Νομιμοποίηση διά των σφυγμομετρήσεων
Γιατί μια πολιτική τάξη που βρίσκεται σε οξεία κρίση αξιοπιστίας δεν μπορεί να διαμορφώσει ούτε ένα ορθολογικά διαρθρωμένο πρόγραμμα αντιμετώπισης της κρίσης και, το χειρότερο, δεν μπορεί να στηριχθεί σε μια ευρεία και συνεκτική κοινωνική πλειοψηφία για να το εφαρμόσει.
Η εμπιστοσύνη, η πίστη, η πεποίθηση των πολιτών προς τα κόμματα, και ιδιαίτερα προς εκείνα της διακυβέρνησης, έχει μειωθεί δραματικά. Υπολογίζεται σήμερα ότι από το ποσοστό του 40% που λαμβάνει κατ’ εκτίμησιν το καθένα από τα δύο μεγάλα κόμματα, μόνο το 17%-18% αντιστοιχεί σ’ έναν βαθμό εμπιστοσύνης των πολιτών προς αυτά. Η πίστη στα κόμματα, η πεποίθηση ότι
υπηρετούν αρχές και ιδέες, ότι εκφράζουν τα συμφέροντα των κοινωνικών στρωμάτων, ότι ακολουθούν μια εθνική στρατηγική, έχει εκπέσει… Η πεποίθηση και η πίστη έχουν αντικατασταθεί από την εντύπωση και τη γνώμη που διαμορφώνεται βάσει της πρόσκαιρης αυτής εντύπωσης.
Γι’ αυτό και τα ποσοστά των κομμάτων μεταβάλλονται εντυπωσιακά για πρώτη φορά μέσα σε τόσο βραχέα διαστήματα… Χωρίς να έχει μεταβληθεί ούτε η ηγετική τους πυραμίδα ούτε το πολιτικό – ιδεολογικό τους «στίγμα» (αν υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποιο τέτοιο διακριτό στίγμα)…
Ποιος είναι σήμερα ο βαθμός κοινωνικής νομιμοποίησης των κομμάτων;
Ακόμα και πριν από δύο δεκαετίες, τους δύο ισχυρούς πόλους νομιμοποίησης των κομμάτων αποτελούσαν η παραδοσιακή – οικογενειακή ψήφος και η κομματική νομιμότητα που συγκροτούσε το πεδίο ταύτισης του πολίτη με τις αρχές και τις θέσεις του κόμματος.
Ασφαλώς πάντα υπήρχε το πεδίο της απάθειας, της πραγματιστικής συγκατάθεσης ή της εργαλειακής χρήσης της ψήφου, πεδίο που συνδέεται στον ένα ή τον άλλο βαθμό με μορφές πολιτικού κυνισμού, χωρίς όμως να κυριαρχεί έναντι των δύο άλλων πόλων.
Η «εποχή Σημίτη», με «όχημα» τον εκσυγχρονισμό, δηλαδή τον εργαλειακό – διαχειριστικό ορθολογισμό, και με διπλό θεωρητικό μέτωπο τόσο κατά του παραδοσιακού τύπου ηγεσίας (το τέλος των «δεινοσαύρων») όσο και κατά των πολιτικοϊδεολογικών «διαχωριστικών γραμμών», επέφερε μια σημαντική μετατόπιση στο πεδίο της κοινωνικής νομιμοποίησης.
Γιατί εμφανίζοντας το διαχειριστικό – εκσυγχρονιστικό πρόσωπο ως ουσιώδες περιεχόμενο της σύγχρονης πολιτικής ανέδειξε την περιοχή της εργαλειακής – πραγματιστικής συγκατάθεσης ως «πυρήνα» της «νέας μορφής» κοινωνικής νομιμοποίησης.
Όμως η βραχεία διαδρομή του «εκσυγχρονισμού» και η ραγδαία τροχιά πτώσης που διήνυσε μετά το 2000 απέδειξαν το θνησιγενές υπόβαθρο αυτού του τύπου νομιμοποίησης.
Οι κυβερνήσεις Καραμανλή με το πρόταγμα των «μεταρρυθμίσεων» επιχείρησαν να αναστυλώσουν το αίτημα του εκσυγχρονισμού, θέτοντας ως νέα κανονιστικά – ηθικά κριτήρια τον πόλεμο κατά της διαφθοράς και την
«απαγκίστρωση» της πολιτικής εξουσίας από τη διαπλοκή (θεωρία των «νταβατζήδων»).
