ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΠΑΙΔΕΙΑ, ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΑΞΗ Η… ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

Και τώρα όλοι περιμένουμε το δεύτερο βήμα, που είναι και το ζητούμενο. Την αλλαγή της οικονομικής πολιτικής και την προσαρμογή της στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και στην αντιμετώπιση του οικονομικού χάους που απειλεί τη χώρα.

Ο έλληνας πολίτης αισθάνεται ανασφαλής, καθώς ακούει τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Προβόπουλο να μας προειδοποιεί ότι «τα δύσκολα είναι μπροστά μας». Αισθάνεται ανασφαλής όταν βλέπει ότι δεν υπάρχει κανένα πεδίο της δημόσιας ζωής που να μην έχει βυθιστεί στον βούρκο της διαφθοράς ή στο τέλμα της ανικανότητας. Αισθάνεται ανασφαλής για το επαγγελματικό του μέλλον (κρίση, απειλή ανεργίας, εργασιακό ωράριο, μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό καθεστώς κ.λπ.). Αισθάνεται ανασφαλής και αγωνιά όταν βλέπει καθημερινά ότι η Παιδεία κατρακυλάει στην άβυσσο της αμάθειας και η Δημόσια Τάξη διαταράσσεται από την έκνομη δραστηριότητα μερικών «κουκουλοφόρων», ξένων ή ντόπιων. Όταν βλέπει απαγωγές ή ακόμη και δολοφονίες συμπολιτών του σχεδόν σε καθημερινή βάση.

Οικονομία, Παιδεία, Δημόσια Τάξη είναι οι μεγάλες ασθένειες της ελληνικής κοινωνίας. Όλα αυτά θα τα θεραπεύσει ο ανασχηματισμός; Ας μην τρέφουμε φρούδες ελπίδες!

Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν μπορεί και θέλει η κυβέρνηση να κάνει τη μεγάλη ανατροπή στην οικονομική πολιτική, στην εκπαιδευτική πολιτική και στην εμπέδωση της δημόσιας τάξης. Τότε ο ανασχηματισμός θα αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο και θα συμβάλει αποφασιστικά στη βελτίωση της καθημερινότητας του έλληνα πολίτη.

Οικονομία, Παιδεία, Δημόσια Τάξη αποτελούν την τριλογία του κυβερνητικού δράματος, το αποτέλεσμα της παράλυσης του κρατικού μηχανισμού και της υποτονικής κυβερνητικής παρουσίας.

Η ανατροπή της πολιτικής σε οποιονδήποτε τομέα προϋποθέτει ύπαρξη σχετικής πολιτικής βούλησης, αδιάφθορο και αποτελεσματικό κρατικό μηχανισμό, αντιπαράθεση με κατεστημένα συμφέροντα και ξερίζωμα των εμποδίων που μάχονται την αλλαγή. Με λίγα λόγια, ρήξεις και κόντρες μέχρι τελικής πτώσης. Αν κάτι τέτοιο δεν γίνει κατορθωτό, τότε καμιά υπόσχεση δεν πρόκειται να τηρηθεί, αφού τα όσα λέγονται από τους πολιτικούς δεν έχουν την παραμικρή βαρύτητα και καμία κυβερνητική πράξη δεν μπορεί να συνδεθεί σε μόνιμη βάση με τη βελτίωση της καθημερινότητας του πολίτη.

Δεν υποτιμάμε κανέναν από τους τρεις κλάδους της κυβερνητικής δραστηριότητας που νοσούν βαρύτατα σήμερα. Και μπορούμε να πούμε ότι και άλλοι έχουν περιπέσει σε αδράνεια και απραξία, όπως π.χ. ο τομέας των εξωτερικών σχέσεων της χώρας μας, που οδηγείται σε πλήρες ναυάγιο, καθώς πάντα ήταν ασθενικός και πλαδαρός. Όμως είναι πλέον κοινή πεποίθηση ότι προτεραιότητα σήμερα έχει η οικονομία και η πλήρης ανατροπή της οικονομικής πολιτικής που ασκείται τώρα. Και την ανάγκη αυτή υποδηλώνει με έντονο τρόπο ο πρόσφατος ανασχηματισμός, που ουσιαστικά περιορίστηκε στην απομάκρυνση των κ. Αλογοσκούφη και Φώλια και στην είσοδο στην κυβέρνηση του κ. Σαμαρά, αλλά σε υπουργείο άσχετο με την οικονομική πολιτική, όμως μείζονος σπουδαιότητας.

