Τελειώνει το «κρυφτούλι» με την ΕΕ, με σκληρά μέτρα και περιστολή της σπατάλης

Ιλιγγιώδες δημόσιο χρέος, νέα κοινοτική επιτήρηση από υπέρβαση του δημόσιου ελλείμματος, εξοντωτικός δημόσιος δανεισμός, αναπλήρωση της απώλειας εισοδήματος από τη φοροεισπρακτική επιδρομή του περασμένου Σεπτεμβρίου, καταθλιπτική φορολογία των επαγγελματιών, υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου, επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, δεινή οικονομική κρίση που επιβάλλει νέα επικαιροποίηση των στοιχείων προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αξιοποίηση της τελευταίας ευκαιρίας του Δ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, του λεγόμενου ΕΣΠΑ, μεταρρυθμίσεις και τολμηρές διαρθρωτικές αλλαγές για βιώσιμα δημόσια οικονομικά, ανάπτυξη και αντιμετώπιση της γήρανσης του πληθυσμού είναι τα άμεσα μέτρα που πρέπει να προωθηθούν για να μη διαιωνιστούν οι συνέπειες από τις κακές οικονομικές επιλογές της χώρας την τελευταία τριακονταπενταετία.

Η επισήμανση του απελθόντος υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθηγητή Γιώργου Αλογοσκούφη κατά την ομιλία του στην τελετή παράδοσης και παραλαβής, ότι δηλαδή «άλλοι πληρώνουν και άλλοι ξοδεύουν», συμπυκνώνει όλα τα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει ο κ. Παπαθανασίου. Αυτή είναι και η κορυφαία κακοδαιμονία των ελληνικών δημοσιονομικών κατά την τελευταία τριακονταπενταετία, κατά την οποία αγνοήθηκε προκλητικά ένας βασικός οικονομικός νόμος, ότι «δεν υπάρχει δωρεάν πιάτο, αφού κάποιος τελικά το πληρώνει». Και καθώς οι οικονομικοί νόμοι είναι φιλέκδικοι, όπως έλεγε ο αείμνηστος καθηγητής και ακαδημαϊκός Άγγελος Αγγελόπουλος, το «πιάτο» αυτό που σερβιριζόταν και σερβίρεται πλουσιοπάροχα σε όλους εκείνους που δεν πληρώνουν, τελικά το επιβαρύνθηκαν εξοντωτικά η ελληνική οικονομία, οι φορολογούμενοι, οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι, με συνεχή λιτότητα και φορολογική σκληρότητα.

Το ιλιγγιώδες δημόσιο χρέος και η αποφυγή μιας ακόμη σκληρής κοινοτικής επιτήρησης από το ενδεχόμενο υπέρβασης του δημόσιου ελλείμματος του ορίου του 3% του ΑΕΠ, είναι οι δύο μεγάλες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, ή διυπουργική επιτροπή για την οικονομία, όπως τη λένε τώρα. Όλα αυτά σημαίνουν ότι για να εξυγιανθεί η ελληνική οικονομία και ιδιαίτερα τα «άρρωστα» δημόσια οικονομικά, πρέπει να προωθηθούν σωστά μέτρα για να πληρώνουν εκείνοι που ξοδεύουν ή, καλύτερα, να μην πληρώνονται εκείνοι που δεν εσοδεύουν, που δεν έχουν κανένα παραγωγικό αποτέλεσμα στην οικονομία και την κοινωνία, αλλά απλώς επί δεκαετίες αποτελούν το μορμολύκειο του πολιτικού κόστους αμυνόμενοι «περί πάρτης»! Αλλά, επειδή όλα αυτά είναι δύσκολο να προωθηθούν σε μια περίοδο δημοσκοπικής κατηφόρας της κυβέρνησης, δεινής οικονομικής κρίσης και συνέχισης του άγριου διαγκωνισμού των κομμάτων για την εξασφάλιση του περιβόητου κομματικού οφέλους, πιθανολογούμε ότι δεν θα γίνει τίποτε σχεδόν και ότι η χώρα θα παρουσιάζει όλο και πιο αρνητικούς δείκτες.

