Μια φορά και έναν καιρό

Ένας κάποιος αδέσποτος σκύλος αξιόλογων σωματικών διαστάσεων που Κύριος οίδε ποια φιλοσοφικά προβλήματα τον βασάνιζαν, περιήλθε ξαφνικά σε κατάσταση αλλοφροσύνης και άρχισε να επιτίθεται και να δαγκώνει όποιον εύρισκε μπροστά του. Επειδή η παράκρουση αυτή επήλθε σε εργάσιμη ώρα, οι τυχεροί που βρέθηκαν ενώπιόν του και γνώρισαν τη δύναμη των σιαγόνων του, ήταν γυναίκες και λίγα μικρά παιδιά στα οποία δεν επιδαψίλευσε δάγκωμα μισής μερίδας ως ώφειλε, αλλά διένειμε ακριβοδίκαια τα δήγματα του σε ίσες δόσεις σε μικρούς και μεγάλους. Η δράση του κάλυψε μια ευρεία περιοχή, με θύματα είκοσι περίπου άτομα, κι ενώ ο σκύλος εξαφανιζόταν από προσώπου γης, τα κλάματα και οι φωνές ξεσήκωσαν τις γειτονιές.

Αμέσως γεννήθηκε η υποψία ότι μπορεί να ήταν ο σκύλος λυσσασμένος, κι επειδή δεν συνελήφθη επ’ αυτοφώρω για να τον πάνε για εξέταση αλλά εξαφανίστηκε, οι γιατροί συνέστησαν σε όσους δάγκωσε να υποβληθούν αμέσως σε αντιλυσσική θεραπεία. Η θεραπεία αυτή, αρκετά επώδυνη εκείνα τα χρόνια, γινόταν μόνο στο Λυσσιατρείο Αθηνών, που ήταν εγκατεστημένο σε μερικά κομψά πέτρινα οικήματα στον Βοτανικό, στην Ιερά Όδό, κοντά στη σημερινή λεωφόρο Κηφισού. Ταυτόχρονα όμως ανέκυψε ένα σοβαρό τεχνικό πρόβλημα: Πως θα πήγαιναν τόσοι άνθρωποι εκεί στην άλλη άκρη της γης; Και όχι για μία και μοναδική φορά, αλλά για αλλεπάλληλες επισκέψεις, διότι η θεραπεία ήταν επίπονη. Και, το κυριότερο, δεν έπρεπε να χαθεί πολύτιμος χρόνος, αφού η επώαση του ιού γινόταν σε 12 ημέρες και με τα «σε είπον, με είπας» πέρασε ολόκληρη βδομάδα και ο κώδωνας του κινδύνου ηχούσε ασταμάτητα…

Το περιστατικό αυτό συνέβη περί το 1947. Με τις πρωτόγονες τότε συγκοινωνίες, δεν καλυπτόντανε οι αποστάσεις εύκολα από τα μέσα της εποχής, τα δε λιγοστά προπολεμικά ταξί, εκτός του κέντρου της Αθήνας χρέωναν διπλή ταρίφα. Τη λύση έδωσε ο κύριος δήμαρχος, που χάρη σ’ ένα απρόσμενο χουβαρνταλίκι του υπουργού Εσωτερικών, απέκτησε ο δήμος ένα καμιόνι τύπου «Τζαίημς», από κείνα που όργωσαν στον πόλεμο Ευρώπη και Αφρική, και που τελικά οι σύμμαχοι μας τα χάρισαν επειδή δεν ήξεραν τι να τα κάνουν… Πλήρης χαράς και υπερηφάνειας ο δήμαρχος, προσέλαβε οδηγό να το νταραβερίζεται, και το μετασκεύασε σε όχημα μεταφοράς προσωπικού για τη μετακίνηση των εργατών και τεχνιτών του δήμου, τοποθετώντας αντικριστά δυο ξύλινους πάγκους κατά μήκος της καρότσας, όπου με άνεση μπορούσαν να στριμωχθούν περί τα δέκα άτομα ανά πλευρά. Μια μεταλλική σκαλίτσα στο πίσω μέρος του οχήματος βοηθούσε στην άνοδο και την κάθοδο, που έμοιαζαν ολίγον με… ακροβασία. Η μετασκευή πραγματοποιήθηκε σε συνεργείο που ο ιδιοκτήτης του ήταν κατά σύμπτωση πολιτικός φίλος του δημάρχου, δηλαδή απόλυτα χρειαζούμενος άνθρωπος οψέποτε γινόταν εκλογές. Η συνεννόηση των εποχουμένων με τον οδηγό γινόταν με χτυπήματα στο κουβούκλιό του, υπό τη μορφή σημάτων Μορς στο πιο εκλαϊκευμένο.