Προσωπικά έχω τη γνώμη ότι η αναδόμηση του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης δείχνει καθαρά ότι ο πρωθυπουργός δεν υιοθετεί την ανάγκη για αλλαγή της σημερινής οικονομικής πολιτικής και επιθυμεί απλώς κάποιες επουσιώδεις μεταβολές. Προφανώς αναλογίζεται ότι η ανατροπή της οικονομικής πολιτικής και η εφαρμογή μιας νέας, με ανθρώπινο πρόσωπο και κοινωνική ευαισθησία, προσκρούει σε πολλά και σοβαρά εμπόδια. Ας δούμε τα κυριότερα από τα εμπόδια αυτά, που άλλα είναι εξωγενή και άλλα ενδογενή.

α) Η αλληλεξάρτηση των εθνικών οικονομιών, δηλαδή η παγκοσμιοποιημένη οικονομία, έχει δημιουργήσει δεσμεύσεις για πιστή εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου της ασυδοσίας των αγορών και της αποχής του κράτους από τα δρώμενα στην οικονομία. Εννοώ τις δεσμεύσεις της χώρας μας απέναντι στην ΕΕ και την ΟΝΕ, που είναι ισχυρότατες, και το κόστος από τυχόν διάρρηξη ή αγνόησή τους, που θα είναι τεράστιο. Έχουν δημιουργηθεί ισχυρά πλέγματα πολιτικών και οικονομικών σχέσεων που είναι πολύ δύσκολο να ξεπεραστούν. Η ΕΕ και η ΟΝΕ δεν επιτρέπουν την εφαρμογή μιας άλλης, πιο ανθρώπινης οικονομικής πολιτικής, που να απομακρύνεται από τη φιλοσοφία της νεοφιλελεύθερης ασύδοτης αγοράς. Η υποταγή στις επιταγές των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και της ΟΝΕ για τις ασθενείς οικονομίες καθίσταται εκ των πραγμάτων απολύτως αναγκαία. Και μια ανατροπή του στάτους ή έστω μια προσπάθεια ανατροπής του οδηγεί στην έξοδο. Κάτι που και τα δύο κόμματα εξουσίας (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) δεν θέλουν και δεν τολμούν. Άλλωστε και οι εξαγγελίες του ΠΑΣΟΚ για μια νέα οικονομική πολιτική πρέπει να νοηθούν ως προσπάθεια επουσιώδους βελτίωσης του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου. Ας μην τρέφουμε αβάσιμες ελπίδες.

β) Ο εκτροχιασμός του δημοσιονομικού τομέα αποτελεί σοβαρότατο εμπόδιο για την εφαρμογή μιας νέας οικονομικής πολιτικής που να παρουσιάζει ισχυρό σύνδεσμο με μέτρα κοινωνικής ευαισθησίας. Η νοοτροπία νεοπλουτισμού που κυριάρχησε στη συμπεριφορά του κράτους από το 1980 (έκθεση Αβέρωφ προς τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Ράλλη) και οδήγησε στο σπάταλο κράτος, στα υψηλά ελλείμματα και στο υπέρογκο δημόσιο χρέος έχει δημιουργήσει ισχυρότατους δεσμούς εξάρτησης της οικονομικής πολιτικής με τις επιθυμίες της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Πώς θα μπορέσει το κράτος να καλύψει τις τόσο υψηλές δανειακές του ανάγκες αν δεν ικανοποιεί τις όποιες απαιτήσεις της αγοράς; Και αν κλείσουν οι στρόφιγγες του δανεισμού σε ένα κράτος δανειοσυντήρητο όπως το δικό μας, τότε θα «παγώσει» η οικονομία μας. Μόνον με τη συγκατάθεση της ΟΝΕ λόγω της κρίσης μπορεί η κυβέρνηση να εφαρμόσει πολιτική υπέρ των αδυνάτων, το εύρος της οποίας θα εξαρτηθεί από τη «μακροθυμία» των αρμόδιων κοινοτικών οργάνων.

