Ανύπαρκτοι οι αποθηκευτικοί χώροι φυσικού αερίου στην Ελλάδα
Οι δυσμενείς λειτουργικές συνθήκες των δικτύων διανομής φυσικού αερίου (υψηλές καταναλώσεις στον σύντομο μεσογειακό χειμώνα, χαμηλές στο εκτεταμένο καλοκαίρι) ως συνέπεια των κλιματικών συνθηκών στη χώρα μας οδηγούν στην ανάγκη εξεύρεσης μεγάλων αποθηκευτικών χώρων, της τάξεως τουλάχιστον των 150 εκατ. κυβικών μέτρων (κ.μ.) σε πρώτη φάση, για την κάλυψη της διαφοράς καταναλώσεως θέρους-χειμώνα.
Χρειάζονται ωστόσο και εφεδρικά αποθέματα φυσικού αερίου, επειδή μπορεί να προκύψουν απρόβλεπτες μειώσεις της τροφοδότησης της Ελλάδας από πολιτικά αίτια. Κάτι τέτοιο συνέβη για παράδειγμα στις αρχές του 2008 με τη διακοπή εισαγωγής φυσικού αερίου από το Αζερμπαϊτζάν μέσω του ελληνοτουρκικού αγωγού, ως συνέπεια διενέξεων σ’ αυτήν την περιοχή, αλλά και πιο πρόσφατα με τη διακοπή τροφοδότησης της Ευρώπης από την Ουκρανία με ρωσικό αέριο. Άρα η παντελής έλλειψη σήμερα αποθεμάτων φυσικού αερίου σε χώρους αποθήκευσης άπτεται επίσης θεμάτων εθνικής ασφάλειας.
Με δεδομένες τις μέσες ημερήσιες καταναλώσεις της Ελλάδας, που είναι της τάξεως των 10-13 εκατ. κ.μ. σήμερα και σχεδόν θα διπλασιαστούν μέχρι το 2020, η ανάγκη για αποθηκευτικούς χώρους είναι επιτακτική. Οι δεξαμενές στον τερματικό σταθμό της Ρεβυθούσας, χωρητικότητας 130.000 κ.μ. υγροποιημένου φυσικού αερίου, δηλαδή περίπου 75.000.000 κ.μ. αερίου, διαρκούν για ελάχιστες ημέρες και δεν αποτελούν λύση, παρά τη συνεχή τροφοδότηση με κρυογονικά τάνκερ από την Αλγερία και μέσω του κεντρικού συστήματος μεταφοράς με ρωσικό και τουρκικό αέριο. Ακραίες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης θα μπορούσαν μάλιστα να οδηγήσουν ακόμη και αυτήν τη «σίγουρη» τροφοδοσία σε κρίσιμες συνθήκες υπολειτουργίας.
Η διεθνής τεχνολογική εμπειρία έχει δείξει ότι οι αποθηκευτικές δυνατότητες μιας χώρας που καταναλώνει φυσικό αέριο πρέπει, για λόγους εξασφάλισης της συνέχειας της τροφοδότησης, να φθάνουν τουλάχιστον το 20% (το ένα πέμπτο) της ετήσιας κατανάλωσης. Για την Ελλάδα, τούτο σημαίνει συνολικό αναγκαίο όγκο αποθηκευμένου φυσικού αερίου (υπό κανονικές συνθήκες) περίπου 900 εκατ. κ.μ. το 2009 και σχεδόν 2 δισ. κ.μ. το 2020.
Στα στατιστικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η χώρα μας παρουσιάζεται με έναν μόνο χώρο, αυτόν των κρυογονικών δεξαμενών στη Ρεβυθούσα. Η κατασκευή όμως δεξαμενών υγροποιημένου φυσικού αερίου ειδικά για αποθήκευση είναι οικονομικά ασύμφορη. Αλλά και για λόγους ασφάλειας είναι ευάλωτη, ένεκα του επιφανειακού χαρακτήρα. Προσφορότερη έχει αποδειχθεί από δεκαετίες η αποθήκευση φυσικού αερίου σε υπόγειους φυσικούς χώρους, σε αέρια κατάσταση υπό υψηλή πίεση, σύμφωνα με τη διεθνή οικονομοτεχνική και ενεργειακή πολιτική πρακτική.
H αποθήκευση φυσικού αερίου σε αέρια μορφή μπορεί να γίνει σε υπόγεια σπήλαια ή έστω σε κατάλληλα πορώδη υπόγεια στρώματα. Η έρευνα για την εξεύρεση και την τυχόν στεγανοποίηση τέτοιων υπόγειων σπηλαίων και η θέση τους σε σχέση με την Αττική (κύρια καταναλώτρια φυσικού αερίου στην Ελλάδα) ή και τις άλλες περιοχές της χώρας επηρεάζει τον σχεδιασμό και τη διαστασιολόγηση του όλου συστήματος μεταφοράς του φυσικού αερίου.
