Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα για τον Ομπάμα

Από δω και πέρα όμως ο Μπαράκ Ομπάμα είναι αντιμέτωπος με τις πραγματικές προκλήσεις που αφορούν δύο επίπεδα: το εσωτερικό με άξονα την εντεινόμενη οικονομική κρίση και το διεθνές με σημείο αναφοράς τη Μέση Ανατολή και το Αφγανιστάν.

Η απόφασή του να επιταχύνει από την πρώτη κιόλας μέρα της παρουσίας του στον Λευκό Οίκο την εκταμίευση ενός έκτακτου κονδυλίου ύψους άνω των 800 δισ. δολ. (μαζί με την αναστολή των δικών στο Γκουαντάναμο και την προοπτική του κλεισίματός του) δείχνει τη σημασία που αποδίδει στην αντιμετώπιση της κρίσης. Ήδη άλλωστε είναι… αργά. Τον Δεκέμβριο οι απολύσεις ξεπέρασαν τις 500.000, ενώ τους δύο τελευταίους μήνες του 2008 το 1,1 εκατ. άτομα, μετατρέποντας την προηγούμενη χρονιά στη χειρότερη της αμερικανικής αγοράς εργασίας κατά τη διάρκεια όλης της μεταπολεμικής περιόδου. Επιφανείς οικονομολόγοι, όπως ο Πολ Κρούγκμαν, το χαρακτηρίζουν από τώρα ανεπαρκές. Παρ’ όλα αυτά η διάθεσή του, μέσω ενισχύσεων στη βιομηχανία και φορολογικών απαλλαγών προς τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, αυξάνει τις πιθανότητες να υπάρξει μια πρόσκαιρη έστω ανάσχεση της κρίσης. Το τίμημα βέβαια θα είναι η εκτίναξη του δημοσιονομικού ελλείμματος που αναμένεται να φθάσει το αστρονομικό ποσό του 1,2 τρισ. δολ. που αντιστοιχεί στο 5% του ΑΕΠ.

Το κρισιμότερο τεστ ωστόσο θα το δώσει στην εξωτερική πολιτική. Από την προηγούμενη εβδομάδα η Χίλαρι Κλίντον, που προεκλογικά σε άψογη νεοσυντηρητική διάλεκτο είχε δηλώσει ότι θα «εξαλείψει» το Ιράν, έκανε μια επίδειξη μετριοπάθειας κατά την ακρόασή της στη Γερουσία, υποσχόμενη μια πραγματιστική προσέγγιση στην άσκηση της διεθνούς διπλωματίας. Με άλλα λόγια προσαρμογή στα δεδομένα. Κατά πόσο όμως η απόφαση του Ομπάμα να μιλήσει τηλεφωνικά με τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς, συνιστά προσαρμογή στα δεδομένα, όταν το πιο ατράνταχτο δεδομένο είναι πως εκλεγμένη κυβέρνηση στην πολύπαθη Γάζα είναι η Χαμάς, και μ’ αυτή θα έπρεπε να μιλήσει, επανορθώνοντας την απαράδεκτη τακτικής σιωπής που κράτησε κατά τη διάρκεια της εισβολής, παρακάμπτοντας φυσικά το βέτο του Ισραήλ;

Διαφωνία για το Αφγανιστάν

Το ίδιο ερώτημα τίθεται και σε ό,τι αφορά την προτεραιότητα που δίνει στο Αφγανιστάν αναγορεύοντάς το σε μητέρα των μαχών κατά της τρομοκρατίας. Κατά πόσο δηλαδή εκφράζει ρεαλισμό η απόφασή του να ζητήσει επιπλέον στρατό από τους Ευρωπαίους όταν στην από δω μεριά του Ατλαντικού η εισβολή στο Αφγανιστάν είναι εξίσου κατακριτέα με αυτή στο Ιράκ; Τη μέρα μάλιστα που ορκιζόταν, στις 20 Ιανουαρίου, οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» δημοσίευαν δημοσκόπηση που έδειχνε ότι σε τέσσερις μεγάλες χώρες της Ευρώπης η απόλυτη πλειοψηφία των πολιτών τους διαφωνεί με την αποστολή επιπλέον στρατευμάτων στο Αφγανιστάν. Συγκεκριμένα το 60% των Γερμανών, το 57% των Άγγλων και το 53% των Γάλλων και των Ιταλών δήλωσαν ξεκάθαρα ότι δεν θέλουν η χώρα τους να στείλει επιπλέον στρατό στο Αφγανιστάν. Παρ’ όλα αυτά η Ουάσινγκτον δεν είναι αποφασισμένη να στείλει στο νότιο τμήμα του Αφγανιστάν μόνο όσους δικούς της στρατιώτες απομακρύνει από το Ιράκ -20.000 με 30.000 άμεσα-, αλλά να ζητήσει κι από τους Ευρωπαίους. Το δήλωσε ξεκάθαρα η Χίλαρι Κλίντον στη Γερουσία, προοιωνίζοντας ένα θερμό μέτωπο στις διατλαντικές σχέσεις και συγκρούσεις το πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Τα χειρότερα επίσης για το Αφγανιστάν και το Πακιστάν προοιωνίζεται ο διορισμός του Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ ως ειδικού απεσταλμένου του Ομπάμα στην περιοχή. Τα κατορθώματά του στη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του ’90 δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για να ευοδωθούν οι προσδοκίες αλλαγής που καλλιέργησε ο Ομπάμα.


Σχολιάστε εδώ