Η «σφυγμομέτρηση» των ευρωεκλογών
Γιατί, όπως αποδεικνύεται, στην Ελλάδα ο κλασικός «εκλογικός κύκλος» δεν αφορά μια προγραμματισμένη αλληλουχία πολιτικών αποφάσεων, μεταρρυθμίσεων και θεσμικών αλλαγών που, αναπόφευκτα, περιλαμβάνουν και τις παροχές ώστε να διανυθεί συντεταγμένα η περίοδος της τετραετίας για να φτάσουμε στις εκλογές.
Αντιθέτως το πολιτικό μας σύστημα και το πολυσύνθετο κύκλωμα συμφερόντων που το επηρεάζει, έχει ως επίκεντρο τις εκλογές, οι οποίες μπορούν να προκύψουν σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή της τετραετίας, αρκεί να εμφανισθούν τα «ευνοϊκά» στοιχεία των σφυγμομετρήσεων…
Με τον τρόπο αυτόν οι εκλογές δεν συνιστούν πλέον την κυρίαρχη προϋπόθεση για την άσκηση μιας δημιουργικής, μακροπρόθεσμης κυβερνητικής πολιτικής. Αντιθέτως αποτελούν τον βασικό σκοπό των κομματικών ηγεσιών και η ίδια η πολιτική δεν συνιστά παρά το μέσον, το εργαλείο για να φτάσουμε στον σκοπό, δηλαδή στην κατοχή ή στην αναπαραγωγή της εξουσίας.
Η κυβερνώσα παράταξη δεν κατανοεί ότι διέρχεται μια περίοδο δομικής κρίσης της αξιοπιστίας της. Αντιθέτως ερμηνεύει την κρίση αυτή ως μορφή δυσαρέσκειας και απογοήτευσης, η οποία δύναται να «αναταχθεί» μέσω επιλεκτικών παροχών και «θεσμικών αλλαγών» σε κρίσιμους τομείς της κοινωνικής πολιτικής (τρόπος εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση).
Γιʼ αυτό και αρκείται στην ανάγνωση του «χάρτη» της κοινωνικής δυσαρέσκειας που διαμορφώνουν οι σφυγμομετρήσεις και επιχειρεί να αντιμετωπίσει τους «πυρήνες της κρίσης», τους οποίους συγκροτούν ειδικές κοινωνικές ομάδες, ικανές να επιφέρουν στη Νέα Δημοκρατία σοβαρό εκλογικό πλήγμα.
Όμως αυτές οι εκ των υστέρων παρεμβάσεις και παροχές οριακά και μόνον αποτελέσματα μπορούν να έχουν. Πρώτον, διότι ο επιλεκτικός τους χαρακτήρας αναδεικνύει τη σκοπιμότητά τους και προκαλεί αυτόματα την αντίθεση άλλων κοινωνικών ομάδων. Δεύτερον, γιατί ο συγκυριακός χαρακτήρας των μέτρων και των παροχών -αφού αυτά δεν συνοδεύονται από μακροπρόθεσμα αποδοτικές μεταρρυθμίσεις- προεξοφλεί την αναπαραγωγή των ίδιων προβλημάτων στο άμεσο μέλλον…
Η οικονομική κρίση αντιμετωπίστηκε με την παροχή των 28 δισ. ευρώ στις τράπεζες και με μικροδιευκολύνσεις προς τους οφειλέτες. Η μεγάλη κοινωνική κρίση του Δεκεμβρίου με τον «ανοικτό διάλογο» για τις εισαγωγικές εξετάσεις. Οι κινητοποιήσεις των αγροτών με το «πακέτο» των 500 εκατ. ευρώ. Ποιο είναι όμως το πραγματικό όφελος για την κοινωνία και την οικονομία;
Το πρόβλημα βέβαια είναι βαθύτερο. Η παρατεταμένη κρίση του πολιτικού συστήματος, η αποτυχία των πολιτικών της διακυβέρνησης εδώ και αρκετά χρόνια έχει ευρύτερες επιπτώσεις. Στην πράξη έχει οδηγήσει στον κοινωνικό κατακερματισμό και στην πλήρη αποδιοργάνωση όλων σχεδόν των ενδιάμεσων θεσμών όπου αντιπροσωπεύονται τα συμφέροντα των κοινωνικών ομάδων. Γιʼ αυτό και δεν υπάρχει ένα οργανωμένο πεδίο διαβούλευσης μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και των κοινωνικών συμφερόντων.
