει τη φίλη της τη Λίτσα, να ανταλλάξει τον «Θησαυρό» με το «Ρομάντζο».
Πέρασε και ξαναπέρασε από τη μέρα εκείνη πολλές, αμέτρητες φορές, μέχρι που τον πήρανε πρέφα τα πιτσιρίκια και κάτι λέγανε μεταξύ τους και χασκογελούσανε, αλλά το ίνδαλμά του παρέμενε απρόσιτο. Έλα όμως που τις περαντζάδες τις εντόπισε η μάνα της. Μπήκανε ψύλλοι στ’ αυτιά της μ’ όλα αυτά τα σούρτα-φέρτα και σαν αυστηρή μητέρα την έβαλε κάτω για να την ξεψαχνίσει: «Έλα ‘δώ, μωρή. Ποιος είναι αυτός ο γυαλάκιας που ξημεροβραδιάζεται ‘δώ χάμω;» ρώτησε. «Μπας είναι κανένας γιαβουκλούς σου και μας κρεμάσει η γειτονιά κουδούνια;». Η μικρή την καθησύχασε λέγοντας πως ο «δικός της» είναι παντρεμένος και φυλάγεται από τέτοιες κακοτοπιές. Αυτόν ούτε που τον ξέρει. Το ‘βαλε αμέτι-μουχαμέτι κατά το λεγόμενο η μάνα της να μάθει για τον κυριούλη. Ρώτησε εδώ, ρώτησε εκεί, κι επειδή ρωτώντας πας στην Πόλη, έμαθε ότι της χρειαζότανε και κάτι παραπάνω. Διασταύρωσε τις πληροφορίες της, άκουσε και για την κληρονομιά της θείας, που όπου να ‘ταν θα τα τσίτωνε κι έβαλε μπροστά το σχέδιό της, που κατά βάσιν εστερείτο παντελώς πρωτοτυπίας.
Από αρχαιοτάτων χρόνων υπάρχει το αξίωμα πως για να γίνει ένας γάμος, χρειάζονται δύο πρόσωπα: «Μια κοπέλα σε ώρα γάμου και μια έξυπνη μαμά». Η νέα διέθετε και τα δύο προσόντα κι έτσι χωρίς να καταλάβουν το πώς ακριβώς συνέβη, να τος ο λεπτός με τις καλλιτεχνικές ανησυχίες κυριούλης, με σμόκιν και παπιγιόν να χορεύει στον Άγιο Σώστη το «Ησαΐα χόρευε», με τη μάνα του παρακεί να ξεροκαταπίνει και να βράζει, επειδή η οικογένειά τους «είχε τον τρόπο της», εν αντιθέσει με τη νύφη και το σόι της, για το οποίον «έτιλλον τας τρίχας της κεφαλής των…» που βρήκαν σαν «μπούα» τον γιο της και τον τύλιξαν…
Διότι εδώ που τα λέμε, η νύφη δεν ήταν της τάξεώς τους. Το μεν πνευματικό επίπεδό της έφθανε ως τη «Χοντρή» του «Θησαυρού» και όχι μόνον προίκα δεν διέθετε, αλλά σύμφωνα με την πραγματογνωμοσύνη του γαμπρού το πρώτο βράδυ, ούτε «εκείνο» διέθετε, που εθεωρείτο τότε σαν «η προίκα μιας κόρης». Φυσικά απέφυγε αιδημόνως την επομένη ν’ απαντήσει στις επ’ αυτού επίμονες ερωτήσεις της μητρός του. Ο έγγαμος βίος τους άρχισε με τις καλύτερες συνθήκες. Γαμήλιο ταξίδι πήγαν στο Λουτράκι και μετά άρχισε η συνήθης οικογενειακή ρουτίνα με τα συμπαρομαρτούντα της. Τη φίλη της, τη Λίτσα, ένα ερωτηματικό την κατέτρωγε μέχρι βαθέος γήρατος: «Τι στον κόρακα της βρήκε και την κουκουλώθηκε;». Η θεία του πάλι δεν του άφησε δεκάρα με τη διαθήκη της, διότι έκρινε πως καθώς ήτανε «αδυνατούλης και φιλάσθενος, αν τα τινάξει θα φάνε την κληρονομιά αυτή κι η μάνα της…». Ο δε θείος του Αριστείδης, δεινός κυνηγός του ποδόγυρου, που υπερθεμάτιζε υπέρ του γάμου όταν όλο το σόι έτρωγε τα λυσσακά του για να τον ματαιώσει, ρίχτηκε ο αθεόφοβος στη νιόπαντρη ανιψιά του με απόλυτα σαφείς προτάσεις. Άρπαξε όμως χυλόπιτα διότι ήταν ηθικό κορίτσι και απεκλείετο να πάει μ’ έναν τόσο στενό συγγενή τους και μάλιστα ηλικιωμένο. Απόρησε δικαίως πώς πέρασε τέτοια ιδέα απ’ το μυαλό του παλιόγερου και δεν σεβάστηκε την τιμή του ανεψιού του. Ένα συννεφάκι υπήρχε μόνο στον γάμο τους: Τα οικονομικά τους πήγαιναν κατά διαόλου. Οι πίνακες «αφηρημένης τέχνης» που ζωγράφιζε δεν ενδιέφεραν κανέναν και γκρίνιαζε η πεθερά του πως λερώνει το σπίτι με τις μπογιές και τις αηδίες του. Ποιήματα πια δεν έγραφε επειδή οι συλλογές του αραχνιάζανε στα ράφια απούλητες, όσο για τη μουσική του, άσ’ την να πάει. Ο άλλος θείος του ο λεφτάς, που πάντα τον χαρτζιλίκωνε και έλεγε πως ήταν «Ο Μαικήνας του» έκοψε την επιχορήγηση πριν από τον γάμο. Αλλά σε αντάλλαγμα τον ενεθάρρυνε δίνοντας συμβουλές για να ξεπεράσει τις δυσκολίες του:
«Ο ζωγράφος γίνεται διάσημος και βγάζει λεφτά μετά θάνατον» του ‘λεγε. «Κάνε λοιπόν υπομονή…». Αλλά το πάρθιο βέλος του το ‘ριξε κατάστηθα σαν έμαθε τα χαμπέρια, ο γείτονάς τους, ο Θωμάς, που είχε το ψώνιο να μαζεύει «λόγια μεγάλων ανδρών» αμφίβολης γνησιότητος και να τα ξεφουρνίζει κατά περίπτωση. Είπε:
– Ο Σοπενχάουερ έλεγε πως «Μια γυναίκα πρέπει πάντα να παντρεύεται. Ένας άνδρας ποτέ…»