Ο νέος υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών έχει διατελέσει επί οκτώ χρόνια πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Αθήνας (μέχρι το 2000) και, συνεπώς, γνωρίζει πολύ καλά τις ανάγκες των παραγωγικών τάξεων. Αυτό δημιουργεί τουλάχιστον μια ελπίδα για εξομάλυνση της έντασης με τους κοινωνικούς φορείς, αφού από τη μια πλευρά οι μικρομεσαίοι επαγγελματίες εκφράζουν σθεναρές αντιστάσεις για τη φορολογία, ενώ από την άλλη ο ΣΕΒ έχει δηλώσει την αντίθεσή του στις μέχρι τώρα κυβερνητικές επιλογές. Ο κ. Παπαθανασίου γνωρίζει, εξάλλου, καλά και τις ανάγκες των ελληνικών νοικοκυριών και εργαζομένων (ακρίβεια, απώλεια εισοδήματος από την κρίση, ανεργία, φορολογία) και από τη θητεία του ως υφυπουργού Ανάπτυξης.

Ειδικότερα, τα κυριότερα (χρόνια) προβλήματα που έχει ή πρέπει να αντιμετωπίσει ο νέος υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών είναι τα ακόλουθα:

– ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΔΑΝΕΙΣΜΟΣ: Περισσότερα από 45 δισ. ευρώ αναμένεται να δανειστεί η Eλλάδα το 2009. Mόνο για να καλύψει υποχρεώσεις για τόκους και για να αναχρηματοδοτήσει τη λήξη των δανείων, το Δημόσιο θα χρειαστεί να δανειστεί 42 δισ. ευρώ φέτος και στο ποσό αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού.

ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ: Η επισήμανση αυτή για τον εξοντωτικό δημόσιο δανεισμό καταδεικνύει ότι η νέα διεθνής οικονομική κρίση βρήκε τη χώρα μας με το υψηλότερο σχεδόν δημόσιο χρέος στη Ζώνη του Ευρώ, το οποίο αποτελεί σοβαρό εμπόδιο όχι μόνο για την αντιμετώπισή της, αλλά και για την προώθηση των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Σήμερα οι προοπτικές σημαντικής μείωσης του δημόσιου χρέους δεν είναι καθόλου ευοίωνες. Πρέπει να υπάρξει σημαντική μεταβολή της δημοσιονομικής πολιτικής, μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή, να εξασφαλιστούν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, να σταματήσει το κράτος να αναλαμβάνει χρέη τρίτων και, κυρίως, δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων. Ύστερα πρέπει να προωθηθούν τολμηρές διαρθρωτικές αλλαγές, μεταρρυθμίσεις στη φορολογία που θα έχουν ως στόχο τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τη μείωση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής και, φυσικά, μέτρα για την περιστολή και τον αποτελεσματικότερο έλεγχο των δημόσιων δαπανών. Εννοείται ότι και όλα τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις έπρεπε να είχαν αξιοποιηθεί για τη μείωση του δημόσιου χρέους. Μελαγχολική είναι η διαπίστωση ότι παρά το γεγονός ότι μετά το 1996 επεκράτησαν στη χώρα μας ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες, δεν έγινε σοβαρή αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού τουλάχιστον ΑΕΠ και ότι, αν δεν γινόταν η αναθεώρηση, θα βρισκόταν ακόμα σε επίπεδα άνω του 100% του ΑΕΠ. Ήδη, από πρόσφατα στοιχεία προκύπτει ότι, με βάση το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, η χώρα μας καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση στον πίνακα των χωρών της Ευρωζώνης (94,8% του ΑΕΠ), μετά την Ιταλία με 104,1% του ΑΕΠ και με μέσο όρο στην Ευρωζώνη 66,3% του ΑΕΠ.

ΑΠΩΛΕΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ: Η αποτυχία της οικονομικής και, κυρίως, της δημοσιονομικής πολιτικής εντοπίζεται στον σαδιστικό παραλογισμό να επιβαρύνονται τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις με φοροεισπρακτικά μέτρα ύψους 4,1 δισ. ευρώ, σε μια περίοδο κατά την οποία, λόγω της οικονομικής κρίσης και της αύξησης των τιμών των τροφίμων, σημειώνεται αναπόφευκτη απώλεια εισοδήματος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, η οποία δεν μπορεί να ανακτηθεί βραχυχρόνια. Δηλαδή, η απογοητευτική εξέλιξη του δημοσιονομικού προγράμματος όχι μόνο δεν επιτρέπει την προώθηση στοχευμένων μέτρων για την ανακούφιση των ελληνικών νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, αλλά ψηφίσθηκε και Νόμος 3697/2008 τον περασμένο Σεπτέμβριο με τον οποίο επιβαρύνονται με 4,1 δισ. ευρώ το 2008, το 2009 (κυρίως) και το 2010! Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση προέβη σε πρώτη φάση σε ανακοίνωση μερικών μέτρων για την ανακούφιση των πιο ευάλωτων κοινωνικά ομάδων του πληθυσμού. Η Τράπεζα της Ελλάδος όμως εκτιμά ότι «σε βάθος χρόνου είναι δυνατόν να αναπληρωθούν αυτές οι μη άμεσα ανακτήσιμες απώλειες αγοραστικής δύναμης με παρεμβάσεις πολιτικής που θα ενισχύουν τον ανταγωνισμό, αλλά και με πρωτοβουλίες των ίδιων των επιχειρήσεων που θα βελτιώσουν την παραγωγικότητα». Είναι όμως δύσκολο για τον κ. Παπαθανασίου να προωθήσει τέτοιες σημαντικές πρωτοβουλίες, όταν το περιβάλλον είναι πια εξαιρετικά αντίξοο, όπως το κρίσιμο έτος 2009, ενώ πήγε χαμένη, για τέτοιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, στις αγορές και στα δημοσιονομικά, μια μεγάλη περίοδος 13 περίπου ετών με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και με εξαιρετικά ευνοϊκό εγχώριο, ευρωπαϊκό και διεθνές οικονομικό περιβάλλον.

– ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ: Τους επαγγελματίες τους «πνίγει» η φορολογία εξαιτίας της κατάργησης του αφορολόγητου ορίου και της θέσπισης συντελεστή 10% από το πρώτο ευρώ που εισπράττουν. Από τα επιβαρυντικά μέτρα απαλλάσσονται οι ελεύθεροι επαγγελματίες που ξεκινούν τώρα την επαγγελματική τους σταδιοδρομία.

– ΥΨΗΛΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΙΣΟΖΥΓΙΟΥ: Πέρα από τα αίτια και τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, που είναι σε εξέλιξη από το 2007, πέρα από την ανεργία, πέρα από το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα, πέρα από τη φορολογία, πέρα από τα δημόσια ελλείμματα και το δημόσιο χρέος, ο κ. Παπαθανασίου θα είναι αντιμέτωπος και με το σοβαρό πρόβλημα του ελλείμματος του ισοζυγίου. Τα αίτια είναι γνωστά: οι μόνιμες διαρθρωτικές αδυναμίες και μακροοικονομικές ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας. Γίνεται φανερό ότι και το υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι μέγιστο ενδογενές διαρθρωτικό πρόβλημα. Συνεπώς, πρέπει να προωθηθούν τολμηρές μεταρρυθμίσεις για να βελτιωθεί σημαντικά η ανταγωνιστικότητα, να αυξηθούν οι εξαγωγές και η συνολική αποταμίευση, η οποία υστερεί σημαντικά σε σχέση με την αντίστοιχη στη Ζώνη του Ευρώ, και να μειωθεί δραστικά το δημόσιο χρέος με σημαντική συρρίκνωση των πρωτογενών δαπανών και της ανάληψης χρεών τρίτων (ζημιογόνες δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί).

