Σωρεία παραβιάσεων του Συντάγματος από τις κυβερνήσεις!
Ο τίτλος του υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης είναι αδόκιμος, ως πλεοναστικός. Διότι, το «Εσωτερικών» περιλαμβάνει και τη δημόσια διοίκηση και η δημόσια διοίκηση περιλαμβάνει και την αποκέντρωση.
Το ότι η δημόσια διοίκηση περιλαμβάνει και την αποκέντρωση ορίζεται με το άρθρο 101 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «η Διοίκηση του Κράτους, καλουμένη και Δημοσία Διοίκηση, οργανώνεται σύμφωνα με το αποκεντρωτικό σύστημα». Δηλαδή, το «αποκεντρωτικό σύστημα» αποτελεί μορφή οργανώσεως και εντάσσεται στη δημόσια διοίκηση.
To επόμενο άρθρο, το 101Α του Συντάγματος, ορίζει ότι «τα μέλη της ανεξάρτητης αρχής διορίζονται με ορισμένη θητεία, όπως ο νόμος ορίζει».
Ο συνταγματικός νομοθέτης είχε υπόψη του ότι «τις τακτικές θέσεις μπορούν να τις κατέχουν και μη μόνιμοι υπάλληλοι, όπως είναι οι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται με ορισμένη θητεία» (Δ. Παπανικολαΐδη, «Σύστημα Διοικητικού Δικαίου», 1992, σελ. 175). Πράγματι, οι θέσεις αυτές «δύνανται να καταληφθούν υπό υπαλλήλων εξαιρουμένων της μονιμότητας. Πληρούνται δε διά διορισμού επί τριετή θητεία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 4352/1964» (Α. Τσούτσου, «Διοίκηση και Δικαιοσύνη», 1979, σελ. 177).
Ομοία και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά την οποία «ο νόμος πολλάκις καθορίζει την θητείαν ωρισμένων προσώπων ως οργάνων της διοικήσεως χρονικώς περιωρισμένων, προβλέπων ότι μετά την λήξη της θητείας των εκλέγονται ή διορίζονται έτερα πρόσωπα προς άσκησιν των αρμοδιοτήτων τούτων» («Πορίσματα Νομολογίας 1929-59», σελ. 103).
Μετά από ενάμιση χρόνο από την ισχύ του αναθεωρημένου Συντάγματος (18-4-2001) ο εκτελεστικός αυτού νόμος 3051/2002 (ΦΕΚ 220/20-9-2002) ορίζει, στο άρθρο 5 παρ. 2, ότι «η θητεία των μελών των ανεξαρτήτων αρχών που δεν έχουν εκλεγεί μετά την ισχύ του αναθεωρηθέντος Συντάγματος θεωρείται λήξασα. Τα μέλη αυτά συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρι την εκλογή νέων μελών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 3».
Κατά την παρ. 2 του άρθρου 3, «η θητεία των μελών των ανεξαρτήτων αρχών είναι τετραετής και ανανεώνεται, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 5». Κατά την παρ. 3 του άρθρου 5, «τα μισά από τα μέλη της ανεξάρτητης αρχής κληρώνονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής και διορίζονται για θητεία δύο ετών». Κατά δε την παρ. 2 του άρθρου 3, «τα μέλη των ανεξαρτήτων αρχών δεν επιτρέπεται να επιλέγονται για περισσότερες από δύο θητείες, διαδοχικές ή μη».
Από τις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις προκύπτουν τα εξής:
– Έληξε η θητεία των μελών των ανεξάρτητων αρχών από της ισχύος της νέας συνταγματικής διατάξεως του άρθρου 101Α, ήτοι από 18-4-2001.
– Η θητεία των νέων μελών των ανεξάρτητων αρχών είναι, κατά το ήμισυ, τετραετής και, κατά το έτερον ήμισυ, διετής.
– Ήταν δυνατή η ανανέωση της θητείας τους για μία ακόμη φορά συνολικά, για τέσσερα ή οκτώ έτη, από της αρχικής θητείας, είτε πριν είτε μετά την ισχύ του Συντάγματος.
