Νέα οικονομική πολιτική και φιλοσοφία

Δύο είναι τα «αγκάθια» που θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει άμεσα ο νέος υπουργός Οικονομίας, Γ. Παπαθανασίου:

– Το υψηλό δημόσιο χρέος, που φαίνεται να ξεπερνά το 100% του ΑΕΠ.

– Το δημοσιονομικό έλλειμμα που κινείται στα όρια του 3% του ΑΕΠ με τάση να το ξεπεράσει και να φθάσει το 4%, φέτος.

Ποιοτικά στοιχεία που συνέβαλαν επίσης στην απόφαση της S&P για υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από Α σε Α – είναι η μη υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών και η υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Αναλυτικότερα, στην έκθεσή της η S&P επισημαίνει ότι κατά την περίοδο 2002-2007 που η χώρα πέτυχε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με τα λοιπά μέλη της ΕΕ, οι εκάστοτε κυβερνήσεις δεν προχώρησαν στις αναγκαίες κινήσεις, ώστε να τεθούν υπό έλεγχο χρονίζοντα προβλήματα της οικονομίας, όπως:

– Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που διαμορφώθηκε στο 14% του ΑΕΠ.

– Τον υψηλό πληθωρισμό.

– Το υπερβολικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, με συνέπεια την πτώση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων.

– Την έλλειψη βούλησης για λήψη μέτρων με πολιτικό κόστος που θα στόχευαν στον περιορισμό των δαπανών και του συνολικού κόστους, οδήγώντας τις εκάστοτε ηγεσίες του υπουργείου Οικονομίας στην εύκολη λύση της επιδίωξης είσπραξης αυξημένων εσόδων.

Για χρόνια, ο προϋπολογισμός του κράτους λειτουργούσε βασισμένος στην άνθηση του σκέλους των εσόδων, ενώ ουσιαστικά δεν γινόταν καμία προσπάθεια, αν όχι για μείωση, τουλάχιστον για σταθεροποίηση των δαπανών.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, κάθε φορά, οι δαπάνες να ξεπερνούν τις προβλέψεις προς τα επάνω, ενώ τα έσοδα, παρά τα «πυροσβεστικά» και έκτακτα κατά καιρούς μέτρα, να παραμένουν σταθερά κάτω από τις προβλέψεις.

Η μείωση σε Α- της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας έχει αναγκάσει την ηγεσία του υπουργείο Εθνικής Οικονομίας να ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί, ένα επίπεδο δηλαδή πιο κάτω, αφού υπάρχει κίνδυνος η χώρα να απολέσει τη δυνατότητά της να αντλεί ρευστότητα από την ΕΚΤ, ενεχυριάζοντας κρατικούς τίτλους με οτιδήποτε σημαίνει αυτό.

Άμεση, ορατή και επώδυνη συνέπεια της υποβάθμισης θα είναι η αύξηση του κόστους δανεισμού σε σχεδόν απαγορευτικά, για τις δυνατότητες της χώρας, επίπεδα. Βέβαια, η εκτίμηση της κ. Λούκας Κατσέλη για ετήσιες ανάγκες δανεισμού της τάξεως των 70 δισ. έχουν μόνον αντιπολιτευτική αξία. Όμως, και τα 50 εκατ. ευρώ, ποσό που εκτιμάται ότι θα φτάσουν είναι ένα νούμερο που δύσκολα θα μπορέσει να ελεγχθεί.

Επειδή η κρίση που βιώνει η χώρα και όλη η Ευρώπη, σε βάθος και διάρκεια χρόνου, είναι πρωτόγνωρη, είναι δύσκολο να αποφανθεί κάποιος εάν οι κλασικές οικονομικές συνταγές αρκούν και το κυριότερο εάν οι προτεραιότητες θα πρέπει να εξακολουθήσουν να είναι οι ίδιες.

Κάτω από την οπτική αυτή αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον η τοποθέτηση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας Γιάννη Παπαθανασίου ότι δεν μπορούμε να βάλουμε σε δεύτερη μοίρα την κοινωνία και τον ανθρώπινο παράγοντα, προτάσσοντας πάντα τα ελλείμματα, όταν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες μαστίζονται λίγο πολύ από την ίδια οικονομική κρίση.

Ήδη, η Μέρκελ ανακοίνωσε ότι το έλλειμμα θα ξεπεράσει το 3%. Είναι μια άποψη που θα την ακούμε πιο συχνά στο μέλλον.

Υπό το πλαίσιο αυτής της αλλαγής πορείας στη διαχείριση των οικονομικών μεγεθών, σημαντικό ρόλο καλούνται να παίξουν οι τράπεζες, οι οποίες δυστυχώς όχι μόνο δεν έχουν αντιληφθεί ότι τώρα τους χρειάζονται οι επιχειρήσεις, αλλά έχουν ανεβάσει τα κριτήρια των εγκρίσεων, σε βαθμό που να κόβονται δάνεια που σε καμιά περίπτωση δεν θα απορρίπτονταν και που με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσουν χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε πτώχευση, χωρίς να τους αξίζει αυτή η τύχη.

Η διακοπή της χρηματοδότησης βιώσιμων επιχειρήσεων και η πιστωτική ασφυξία είναι οι βασικοί λόγοι της εκτίναξης των ακάλυπτων επιταγών στο τέλος του έτους σε τριπλάσια μεγέθη σε σχέση με τον Δεκέμβρη του 2007, αγγίζοντας το αστρονομικό νούμερο των 1.291 εκατ. ευρώ.

ΥΓ.: Για την αξιοπιστία και την εγκυρότητα της S&P, θέλουμε να υπενθυμίσουμε στους αναγνώστες μας, ότι είναι ο αξιολογητής οίκος, που λίγες μέρες πριν από την πτώχευση της Lehman Brothers, συνιστούσε στους υποψήφιους επενδυτές να τοποθετηθούν χωρίς επιφύλαξη στους τίτλους της εταιρείας, αξιολογώντας την με τον υψηλότερο βαθμό!


Σχολιάστε εδώ