Δ΄ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΡΙΞΗΣ: Ως την «τελευταία μεγάλη ευκαιρία στην πορεία της ανάπτυξης και της πραγματικής σύγκλισης», που μάλιστα θα κάνει την Ελλάδα «πιο εξωστρεφή και παραγωγική», είχε προαναγγείλει ο απελθών υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Γιώργος Αλογοσκούφης το Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο Αναφοράς (ΕΣΠΑ) 2007 – 2013 (Δ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης), αμέσως μετά την υπογραφή του στις Βρυξέλλες. Θυμίζουμε ότι με το ΕΣΠΑ δρομολογήθηκαν 13 επιμέρους προγράμματα που θα αποφέρουν πάνω από 20 δισ. ευρώ έως το 2013. Στόχος και μέριμνα του κ. Παπαθανασίου πρέπει να είναι να μην πάει χαμένη και η ευκαιρία αυτή, να μην πάνε δηλαδή χαμένα και αυτά τα 20 δισ. ευρώ, όπως πήγαν χαμένα τα πάνω από 720 δισ. ευρώ που, όπως εκτιμάται, εισέρρευσαν στα ελληνικά δημόσια ταμεία από τα κοινοτικά προγράμματα, από άμεσους και έμμεσους φόρους και κρατικό δανεισμό μετά το 1981, χωρίς κανένα σχεδόν εντυπωσιακό αποτέλεσμα στην ελληνική οικονομία.

– ΝΕΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ: Είναι φανερό ότι οι νέες εκτιμήσεις για την πορεία βασικών οικονομικών μεγεθών επιβάλλουν νέα επικαιροποίηση του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Ίσως αυτό γίνει με τη νέα άτυπη «απογραφή», η οποία πιθανόν να αποκαλύψει νέα «σημεία και τέρατα» στα ελληνικά δημοσιονομικά. Το τι περιμένει τον νέο υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών δεν περιγράφεται. Για να πάρετε μια ιδέα, απλώς υπενθυμίζουμε τις επισημάνσεις που είχε κάνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά την αξιολόγηση του σημερινού επικαιροποιημένου Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης 2007 – 2013 για την προώθηση σειράς μέτρων, και μάλιστα σε μια περίοδο κατά την οποία δεν είχε γίνει ακόμα έντονη η διεθνής οικονομική κρίση:

Πρώτον, συγκράτηση των πρωτογενών δαπανών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει, ειδικότερα, τη χάραξη δημοσιονομικής στρατηγικής σε πιο μακροπρόθεσμη προοπτική και με την αποτελεσματική εφαρμογή μηχανισμών παρακολούθησης, ελέγχου και βελτίωσης της αποδοτικότητας των πρωτογενών δαπανών.

Δεύτερον, μείωση των δημόσιων δαπανών. Πάντα κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι σχεδιαζόμενες περικοπές σε ορισμένα στοιχεία των δαπανών (ως ποσοστού του ΑΕΠ) δεν τεκμηριώνονται με ειδικά μέτρα και αναιρούνται εν μέρει από προγράμματα αύξησης των κοινωνικών παροχών.

Τρίτον, βελτίωση της διαδικασίας κατάρτισης του προϋπολογισμού με αύξηση της δημοσιονομικής διαφάνειας.

Τέταρτον, βελτίωση της φορολογικής πολιτικής. Η εξυγίανση που στηρίζεται σε αύξηση των φορολογικών εσόδων υπόκειται σε κινδύνους, καθώς εξαρτάται από τα αποτελέσματα της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και υποστηρίζεται μόνο εν μέρει από μεταρρυθμίσεις στην είσπραξη των φόρων.

Πέμπτον, συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και σε όλη την οικονομία, με την επισήμανση μάλιστα ότι πρέπει το συντομότερο δυνατόν να εκπονηθούν επικαιροποιημένες προβλέψεις για τις σχετικές με τη γήρανση του πληθυσμού δαπάνες.

Εννοείται ότι όλα αυτά αποτελούν «συστάσεις» τις οποίες δεν θα μπορέσει να αγνοήσει ο νέος υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.


Σχολιάστε εδώ