Αρχικά κάποιος κυνικός δημοτικός σύμβουλος πρότεινε να το χρησιμοποιήσουν για σκουπιδιάρικο, κάτι που θα χαρακτηριζόταν πρόοδος, επειδή μέχρι τότε και για αρκετά χρόνια ακόμη τα κάρα καθαριότητος τα έσερνε ένα ψωραλέο γέρικο άλογο. Τότε ήρθε σαν θείο δώρο το δάγκωμα των δημοτών, διότι έδωσε την ευκαιρία στο δημοτικό συμβούλιο να επιδείξει την κοινωνική του ευαισθησία αποφασίζοντας ομοφώνως να παραχωρηθεί το «Τζαίημς» για τη δωρεάν μεταφορά των λυσσοδήκτων όσο διάστημα απαιτούσε η θεραπεία τους. Έτσι, μια φορά την εβδομάδα οι υπό θεραπείαν έκαναν αυτοκινητάδα στο Λυσσιατρείο και όλοι ήσαν πανευτυχείς…

Ο οδηγός του αυτοκινήτου συνέπεσε να είναι γνωστός μας, και πάνω στην κουβέντα γι’ αυτές τις πρωινές διαδρομές προς τον Βοτανικό, μας πρότεινε να μας πάρει μαζί του καμιά μέρα για παρέα. Άλλο που δεν θέλαμε εμείς, που πέταγε η καρδούλα μας για βόλτα με αυτοκίνητο «σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη, που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει…» όπως έλεγε το τραγούδι, σουξέ της εποχής. Μας συνέστησε μόνον ν’ αποφύγουμε τα πολλά-πολλά και τις κουβέντες με τους… συνεπιβάτες μας, επειδή επιτρέπεται μόνον τους συγκεκριμένους ασθενείς να μεταφέρει. Ήτανε καταχείμωνο. Δώσαμε ραντεβού μπροστά στο δημαρχείο στις εξίμισι το πρωί. Ήδη τα γυναικόπαιδα είχαν καταλάβει μπαμπουλωμένα λόγω κρύου τις θέσεις τους στους πάγκους του φορτηγού. Φυσικά, το πίσω μέρος της καρότσας έμενε συνέχεια ανοικτό και μόνον την οροφή εκάλυπτε μουσαμαδένια τέντα. Είχε κι ένα διαολόκρυο… Σκαρφαλώσαμε κι εμείς και πιάσαμε βλοσυροί και αμίλητοι τις ακριανές θέσεις δίπλα στη σκάλα. Μόλις μας είδαν ξαφνιάστηκαν που έμπαιναν στην ομάδα δυο άγνωστοι που τους βλέπανε πρώτη φορά, ύστερα δε από σύντομη σιγή η πιο περίεργη συνάμα δε και η πιο… δημοσιοσχεσίτισσα ρώτησε:

«Σκύλος δάγκωσε και σας;».

Θυμήθηκε ο Μιχάλης τη σύσταση του οδηγού και βίαια αποκρίθηκε:

«Όχι. Εμείς δαγκώσαμε σκύλο».

Η απάντηση έφερε μουγκαμάρα στην ομήγυρη, διότι τα δύσκολα εκείνα χρόνια κυριαρχούσε το δόγμα «Των φρονίμων ολίγα». Έτσι, τόσο στη μετάβαση όσο και στην επιστροφή επικράτησε απόλυτη σιωπή που μετέτρεψε το φορτηγό σε Αβαείο Τραπιστών μοναχών… Κατά τα άλλα ήταν ένας ωραιότατος πρωινός περίπατος. καθώς οδεύαμε από μέρη που δεν είχαμε ξαναδεί, και η χαρά μας έγινε μεγαλύτερη όταν σταματήσαμε μπροστά σε κάτι «μπάρες» για να περάσει ασθμαίνοντας και ξεφυσώντας μαύρο καπνό ο «Μουτζούρης» με τα ατελείωτα βαγόνια που έσερνε ξοπίσω του…

