Μια φορά και έναν καιρό

Είχανε τελειώσει την ογδόη γυμνασίου πριν από μερικά χρονάκια και οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο ένας, ο Λευτέρης, έδωσε εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, πέτυχε, και φοιτητής πια, παίζει πρέφα στο φοιτητικό καφενεδάκι στη Σόλωνος, απέναντι από το Χημείο, που το είχε για μόνιμό του στέκι. Ο άλλος, ο Γιάννης, «μπήκε» στην Πάντειο και κάπως κουτσοδιάβαζε, δόξα σοι ο Θεός. Η Πάντειος ήταν τα χρόνια εκείνα λιγάκι απομονωμένη, καθώς βρισκότανε στους πρόποδες του Λόφου Σικελίας, αντίκρυ από το σαν δάσος κτήμα Βαλλιάνου και παραπλεύρως οικοπέδου που το χρησιμοποιούσαν σαν «νεκροταφείο» αυτοκινήτων, γεμάτο με κουφάρια γερμανικών στρατιωτικών οχημάτων, χαρακτηρισμένων ως… λεία πολέμου. Ο τρίτος της ομάδας, ο Ανδρέας, εκλήθη να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, καθότι ολίγον μεγαλύτερος, σκοντάψας στην εβδόμη και ογδόη, επειδή τη Φυσική, τα Μαθηματικά, την Κοσμογραφία, και μερικά άλλα δευτερεύοντα δεν τα έπαιρνε με την ίδια ευκολία που αποστήθιζε τα σκαμπρόζικα κείμενα του έγκριτου περιοδικού «Χτυποκάρδι».

Στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων Κορίνθου όπου παρουσιάστηκε, όταν ρωτήθηκε για τις γραμματικές του γνώσεις απάντησε με στόμφο «απόφοιτος γυμνασίου», προσόν δεόντως εκτιμηθέν από τον στρατολόγο, που τον επέλεξε υποψήφιο έφεδρο αξιωματικό. Και να τόνε στην Κέρκυρα να καμακώνει Κερκυραίες που τον βλέπανε στρατηλάτη με την καλοσιδερωμένη του στολή και το ανάλογο ύφος.

Στο σχολείο υπήρχε κι ένας παρίας, που τους θαύμαζε και επιζητούσε τη συντροφιά τους. Επειδή όμως τον εύρισκαν ενοχλητικό, τον απέφευγαν με κάθε τρόπο, αλλά εκείνος δεν χαμπάριζε κι ήτανε συνέχεια κοντά τους κολαούζος. Του έδωσαν μάλιστα και το κωδικό όνομα Πάρις, προερχόμενο από το παρίας, κι έτσι τον φώναζαν για να τον… διαολοστείλουν. Χασκογέλαγε με ικανοποίηση για το παρατσούκλι, και μια μέρα που τον έσκασαν, πλήρης αυτοπεποίθησης τους είπε πως «αφού είναι ο Πάρις, θα τους φάει την ωραία Ελένη…».

Και την έφαγε ο αθεόφοβος, ασχέτως αν δεν την έλεγαν Ελένη, αλλά Λίτσα, και δεν ήταν καλλονή. Ήταν όμως 18 ετών ζουμερή και άκρως εκδικητική, όταν δε συνέλαβε τον αρραβωνιάρη της μʼ ένα ασήμαντο θηλυκό στα «πράσα», γεμάτη οργή, του δήλωσε πως θα πάει κι αυτή «με τον πρώτο τυχόντα…», εφαρμόζουσα ευθέως το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού», σε παραλλαγή του όμως που δεν θα είχε σχέση με τους οφθαλμούς…

Και συνέπεσε ο πρώτος τυχών να είναι ο Πάρις, που περιφερότανε ασκόπως, έρημος βαρύς και μόνος, αφού οι άλλοι την κοπάνισαν για σινεμά πριν εμφανισθεί και τους γίνει κολλιτσίδας. Όταν βέβαια την επομένη τους διηγήθηκε τα καθέκαστα χτυπούσαν το κεφάλι τους που τον είχαν αποφύγει την προηγουμένη… Όλοι τους δε σαν ομάδα, αλλά και καθένας χωριστά σαν άτομο, προθυμοποιήθηκαν να προσφερθούν σαν… «δεύτεροι τυχόντες» ή έστω και… τρίτοι, εάν η Λίτσα αποφάσιζε να επεκτείνει την εκδικητική της μανία.

