ΑΧ, ΕΣΥ, ΑΒΑΣΤΑΧΤΕ ΜΟΥ ΠΟΝΕ ΚΑΛΩΣ ΜΑΣ ΗΡΘΕΣ ΑΛ ΚΑΠΟΝΕ
Μιά θηριώδης εποχή
μάς δέρνει αενάως
μέ αλυσίδες όμοια
καί ίδια μέ τό χάος.
Σκιές καί ανεκπλήρωτοι
πόθοι μάς κυριεύουν
αυτούς πού είναι άπιστοι
καί κείνους πού πιστεύουν.
Η ηρεμία χάθηκε
οι άνθρωποι τρομάζουν
καί όλοι μέ φαντάσματα
νύχτα καί μέρα μοιάζουν.
Έρημοι καί αυτόχειρες
τί βάθος κρύβει η λέξη!
αυτόχειρες καί έρμαια
στής απονιάς τήν φέξη.
Τρέχουν τά περιπολικά
καί πτώματα συλλέγουν
κι οι φόβοι μας κυρίαρχοι
τό αίμα μας αρμέγουν.
Γκανγκστερικό τό σύνδρομο
καί τό σκοτάδι μπράβος
καί ‘μείς πλοία ανερμάτιστα
πού τά συντρίβει ο κάβος.
Καί δίπλα τό Δημόσιο
ανέκφραστο κοιτάζει
τήν μάστιγα πού μάς χτυπά
καί τόν λαό δαμάζει.
Καί στέκεσαι ανήμπορος
καί τρέμεις καί φωνάζεις
είσαι μαϊμού καί ποντικός
καί μόνο εσύ τρομάζεις.
Ανίκανοι καί άρχοντες
σέ έχουνε δηλώσει
ως ένα αντικείμενο
χωρίς ψυχή καί γνώση.
Πουλιέσαι κι αγοράζεσαι
μέσα στά μαστροπεία
ως κόρη ξεδιάντροπη
μέ χίλια προσωπεία.
Κηδείες, μαύρες τελετές
πρόπερσι, πέρσι, φέτος
αέναα ακολουθούν
κράζουν ως Ριγολέτος.
Όλοι μιά Μπούφα Όπερα
κι ύστερα ησυχία,
μαζί μέ σένα σιωπούν
τών άστρων τά ηχεία.
Ο φόβος είν’ ο Αρχηγός
κι ο τρόμος διατάζει,
βρίσκει τό έγκλημα φωλιά
στά στήθη καί κουρνιάζει.
Όλα στημένα, βρώμικα
ζέχνουνε πτωμαΐνη,
σ’ ένα Νταχάο όλοι μας
μέ σκόνες κι ηρωίνη.
Αλίμονο στόν άνθρωπο
καί στούς μικρούς επίσης,
τόν εαυτό σου μιά στιγμή
κι αυτόν θά τόν μισήσεις.
Το τέλος όπου έρχεται
δεν είναι για τους λίγους
είναι γι’ ανυπεράσπιστους.
κι ασήμαντους κολίγους.
………………………..
………………………..
«Έτσι περάσαμε στή μοναξιά
σέ σπίτια παραλληλεπίπεδα
έχοντας γιά ιδανικά
μιά θέση στό Δημόσιο
καί άλλη μιά στά γήπεδα».
Μίκης Θεοδωράκης:
ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