ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Οι συλλήψεις ανώτατων, μέχρι στιγμής, αξιωματικών του στρατεύματος από την κυβέρνηση Ερντογάν με την κατηγορία της συνωμοσίας αποτελεί μια πρωτοφανή για τα τουρκικά πολιτικά δεδομένα εξέλιξη, που πιστοποιεί όχι μόνο τη συγκρουσιακή αναβάθμιση του παραδοσιακού διπόλου εξουσίας στην Άγκυρα, έναν «δυισμό» που ισχύει από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 και εντεύθεν, αλλά και την αποφασιστικότητα που προδήλως εκδηλώνει στο επίπεδο της πολιτικής βούλησης η πολιτική ηγεσία στην προσπάθειά της να μειώσει τη δύναμη του στρατεύματος και την ικανότητά του να παρεμβαίνει στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας.

Η υπόθεση «Εργκένεκον» έχει ως χρονολογική της αφετηρία τον Ιούνιο του 2007, όταν απεκαλύφθη συνωμοτική δράση απόστρατων στρατιωτικών, δημοσιογράφων, πολιτικών και άλλων παραγόντων της τουρκικής δημόσιας ζωής, με στόχο την ανατροπή της εκλεγμένης πολιτικής ηγεσίας, μέσα από τη δημιουργία ευρύτερης πολιτικής αναταραχής που θα προκαλούσε την παρέμβαση του στρατεύματος.

Αφορμή για την ως άνω εξέλιξη έδωσε η ανακάλυψη στην οικία απόστρατου αξιωματικού βομβών, γεγονός που ξετύλιξε το «κουβάρι» που οδήγησε στην απαρχή της διαλεύκανσης της συνωμοσίας.

Πρόκειται ουσιαστικά για την οργανωμένη δράση του «βαθέος κράτους» που υπάρχει στην Τουρκία, το οποίο συνδέεται προδήλως με το στράτευμα και τους μηχανισμούς υπονόμευσης και ελέγχου του τουρκικού πολιτικού συστήματος. Μηχανισμοί που παρέμειναν «αόρατοι», ενώ όλοι ήξεραν την ύπαρξή τους, αλλά δεν τολμούσαν να τους πειράξουν, και που στο παρελθόν είχαν επανειλημμένα αποκαλυφθεί χωρίς να υποστούν το θεσμικό κόστος του ανύπαρκτου για την Τουρκία κράτους Δικαίου.

Πολλοί θεωρούν ακόμη και σήμερα πως η σημερινή ιστορία της Εργκένεκον αποτελεί εν πολλοίς συνέχεια του σκανδάλου Σουσουρλούκ, που εκδηλώθηκε ως γνωστόν στα τέλη του 1995, όπου από ένα τυχαίο αυτοκινητικό δυστύχημα, αποκαλύφθηκε «όλως αιφνιδίως» η ύπαρξη μιας ομάδας κράτους, παρακράτους και μαφίας, που διακινούσε όπλα, λευκή σάρκα και ναρκωτικά και διέπραττε μια σειρά από άλλες παράνομες ενέργειες για τις οποίες, όπως και στο παρελθόν, ουδείς ετιμωρήθη ή υπέστη οποιοδήποτε κόστος για τις πράξεις του. Σημειωτέον, τότε θεωρήθηκε ως εμπλεκόμενος και ο Οζέρ Τσιλέρ, σύζυγος της τότε πρωθυπουργού της Τουρκίας.

Το ερώτημα που τίθεται σήμερα άπτεται της ικανότητας και της πολιτικής βούλησης της κυβέρνησης Ερντογάν να προχωρήσει σε βάθος την έρευνα και να εξαρθρώσει πλήρως το παρακράτος και το «βαθύ κράτος», εξαρτάται δε κυρίως από τη στρατηγική του τούρκου πρωθυπουργού να ακολουθήσει απαρέγκλιτα μια πορεία εκδημοκρατισμού και πολιτικού εκσυγχρονισμού της γείτονος. Αυτό θα αποτελούσε στρατηγικό εγχείρημα και ιστορική τομή για την Τουρκία, αφού πριν από μερικά χρόνια κάτι τέτοιο θεωρείτο περίπου ακατόρθωτο, ενώ σήμερα αντιμετωπίζεται ως ένα ιδιαιτέρως δύσβατο και επικίνδυνο εγχείρημα.

Η δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι η Τουρκία δεν είναι απλά μια στρατιωτική δικτατορία συνήθους τύπου, τριτοκοσμικού μοντέλου, αλλά ότι η δομή εξουσίας της χώρας έχει θέσει κυρίαρχο το στράτευμα, το οποίο έχει απλώσει το δίκτυο της κυριαρχίας του σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, σαν ιστός αράχνης που αγκαλιάζει την οικονομία, την πολιτική, την κοινωνία, τον πολιτισμό, την εκπαίδευση και την Παιδεία, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα και συμφέροντα που συνδέονται με τα επιμέρους κέντρα εξουσίας.

Οι εξελίξεις ενδιαφέρουν την Ευρώπη κι εμάς τους Έλληνες κυρίως γιατί η ειρήνη και η συνεργασία στη γειτονιά μας εξαρτώνται από τη διαλεκτική ικανότητα της ηγεσίας της Τουρκίας να προσεγγίζει τα όποια προβλήματα όχι με τη μεθόδευση ενός παράλογου και επικίνδυνου αναχρονισμού επιθετικής στρατιωτικής ισχύος που μπορεί να προκαλέσει τυχαία γεγονότα εμπόλεμης σύρραξης, αλλά με τον διάλογο και την αποδοχή των κανόνων διεθνούς δικαίου ως πρωταρχικής μεθοδολογίας συνύπαρξης. Ταυτόχρονα δε, μια δημοκρατική Τουρκία θα μπορέσει να επιλύσει το τεράστιο εσωτερικό της πρόβλημα, της αποδοχής εθνοτήτων και μειονοτήτων ως υπαρκτών οντοτήτων που έχουν το δικαίωμα στην πολιτιστική αυτονομία και την πολιτική αυτοπραγμάτωση.


Σχολιάστε εδώ