γ) Η χαμένη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας δεν είναι πλέον δυνατόν να διορθωθεί με αυτόνομη άσκηση νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής. Αυτό το προνόμιο το έχουμε εκχωρήσει στην ΟΝΕ, δηλαδή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η υπερτίμηση του ευρώ επαύξησε τη χαμένη μας ανταγωνιστικότητα, αποτέλεσε τροχοπέδη για τις ελληνικές εξαγωγές, επιδείνωσε το εμπορικό μας ισοζύγιο, μείωσε την παραγωγή και αύξησε την ανεργία, χωρίς η χώρα μας να διαθέτει κανένα όπλο άμυνας, παρά μόνον τη σφιχτή νεοφιλελεύθερη εισοδηματική πολιτική και την αύξηση του ωραρίου των εργαζομένων. Πάλι μετακύλιση των βαρών στους ώμους των εργαζομένων. Αλήθεια, πώς μπορεί η τωρινή κυβέρνηση να αποκαταστήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητα στα πλαίσια της ΟΝΕ και με το ευρώ ως εθνικό μας νόμισμα; Να γιατί σε πολλές χώρες μέλη της ΟΝΕ άρχισε να επικρατεί προβληματισμός για το μέλλον της και για τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τη σημερινή κρίση, με τα αυστηρά πλαίσια εφαρμογής της περιβόητης Συνθήκης του Μάαστριχτ. Ναι στη διάλυση της ΟΝΕ και στην απόσυρση του ευρώ, αφού η πολιτική της έμεινε προσηλωμένη στους αριθμούς και ξέχασε ότι υπάρχουν και οι άνθρωποι. Και οι πολιτικές και οι αριθμοί πρέπει να υπηρετούν τον άνθρωπο και όχι το αντίθετο. Όλα πρέπει να σχεδιάζονται με στόχο να υπηρετούν το συμφέρον της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας.

δ) Η ακρίβεια, η φορολογική λαίλαπα και η υπερχρέωση <Δ> επιχειρήσεων και νοικοκυριών πώς θα μπορέσουν να περιοριστούν χωρίς ισχυρά πλήγματα και καταπολέμηση των παραγόντων που τις τροφοδοτούν; Πώς είναι δυνατόν, μέσα στο δεδομένο πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί κυρίως από το 1997 και διατηρήθηκε και μετά, επί κυβερνήσεων Καραμανλή, να ενισχυθεί το κοινωνικό στοιχείο μιας ριζικής μεταβολής της οικονομικής μας πολιτικής; Μόνον αν η δημοσιονομική χαλάρωση, που είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης, συνδυαστεί και με δομικές αλλαγές σε όλο το εύρος του οικονομικού οικοδομήματος, θα καταστεί δυνατόν να σταματήσουν τον κατήφορο.

Μαγικές λύσεις δυστυχώς δεν υπάρχουν. Έτσι, οι κυβερνήσεις των τελευταίων 15 χρόνων καταφεύγουν στην «αριστερή ρητορική», σε ανασχηματισμούς, σε καρατόμηση προσώπων και σε άλλα επικοινωνιακά τρικ και οι δομικές αλλαγές στην οικονομία μας μπαίνουν στο χρονοντούλαπο της λησμονιάς. Και έτσι δημιουργείται μια ευχάριστη εικόνα για την ελληνική οικονομία, μια εικονική πραγματικότητα. Τα προβλήματα κρύβονται. Μόνον έτσι ευημερούν στην Ελλάδα οι αριθμοί και υποφέρει σημαντικός αριθμός πολιτών. Αυτά τα εμπόδια, μαζί με τη διαπλοκή, δεν μπόρεσε να τα ξεπεράσει ο Κώστας Καραμανλής, όταν τελικά αποφάσισε τον ανασχηματισμό της κυβέρνησής του. Συμμεριζόμαστε τις πολλές δυσκολίες για μια αλλαγή της οικονομικής πολιτικής, αλλά οι ηγέτες κρίνονται στα δύσκολα και στην ικανότητά τους να ανοίγουν νέους δρόμους. Έπεσε και η δική μας πολιτική ηγεσία στο τέλμα ιδεών που χαρακτηρίζει τους πολιτικούς όλων σχεδόν των χωρών. Κι όμως, παρά τα εμπόδια, μπορούμε να οικοδομήσουμε με βήματα σταθερά και στοχευμένα μια αλλαγή της οικονομικής πολιτικής. Η κρίση δίνει τη δυνατότητα μιας περισσότερο γενναίας εισοδηματικής πολιτικής, μιας ελεγχόμενης από το κράτος αγοράς και μιας σημαντικής συμμετοχής του Δημοσίου στον τραπεζικό τομέα. Ξεκινώντας από τις αλλαγές αυτές, μπορεί η κυβέρνηση γρήγορα να πετύχει αλλαγή της οικονομικής πολιτικής. Η κρίση έφερε ζάλη στις αγορές, οι νεοφιλελεύθεροι φωστήρες κατάπιαν τη γλώσσα τους και έχουν παραδοθεί στις κρατικές παρεμβάσεις στήριξης των αγορών. Ναι στις κρατικές παρεμβάσεις, αλλά για στήριξη των αδυνάτων.


Σχολιάστε εδώ