Εν τούτοις, μερικά μέλη των ανεξάρτητων αρχών υπηρετούν επί πολλές θητείες, πέραν από τις νόμιμες δύο, 2+2 έτη και 4+4 έτη, κατά κατάφωρη παραβίαση της εννοίας της θητείας, εν ταυτώ και του Συντάγματος και του νόμου.
Υπηρετούν για τρίτη θητεία απαγορευομένη, 3×2=6 έτη και 3×4=12 έτη, ακόμη και για τετάρτη (!) 4×2=8 και 4×4=16. Οι δε υπηρετούντες για δύο έτη μπορεί να παρατείνουν τη θητεία τους πέντε, έξι ή και επτά φορές, υπηρετώντας τελικά 2×5=10, 2×6=12 και 2×7=14 έτη αντίστοιχα. Δηλαδή, ό,τι έδοξε τω ηγεμόνι δίκαιον εστίν.
Επιπλέον, δεν τηρήθηκε η αρχή της κοινοβουλευτικής δύναμης των κομμάτων (άρθρο 37 του Συντάγματος), η οποία προσδιορίζει τον αριθμό των μελών των ανεξάρτητων αρχών, κατά κόμμα, λ.χ. για το ΑΣΕΠ είναι 24:300 = 0,080, κατά βουλευτή, και λαμβάνεται υπόψη από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κανονισμού της Βουλής.
Αυτά ως προς την παραβίαση του Συντάγματος και του νόμου, πέραν της αντιδημοκρατικής ρυθμίσεως του Ν. 3051/2002 ως προς το προσωπικό των ανεξάρτητων αρχών το οποίο προέρχεται από μετατάξεις, ακόμη και από προσωπικό νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου του ευρύτερου δημόσιου τομέα, το οποίο μετετάγη «χωρίς γνώμη υπηρεσιακού συμβουλίου, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων» (άρθρο 5 παρ. 8 Ν. 3051/2002).
Η ακαταστασία αυτή προβληματίζει ως προς την καταλληλότητα του υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, και ελέγχεται για την παραβίαση του Συντάγματος και του νόμου. Αφήνει δε να αναζητηθεί το κινούν αίτιο, το οποίο είναι ο συντάκτης όλων σχεδόν των διοικητικών νόμων, με τα σχοινοτενή άρθρα, από το 1982 μέχρι σήμερα.
Εξάλλου, η αστυνομία αποτελεί και αναγνωρίζεται νομοθετικά (άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1268/1982) ως «δημοσία δύναμη», που πάντοτε ενεργεί ως τέτοια για την ασφάλεια και την προστασία της ζωής και της περιουσίας των ανθρώπων. Πάντοτε ενεργεί ως τέτοια και στην ακραία περίπτωση της «χρήσης των όπλων, λαμβανομένης υπ’ όψιν της αρχής της αναλογικότητας» (ΠΔ Δαγτόγλου, Ατομικά δικαιώματα Α΄-Β΄, 2005, σ. 333). Πάντοτε ενεργεί με περίσσια λεπτότητα και ευγένεια, στο πλαίσιο των αρχών του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά ως «δημοσία δύναμη».
Την εγγενή αυτή ιδιότητά της τη χειρίζεται μόνη, ιδία ευθύνη, σε όλα τα δημοκρατικά πολιτεύματα. Η πολιτική εξουσία δύναται και υποχρεούται να επισημαίνει τη δημοκρατική προέλευση και την ύπαρξη της «δημόσιας δύναμης».
Εν τούτοις, πρόσφατη συμπεριφορά αυτής της «δημόσιας δύναμης» ως ικετευτικής δύναμης προκάλεσε πελώρια συμφορά ως προς την ασφάλεια των πολιτών και των περιουσιών των και προβλημάτισε ως προς τη σχέση της με την πολιτική εξουσία και την καταλληλότητα αυτής. Ευτυχώς, όμως, η εκ του νόμου υπόμνηση της «δημόσιας δύναμής» της αποκατέστησε την τάξη.