Μια φορά και έναν καιρό

Ως εκ περισσού, κρεμότανε και μια λάμπα 60 βατ πάνω από το στρογγυλό τραπέζι της χαρτοπαιξίας, αλλά η ύπαρξή της ήτανε μάλλον συμβολική, επειδή το φως της μάταια προσπαθούσε να διαπεράσει το παχύ στρώμα νικοτίνης που είχε επικαθήσει πάνω της. Το καφενείο στεγαζόταν σε μιαν ευρύχωρη αίθουσα στο ισόγειο ετοιμόρροπου διώροφου κτιρίου, στον άνω όροφο του οποίου διαβιούσε μια εξίσου ετοιμόρροπη γριά. Ο καφετζής είχε αναλάβει την υποχρέωση να την προμηθεύει καθημερινά τον άρτον της τον επιούσιο… Έβγαινε η γραία στο μπαλκόνι κατά το μεσημεράκι κι άρχιζε να σκούζει σαν να τη… σφάζουνε: – Αντώνη… Αντώνη… Καλέ Αντώνη… Πήρες ψωμί; Δύσθυμος ο καφετζής κρατώντας μιαν αφράτη φρεσκοψημένη φρατζόλα που λιμπιζόταν τις… γωνίες της, έβγαινε στη πόρτα, του έριχνε εκείνη ένα καλάθι δεμένο με σχοινί όπου έβαζε το ψωμί, και το τράβαγε επάνω σαν… ασανσέρ χωρίς να του πει ένα ξερό «ευχαριστώ»!

Η εξυπηρέτηση αυτή δεν οφείλετο σε φιλόστοργη διάθεση του καφετζή προς την τρίτη ηλικία, αλλά ήταν ένα καταναγκαστικό έργο, επειδή το οίκημα ήταν ιδιοκτησία της γηραιάς κυρίας η οποία με κάθε ψύλλου πήδημα τον απειλούσε πως θα το δώσει αντιπαροχή και θα τον πετάξει στο δρόμο. Έτσι την αισθανόταν σαν δαμόκλειο σπάθη επί της κεφαλής του. Ο καφετζής εκτελούσε χρέη σερβιτόρου και «ταμπή», τέχνη που διδάχθηκε κοντά στον μακαρίτη τον πατέρα του που ήτανε ταμπής περιζήτητος από τα πιο ονομαστά καφενεία της τότε Αθήνας.

Οι περισσότεροι πελάτες ήσαν γερόντια συνταξιούχοι, που δεν τους κόλλαγε ύπνος και έπαιρναν αξημέρωτα τα τρίστρατα κι αριβάρανε με τον ξερόβηχά τους, τις γκρίνιες τους και τις παραξενιές τους. Κάθονταν πάντα στο μαρμάρινο τραπεζάκι δίπλα στο μεγάλο παράθυρο για να βλέπουνε την κίνηση και να σχολιάζουνε πικρόχολα τους περαστικούς. Το κακό με δαύτους ήτανε πως όλα τους φταίγανε και, το χειρότερο, πως καυγαδίζανε κάθε τόσο με τα πολιτικά κι από τις φωνές τους γινόταν το «σώσε». Άλλοτε πάλιν κάποιος εθίγετο προσωπικά με τους υπαινιγμούς για το κόμμα του, αμόλαγε μερικούς ανοίκειους χαρακτηρισμούς για το ποιόν του συνομιλητή του και αποχωρούσε γεμάτος οργή λέγοντας εις επήκοον πάντων τι να του… κάνουν «αν τον ξαναδούν…». Φυσικά σε λίγες μέρες ξαναρχόταν κι ούτε γάτα ούτε ζημιά… Τους έβλεπες να μπερδεύουνε από τον θυμό τα λόγια τους καθώς τσακώνονται κατακόκκινοι, και φοβόσουν πάνω στην έξαψη, μη τους έρθει κανένας ταμπλάς και τα κακαρώσουν… Φασαρία κάνανε κι οι χαρτοπαίκτες για διαφορετικούς λόγους και με άλλο φραστικό επίπεδο βέβαια. Ο φιλοπρόοδος Αντώνης είχε διαμορφώσει στο βάθος, μακριά από βέβηλους οφθαλμούς, έναν χώρο για να ψυχαγωγούνται οι μερακλήδες χαρτοπαίζοντας, αλλά τηρώντας αυστηρώς τις κείμενες αστυνομικές διατάξεις περί «τεχνικών και ημιτεχνικών παιγνίων». Η μόνιμη τετράδα ήταν λιγάκι ετερόκλητη. Είχαν όμως τακιμιάσει και δεν υπήρχε μέρα να μη καταφθάσουν από όρθρου βαθέως για να πιάσουν δουλειά. Επικεφαλής και έχων διαρκώς το γενικό πρόσταγμα ήταν ο Περίανδρος, υπεργολάβος δημοσίων και ιδιωτικών έργων. Κατά τα πρότυπα μεγάλου καταστήματος του Λονδίνου, όπου μπορείς να βρεις από μία καρφίτσα ως έναν ελέφαντα, έτσι και ο Περίανδρος σεμνυνόταν να διακηρύσσει πως διαθέτει συνεργεία για να αλλάξουν λαστιχάκια σε βρύση που τρέχει, μέχρι να σου χτίσει ουρανοξύστη σαν τον «Εμπάιρ Στέητ Μπίλντινγκ» και βάλε…