Όμως τα ψιμύθια περί «διαφθοράς» και «διαπλοκής» έχασαν σύντομα τη λάμψη τους. Στην πράξη, από το 2000 μέχρι σήμερα, η νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας είναι ασθενής και συγκυριακή. Στην πραγματικότητα η κρίση κοινωνικής νομιμοποίησης της Νέας Δημοκρατίας δεν αποκαλύφθηκε τους τελευταίους μήνες. Ήταν ήδη διαμορφωμένη και πριν από τις εκλογές του 2007, και μόνο η «ανάμνηση» της δεύτερης σημιτικής τετραετίας και η πασιφανής πολιτική αμορφία και ανικανότητα του ΠΑΣΟΚ επέτρεψαν στη Νέα Δημοκρατία να κερδίσει τις εκλογές.
Διογκώθηκε, κατά συνέπεια,
εντυπωσιακά ο «χώρος» της εργαλειακής/πραγματιστικής ψήφου και του πολιτικού κυνισμού. Όσο μειώνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στα κόμματα της διακυβέρνησης, όσο τα παραδοσιακά κριτήρια της ψήφου υποχωρούν, τόσο μεγαλύτερη ρευστότητα προκύπτει στο πεδίο της κομματικής προτίμησης της ψήφου.
Αυτή ακριβώς η ρευστότητα και η απουσία συνεκτικών δεσμών μεταξύ των πολιτών και των κομματικών φορέων έχει οδηγήσει στη θεοποίηση των σφυγμομετρήσεων, οι οποίες όντως
έχουν μετατραπεί σε καθοδηγητικούς μηχανισμούς των αποφάσεων και των επιλογών των κομματικών ελίτ. Στην πραγματικότητα η «εντύπωση» (την οποία μετρούν οι συγκομετρήσεις) αποτελεί τον κύριο σύνδεσμο μεταξύ κόμματος και πολιτών, μεταξύ του πολιτικού φορέα και του μεγαλύτερου τμήματος της κοινωνικής/εκλογικής του βάσης.
Οι σφυγμομετρήσεις δεν αποτελούν μόνο δεσμευτικά πλαίσια για τις κομματικές επιλογές. Τώρα αναζητούνται και κυβερνητικά σχήματα, κυβερνήσεις συνεργασίας μέσω των σφυγμομετρήσεων. Διερευνώνται μάλιστα και «ποσοστοποιούνται» μόνο κάποιες ορθολογικές εκδοχές, αλλά όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί που μπορούν να προκύψουν από τα κόμματα του Κοινοβουλίου, αφού κάθε είδους συνδυασμός αποτελεί –στην κατάσταση κρίσης που βρίσκεται το πολιτικό σύστημα– μια, λιγότερο ή περισσότερο, πιθανή εκδοχή…
Γι’ αυτό και η μόνη «απάντηση» των κομμάτων σ’ αυτήν τη ρευστότητα, σ’ αυτήν την ασθενή κοινωνική νομιμοποίηση, είναι ο εμπειρισμός, η προχειρότητα, η ανακολουθία μεταξύ διακηρύξεων και πράξεων… Ασφαλώς
η προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων έχει οριακή εμβέλεια και δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να υποκαταστήσει τη (χαμένη) εμπιστοσύνη των πολιτών…
Η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας δεν απαιτεί μόνο μια ορθολογική δέσμη οικονομικών μέτρων και επιλογών. Ταυτόχρονα είναι ανάγκη να διαμορφωθεί μια, έστω «υπό όρους», συναίνεση, ως κοινωνικό θεμέλιο για την απόδοση των μέτρων. Κι αυτό είναι ίσως το σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση, έστω κι αν η ίδια δεν το κατανοεί.
Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζει όμως και το ΠΑΣΟΚ, που θεωρεί ότι η απογοήτευση των πολιτών από την κυβερνώσα σήμερα παράταξη και το περιορισμένο εύρος λύσεων που προσφέρει ο εκλογικός νόμος και οι πολιτικοί συσχετισμοί, θα το φέρνουν αυτόματα στην εξουσία.
Καμία όμως εξουσία δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε παθητικούς τύπους συναίνεσης, στον πολιτικό κυνισμό, στον αδιέξοδο σκεπτικισμό, στην αδιαφορία των πολιτών. Η απουσία οραμάτων και σαφών προτάσεων για ένα συγκροτημένο εναλλακτικό πρότυπο,
η πολιτική αμορφία και οι αναπόφευκτες εντάσεις στο εσωκομματικό πεδίο από τις φιλοδοξίες προσώπων και ηγετικών ομάδων δεν δημιουργούν όρους και προϋποθέσεις για να κερδίσει το
ΠΑΣΟΚ την εμπιστοσύνη και
την ειλικρινή συναίνεση της κοινωνίας.
Κι αυτό θα είναι το πιο σοβαρό πολιτικό εμπόδιο που θα συναντήσει το ΠΑΣΟΚ σε μια (πιθανή) νίκη του στις εκλογές. Πρόβλημα που δεν αφορά μόνο το ΠΑΣΟΚ, αλλά ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και τους ιστορικά αναγκαίους όρους για την αναπαραγωγή και μετεξέλιξή του.