Ζούμε τελικά σ’ ένα δίπολο μιας ασυμφιλίωτης έντασης: Από τη μία πλευρά υπάρχουν διεκδικήσεις και ανάγκες που πολλές φορές είναι δίκαιες, αλλά δεν μπορούν να εκφρασθούν συλλογικά και μετατρέπονται σε αυθαίρετες απαιτήσεις, ενώ στον άλλον πόλο υπάρχει μια πολιτική εξουσία που δίνει ό,τι μπορεί προκειμένου να αποφύγει το κομματικό εκλογικό κόστος…
Γι’ αυτό και η αντιπαράθεση κυβέρνησης – αγροτών διαμορφώνεται μέσα από μη πολιτικές διαδικασίες. Ο αγροτικός κόσμος απώλεσε τη θεσμική/συλλογική του έκφραση και μέσα από τα «μπλόκα» εμφανίσθηκαν ομάδες αγροτών που αντιπροσωπεύουν προϊόντα, που εκφράζουν ιδιαίτερα συμφέροντα. Ο παραγωγικός κατακερματισμός, ο «χάρτης» των προϊόντων, μετατρέπεται σε «κοινωνικό χάρτη» της αγροτικής τάξης, χωρίς να μπορεί να συνθέσει τα επιμέρους συμφέροντα σε μια μακροπρόθεσμη πολιτική, χωρίς ο αγρότης να μπορεί να αποκτήσει, μέσω της συλλογικότητας, συνείδηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει όχι ως «προϊόν» αλλά ως κοινωνική τάξη, η οποία βιώνει το παρόν και αγωνίζεται για το μέλλον της.
Η αδυναμία σύνθεσης των κοινωνικών αντιθέσεων και ένταξης των επιμέρους συμφερόντων σε μια μακροπρόθεσμη βάση οδηγεί την κυβέρνηση σε ρόλο «πυροσβέστη», που φθάνει όμως στο τέλος της καταστροφής, για να καταφύγει σε μέτρα παρηγοριάς…
Γι’ αυτό και στην πράξη η κυβερνητική παράταξη πορεύεται με σύνθημα το «βλέποντας και κάνοντας». Ο πολιτικός χρόνος έχει κατακερματισθεί σε λίγους μήνες και σε μερικές εβδομάδες. Οι ευρωεκλογές, μέσα σʼ αυτό το πλαίσιο, προσλαμβάνουν πότε τακτικό, πότε στρατηγικό χαρακτήρα για την πορεία και το ίδιο το μέλλον της κυβερνώσας παράταξης. Τον χαρακτήρα των ευρωεκλογών δεν θα τον καθορίσει η πολιτική στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας, αλλά οι σφυγμομετρήσεις και η διακύμανση της ποσοστιαίας διαφοράς που θα διαμορφώνεται μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Αυτή ακριβώς η ποσοστιαία διαφορά αποβαίνει και ο «πυρήνας» των σεναρίων που κυκλοφορούν αφειδώς τόσο στα ΜΜΕ όσο και στα κομματικά ηγετικά κλιμάκια…
Γιʼ αυτό και οι ευρωεκλογές αποσυνδέονται από το κεντρικό τους νόημα. Δεν θα αφορούν στην πράξη ούτε την εθνική μας πορεία και τα προβλήματά μας σε σχέση με την ΕΕ ούτε την ίδια την προοπτική της ΕΕ και τις στρατηγικές που πρέπει να αναπτύξει για την αντιμετώπιση της κρίσης και τη διαμόρφωση μιας «νέας σχέσης» με τις ΗΠΑ.
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δεν θα χρησιμεύσει παρά ως «προϊόν» μιας επίσημης σφυγμομέτρησης (αν μέχρι τότε δεν έχουν ενεργοποιηθεί σενάρια βουλευτικών εκλογών) που θα καθορίσει όχι απλώς τον χρόνο διεξαγωγής των επόμενων βουλευτικών εκλογών, αλλά και την τύχη και την προοπτική των ηγετικών προσωπικοτήτων των κομμάτων.
Το βασικό ζητούμενο, που είναι η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της πολιτικής και των πολιτικών φορέων και προσώπων, φαίνεται ότι βρίσκεται εκτός της τρέχουσας «πολιτικής ατζέντας» των κομματικών επιτελείων. Όλοι ασχολούνται, άλλωστε, με τη διακύμανση του «εύρους της ψαλίδας», μιας ψαλίδας που, στην πράξη, κόβει καθημερινά τα πολιτικοϊδεολογικά νήματα που τους συνδέουν με την κοινωνία και τους πολίτες.