Το καφενείο το είχε και για γραφείο του. Εδώ έκλεινε τα επαγγελματικά του ραντεβού, εδώ συνέχεια τον καλούσανε στο τηλέφωνο, εδώ μάζευε γραμμάτια κι εδώ ερχόντανε τα μαστόρια του ωρυόμενα… Τα μαστόρια αυτά ήσαν ιδιαιτέρως ενοχλητικά και πολύ τον στενοχωρούσαν με τις υπερφίαλες απαιτήσεις τους για μεροκάματα και ένσημα του ΙΚΑ.

– Είναι αχάριστοι, «ναμκιόρηδες», έλεγε, που δεν εκτιμούν το ψωμάκι που τους δίνω και τρώνε. Για γραφείο του χρησιμοποιούσε επίσης το καφενείο ο κύριος Αποστόλης επαγγελλόμενος τον μεσίτη ακινήτων. Πάντα σενιαρισμένος και γραβατωμένος, είχε στη τσέπη του όλον τον επαγγελματικό του εξοπλισμό αποτελούμενο από ένα μπλοκάκι κι ένα μπικ. Είχε κι αυτός στη δούλεψή του έναν παραγιό αχάριστο σαν όλους τους παραγιούς, που τον έβαζε να τρέχει συνέχεια επιδεικνύοντας σε πελάτες οικόπεδα-κελεπούρια. Εάν όμως οι ενδιαφερόμενοι δεν «τσίμπαγαν», τον έβριζε ανίκανο, τεμπέλη και ακαμάτη. Τρίτος στο καρέ ήταν ο θηριώδης κύριος Μπάμπης, συνταξιούχος από τα 40 του, λόγω κάποιας «ανηκέστου βλάβης», πάντα ντούρος, πιο ροδαλός και ρωμαλέος κι απ’ τον… Γολιάθ. Την τετράδα συμπλήρωνε άτομο αγνώστου προελεύσεως, που όλοι αποκαλούσαν «μουσιού Μισέλ». Κανένας δεν ήξερε από πού κρατά η σκούφια του, κι όποιος προσπάθησε τάχατες στο χαζό να τον «ψαρέψει» η απάντησή που εισέπραττε ήτανε του τύπου «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε». Στους έγκυρους κύκλους του καφενείου πάντως, επικρατούσε η άποψη πως ήτανε τοκογλυφάρα του κερατά. Μιαν ακόμα περιστασιακή πολύ μικρή κατηγορία πελατών αποτελούσαν οι… ταβλαδόροι. Αυτοί κατά κανόνα ήσαν μαγαζάτορες της γύρω περιοχής και σε ώρες σχόλης ή αναδουλειάς αφήνανε κάποιον στο πόδι τους και πηγαίνανε για καμιά παρτίδα τάβλι για να ξεδώσουν.

