ΣΥΜΠΑΡΙΣΤΑΜΕΘΑ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓΡΟΤΕΣ… ΣΤΟΥΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΙΠΠΟΤΕΣ
Ως γεωργός ο Έλληνας
σκάβει καί ανασκάβει,
καί γίνεται σκαντζόχοιρος
ή καί θρασύ κουνάβι.
Σκάβει καί τάφους οδικούς
σκάβει στό σύνολό του
αλλά αφήνει άσκαφτο
εν τέλει τό μυαλό του.
Δέν απαιτεί τό άδικο
μέ τέτοιες Κυβερνήσεις,
πλήν αδικεί τό σύνολο
καί πού νά οδηγήσεις;
Ερημωμένες τίς οδούς
δέν θέλει νά τίς βλέπει
γι’ αυτό καί συνωστίζεται
αδιάφορος στό «πρέπει».
Τό πρέπει πάει ασορτί
μαζί μέ τό «Έτσι θέλω»
έτσι η Χώρα γίνεται
έν οδικό μπορντέλο.
Άν μ’ όλα του τά άρματα
μπουλντόζες καί τρακτέρια
έμπαινε σ’ έναν πόλεμο
κι ερχόμαστε στά χέρια
μέ τήν Τουρκιά, τά Σκόπια
καί τούς Αλβανιτάδες,
τότε η μία η Ελλάς
θά ‘τανε τρείς Ελλάδες.
Μά τού αρέσει η οδός
η άγουσα στά μπλόκα,
όπως αρέσει στά πτηνά
ο άνηθος κι η ρόκα.
Μού είναι όλως συμπαθής
ο κόσμος τού αγρότου
όπως αρέσει στόν λαγό
η γεύση τού καρότου.
Όμως, οδεύων βόρεια
καί πρός Θεσσαλονίκη
μέ κατακτά ο διάβολος
– κυρία Ελπινίκη.
Διότι ο πηδούχος σου
ανήρ καθ’ όλα εντάξει
διαταράσσει είς εμέ
τήν οδική μου τάξη.
Έτσι δέν φτάνω στό Ντεπό
– κυρία Τερψιθέα
αλλά διά μέσω τών Θηβών
φτάνω στήν Καλλιθέα.
Μέ βλέπει τότε η σύζυγος
καί απορεί η καημένη:
«Μά, Μιχαήλ περίμενα
νά ‘σαι στή Μενεμένη».
«Ποιά Μενεμένη μάτια μου
δέν κάνεις τόν σταυρό σου
μέ όσα μού συνέβησαν.
Ούτε είς τόν εχθρό σου».
Καί ιστορώ στή σύζυγο
τά καθ’ οδόν. Τά μπλόκα.
«Άσε τήν πάρλα Μιχαήλ,
ξενύχτησες στήν πόκα».
«Ποιά πόκα αγαπημένη μου
μέ είχανε μπλοκάρει
κάτι λεβέντες δίμετροι
μέ τσάπα καί μέ φτυάρι».
Μά ποιός ακούει κόρακα
σάν κελαηδάει αηδόνι…
Καί η ζωή μας προχωρεί
ίδια… σερί κορδόνι.
Κι ο ήρωας τής αγροτιάς
ως άλλος Παπαφλέσσας
κρατά γερά στόν πόλεμο
μιάς εποχής μπαμπέσας.
…………………………….
…………………………….
«Στούς βράχους βροντά τό κανόνι
καί στά βουνά κεραυνοί,
τ’ αντάρτικο κύμα φουσκώνει
νέα ζωή προχωρεί».
…………………………….
…………………………….
Από τώρα δέν θά πληρωνόμαστε
μέ EURO, αλλά με ντομάτεεεες.