Σχετικές μελέτες και πρώτες αξιολογήσεις του υπεδάφους σε περιοχές πλησίον ανθρακωρυχείων, λιγνιτωρυχείων, αλατούχων υδροφόρων στρωμάτων και εξαντλούμενων υπόγειων ταμιευτήρων πετρελαίου και αερίου στην περιοχή του Πρίνου (Καβάλα) έχουν γίνει από το ΙΓΜΕ (Ινστιτούτο Γεωλογικών Μελετών Ελλάδος) με σκοπό τον εντοπισμό αποθηκευτικών χώρων αερίου.
Αρκετοί υπόγειοι χώροι φαίνεται να είναι κατάλληλοι για την αποθήκευση του φυσικού αερίου, ιδιαίτερα οι ταμιευτήρες ορισμένων εξαντληθέντων ή εξαντλούμενων κοιτασμάτων του Πρίνου. Μερικοί μάλιστα λειτούργησαν με πολύ υψηλές πιέσεις, όπως π.χ. στη νότια Καβάλα, που δούλευαν με πιέσεις της τάξεως των 320 ατμοσφαιρών κατά την έναρξη της λειτουργίας τους και της τάξεως των 64 ατμοσφαιρών προς το τέλος. Πλήρωση τέτοιων υπόγειων χώρων, συνήθως εκτάσεως μερικών τετραγωνικών χιλιομέτρων, με φυσικό αέριο μετά από συμπίεση σε ανάλογα υψηλές πιέσεις εξασφαλίζει μεγάλη αποθηκευτική ικανότητα, η οποία μάλιστα μπορεί να υπερβαίνει την προαναφερθείσα αναγκαία στην τελική φάση ανάπτυξης του φυσικού αερίου (2020-30) των δύο δισ. κ.μ.
Οι προαναφερθείσες έρευνες στον ελληνικό χώρο έχουν εντοπίσει υπόγειες κοιλότητες ή τη δυνατότητα διαμόρφωσής τους σε υπόγειους ταμιευτήρες μετά από απομάκρυνση νερού ή σε αλατούχα στρώματα μετά από έκπλυσή τους. Ευρίσκονται σε βάθη μεγαλύτερα του 1 χλμ. και αναμένεται η βαθμιαία αξιοποίησή τους όχι μόνο για το υπερεπείγον ζήτημα της αποθήκευσης φυσικού αερίου και της ένταξής τους στο Εθνικό Σύστημα Φυσικού Αερίου, αλλά και για τη δημιουργία των αποκαλούμενων «νεκροταφείων» του διοξειδίου του άνθρακα (CO2), όταν σε μία έως δύο δεκαετίες θα έχει ωριμάσει η τεχνολογία της «σύλληψης» και απομάκρυνσής του από τα καυσαέρια των θερμοηλεκτρικών σταθμών που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο, λιγνίτη ή άλλα ορυκτά καύσιμα, οι οποίοι αποβάλλουν αυτό το κατεξοχήν αέριο του θερμοκηπίου σε μεγάλες ποσότητες.
Οι αποθηκευτικοί χώροι φυσικού αερίου πρέπει να είναι απόλυτα ελεγχόμενοι, με συστήματα ελέγχου της κατάστασης και της ποιότητας του αερίου και με συγκροτήματα συμπίεσης κατά την πλήρωση, καθώς και κατά την παροχέτευση και την εισαγωγή του στο δίκτυο. Είναι ενταγμένοι στη λειτουργία του κεντρικού συστήματος διανομής φυσικού αερίου με το χαρακτηριστικό ότι το αποθηκευόμενο αέριο δεν παραμένει αποκλεισμένο και στάσιμο, αλλά ανανεώνεται συνεχώς, εξομοιούμενο ποιοτικά με το μεταφερόμενο στο δίκτυο αγωγών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurogas, στην Ευρώπη των 25 κρατών-μελών υπήρχαν, το 2005, 120 μονάδες αποθήκευσης φυσικού αερίου με συνολική αποθηκευμένη ποσότητα 70 δισ. κ.μ. επί συνολικής κατανάλωσης στο ίδιο έτος περίπου 300 δισ. κ.μ., δηλαδή το 23,3% αυτής. Μεταξύ των 25 χωρών πρωτοστατεί η Γερμανία με 44 αποθηκευτικούς χώρους και ακολουθούν η Γαλλία με 15, η Ιταλία με 10 και κατόπιν η Μεγάλη Βρετανία και η Τσεχία με 4 σταθμούς η καθεμία.
Όπως προαναφέρθηκε, οι παραπάνω αποθηκευτικοί χώροι αφορούν την κάλυψη αναγκών τροφοδότησης με φυσικό αέριο για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα και με επαρκείς ποσότητες. Και δεν πρέπει να συγχέονται με τις αποθηκευτικές δεξαμενές για μικρές ποσότητες και για σύντομα χρονικά διαστήματα, οι οποίες συγκροτούνται από συστοιχίες από φιάλες, κυλινδρικά ή σφαιρικά δοχεία, καθώς και «δέσμες» παράλληλων αγωγών υπό υψηλές πιέσεις, μέχρι και 250 ατμόσφαιρες, με την εφαρμογή του συμπιεσμένου φυσικού αερίου.
*Ο Δ. Γ. Παπανίκας είναι πρώην καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών. Το παρόν άρθρο αποτελεί προδημοσίευση από το υπό 2η έκδοση βιβλίο του «Τεχνολογία Φυσικού Αερίου». [email protected].