Ήτανε οι περισσότερο θορυβώδεις καθώς βάραγαν τα πούλια με όλη τους τη δύναμη για να σπάσουνε το ηθικό του αντιπάλου και να τον παρασύρουν σε λάθη τακτικής. Τριγύρω τους σχηματιζόταν γαλαρία που σχολίαζε το παίξιμό τους. Πρώτος και καλύτερος στηνότανε ο Αντώνης και τους… συμβούλευε. Οι χαρτοπαίκτες αντιθέτως δεν επέτρεπαν την παρουσία παρατηρητών, ισχυριζόμενοι ότι διακατέχονται από προλήψεις. Η άρνησή τους βέβαια δεν οφείλετο σε δεισιδαιμονία αλλά στην καχύποπτη σκέψη πως ο παρατηρητής είναι βαλτός και πως στέλνει σήματα για τα χαρτιά που κρατάνε στα χέρια τους.

Είχε κάποτε πολλά καφενεία η περιοχή και σύχναζαν άνθρωποι κάθε τάξεως και ηλικίας. Συνταξιούχοι ήσαν ελάχιστοι γιατί πεθαίνανε προτού να βγουν στη σύνταξη. Τώρα έγιναν όλοι τους κορακοζώητοι για να σκάνε τις γυναίκες τους. Αλλά ευτυχώς που υπάρχουνε κι αυτοί και συντηρείται το μαγαζί. Μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, έχει από χέρι τόσα ποτά από δαύτους. Χώρια που όταν εισέπρατταν τη σύνταξη κερνούσανε και ούζο… κι όμως νιώθει πόσο προσωρινά είναι όλα. Πόσο γρήγορα τα πάντα αλλάζουν. Το καφενείο αυτό -το μοναδικό ίσως που απέμεινε- κάποτε ήτανε γεμάτο μόνο με νέους που ξημεροβραδιάζονταν εκεί και το είχαν κάνει στέκι τους. Παίζανε τάβλι, χαρτιά «κολτσίνα» και «ξερή» και στήνανε κι αυτοί καυγάδες για το ποδόσφαιρο και τις ομάδες που δεν ήτανε ΠΑΕ. Η αίθουσα ντουμάνιαζε από τα τσιγάρα, μέχρι που δεν έβλεπες από τους καπνούς μπροστά σου. Και θυμάται ο Αντώνης πως βρωμοκόπαγε ολόκληρος από τις τσιγαρίλας. Το μαγαζί άδειαζε μοναχά τις Κυριακές το μεσημέρι που φεύγανε νωρίς νωρίς για το γήπεδο. κι ύστερα, όταν το ματς τελείωνε, επέστρεφαν κατηφείς οι χαμένοι και πανηγυρίζοντας οι νικηταί που τους κορόιδευαν φωνάζοντας:

– Ρούφα το, Ρούφε… υπονοώντας το γκολ που… ρούφηξαν οι αντίπαλοι. Το καφενείο τότε ήτανε ένας προσωπικός τους χώρος, σπίτι και πατρίδα μιας ολόκληρης φυλής. Περνούσανε από απέναντι τα γκομενάκια στο αδιάφορο τάχα, για να τις δει ο «εκείνος» που τις ενδιέφερε και να προσπαθήσει να τις… καμακώσει. Παράταγαν την παρτίδα στη μέση και ξαμολιόντανε να τις ξεμοναχιάσουν…

Επέστρεφαν με το υπεροπτικό χαμόγελο του κατακτητή και διηγούντο τερατολογίες για τα ερωτικά τους κατορθώματα, χωρίς να υποψιάζονται το δίχτυ που υφαινόταν γύρω τους…

Πάνε πια τώρα. Τα πάντα άλλαξαν. Οι νέοι παράτησαν τον καφενέ και συχνάζουνε στα «ιντερνέτ καφέ», όπου σκυμμένοι με τις ώρες μπροστά σε μιαν οθόνη «σερφάρουν στο διαδίκτυο». Ούτε τα γκομενάκια τους ενδιαφέρουν, όπως δεν ενδιαφέρονται και τα γκομενάκια για δαύτους…

Κι υπάρχει μόνον στον καφενέ ένα μίσος αγεφύρωτο ανάμεσα στους συνταξιούχους και τους χαρτοπαίκτες. Τους βλέπουν θρονιασμένους με την τράπουλα στο χέρι και λένε οι απόμαχοι:

– Καλά αυτοί δεν ξεκουμπίζονται ποτέ απ’ εδώ; Ποτέ δεν πάνε στα κομμάτια;


Σχολιάστε εδώ