Με τη θεραπεία που ήταν προς το τέλος ξεμπέρδεψαν στο τσάκα-τσάκα και να ‘μαστε πάλι πίσω στο σημείον εκκινήσεως. Μόλις αποβιβαστήκαμε, αφού οι συνεπιβάτες μας χαιρετήθηκαν… μεταξύ τους και έφυγαν, ο Ρούσος, όπως λέγανε τον οδηγό, μας έκλεισε το μάτι λέγοντας:

«Και τώρα εμείς στη δουλειά μας…»

Επιβιβαστήκαμε και κατευθυνθήκαμε ανατολικά της Νέας Σμύρνης, στον οικισμό που λεγόταν «Ασύρματος», από κάτι κεραίες ασυρμάτου που δέσποζαν στην περιοχή. Ο Ρούσος σταμάτησε μπροστά σ’ ένα τσαρδάκι. Κατεβήκαμε. Χτύπησε την πόρτα και μας άνοιξε μια γριά, η κυρά Παρασκευή, που μας καλοδέχτηκε πρωινιάτικα στην κουζινούλα της που χρησίμευε και σαν κουτουκάκι για λίγους και εκλεκτούς… μύστες. Με το που κάτσαμε σε κάτι παλαιικές καρέκλες, μας έφερε για να μη μένουμε αργοί μια κανάτα ρετσίνα με τρία ποτήρια. Έφερε και λίγη φέτα και στο πι και φι ετοίμασε αυγά τηγανητά και λουκάνικα μαζί με κομμάτια από πικάντικο σουτζούκι.

«Άλλο τίποτα δεν έχω να σας φιλέψω», είπε.

Είχε τόση θαλπωρή ο λιλιπούτειος εκείνος χώρος που σου μιλούσε κατευθείαν στην ψυχή. Ήταν και το «μασίνι» που έκαιγε στη γωνιά σκορπώντας ζεστασιά ανάκατη με τις μυρωδιές των μεζέδων που μόλις μαγείρεψε. Κάτω από το τραπέζι με τα παράξενα ποδάρια, για να μην πατάνε στο χώμα υπήρχε απλωμένο ένα κιλίμι γεμάτο τρύπες από τα τσιγάρα των απρόσεκτων θαμώνων. Σε λίγο η κυρά Παρασκευή έβαλε στο σαγανάκι μερικά κομμάτια «καβουρμά», πήρε κι αυτή ένα ποτηράκι και ήρθε στην παρέα μας. Ήτανε μια τόσο γλυκιά γιαγιά που σε κατακτούσε. Χήρα, χωρίς παιδιά, χωρίς κανέναν, ζούσε ολομόναχη από το ιδιότυπο αυτό ταβερνάκι που χωρούσε λίγα άτομα που της εξασφάλιζαν τα προς το ζην. Ήταν ταυτόχρονα σπίτι και… επαγγελματική στέγη, και με τον γλυκομίλητο χαρακτήρα της ήτανε σε όλους αγαπητή… Ένα καλύβι με αυτοσχέδιους μεζέδες που αν μας τους προσέφεραν σε φαγάδικο περιωπής θα τους επιστρέφαμε μετά βδελυγμίας. Τώρα όμως σαν αρπακτικά προσπαθούσε ο καθένας μας να εξασφαλίσει τη μερίδα του λέοντος για πάρτη του.

Πολλά χρόνια πέρασαν από τότε που, έφηβοι ακόμη, είχαμε την πρωτόγνωρη αυτή εμπειρία χάρη στον μεγαλύτερο μας, τον «μπέκρα» Ρούσο, που πέθανε αλκοολικός. Μεγαλώσαμε, γεράσαμε, γνωρίσαμε πολλά κουτούκια, ταβέρνες και κέντρα πολυτελείας με γκαρσόνια με σμόκιν ή κόκκινη ζώνη στη μέση τους. Η θύμησή μας όμως έμεινε αιχμάλωτη στο τσαρδάκι της κυρά Παρασκευής με το μασίνι και τα αχνισμένα τζάμια πίσω από τα κεντητά κουρτινάκια, και το κορύφωμα για μπρέκφαστ, αντί γάλα ή καφέ, ρετσίνα με… καβουρμά. Και ήταν η ώρα οκτώ το πρωί…


Σχολιάστε εδώ