Όταν τελείωσαν λοιπόν το γυμνάσιο, ξεχύθηκαν σαν σίφουνας στον δρόμο και σπάσανε τα μελανοδοχεία τους πετώντας τα με λύσσα στο έδαφος όπως πρόσταζε το έθιμο, και ελεύθεροι ακαδημαϊκοί πολίτες πια, έδωσαν υπόσχεση μεταξύ τους να κρατήσουν ζωντανή τη φιλία τους και να συναντιούνται κάθε τόσο. Την υπόσχεσή τους την κράτησαν κανένα χρόνο, ύστερα όμως η καθημερινότητα τους απομάκρυνε, και μόνον από τον έφεδρο αξιωματικό έπαιρναν στην αρχή λίγα λόγια σʼ ένα τυποποιημένο στρατιωτικό επιστολικό δελτάριο με διεύθυνση «ΒΣΤ 902». Αλλά κανένας τους ποτέ δεν του απάντησε, και η παλιά αχώριστη παρέα τους ανήκε πια στην ιστορία…

Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε, που κανένας δεν κατάλαβε για πότε έφυγαν καθώς ο χρόνος καλπάζει αδυσώπητος, όταν ένα βράδυ ο Ανδρέας συνάντησε τυχαία έξω από το σινεμά Ορφέα τον Πάρι, που μελετούσε εμβριθώς τις φωτογραφίες για νʼ αξιολογήσει το έργο. Έκαναν κι οι δυο χαρές μεγάλες. Θυμήθηκαν επί τροχάδην τις σχολικές τους μέρες, θυμήθηκαν και τον φαλακρό τον φυσικό που δεν τον χώνευε κανένας, κι ύστερα ρώτησε τον Πάρι τι κάνουνε τα άλλα τα ρεμάλια. Κάτι είχε ακουστά για δαύτους, αλλά θα προσπαθούσε να τους ξαναβρεί και να ξανανταμώσουν. Το υποσχέθηκε και κράτησε την υπόσχεσή του. Έψαξε, τα κατάφερε και βρήκε τους παλιούς της αχώριστης τριανδρίας και άλλους δυο συμμαθητές τους, που πήραν άδεια από τις γυναίκες τους και ήρθανε κι αυτοί, διότι η ψυχούλα τους πετούσε για μια σύναξη α λα γκαρσόν, με αναδρομές στο παρελθόν…

Τόπος συναντήσεως ορίστηκαν τα «Αμπελάκια», η πασίγνωστη για το «ντονέρ» της ψησταριά, ακριβώς απέναντι από το Πανεπιστήμιο. Ήταν εκεί μια συστάδα από αλλόκοτα μαγαζιά στεγασμένα σε μονώροφα και διώροφα οικήματα. Ένα ζαχαροπλαστείο, το «Ακροπόλ», με στο… «βάθος κήπος», δυο μπακάλικα, το «Αγροτικόν» και το «Αθηναϊκόν», ένα κατάστημα με προϊόντα πτηνοτροφείου, το «Παναγροτικόν» και ένα φωτογραφείο. Ανάμεσά τους τα «Αμπελάκια», μια «σούδα» με το ντονέρ στημένο στην είσοδο δεξιά «τω εισερχομένω», ο δε καπνός του από το λίπος του αρνίσιου κιμά ανέθρωσκε από λίαν πρωί και γαργάλαγε τις μύτες των περαστικών. Δεν ήταν φαγάδικο πολυτελείας, αλλά ούτε κανένα ρυπαρό εστιατόριο. Ήταν μια μέση κατάσταση με τιμές προσιτές και καλή εξυπηρέτηση. Το μοναδικό φαγητό που διέθετε ήταν το ντονέρ, γαρνιρισμένο με μερικές ριπές… μουστάρδας και τρεις φετούλες κρεμμύδια βατικιώτικα. Οι χοντροκομμένες τηγανητές πατάτες συνέθεταν αχώριστο ζευγάρι με το κρεατικό. Εκεί πρότεινε ο Πάρις να ανταμώσουν, διότι βρισκόταν στην καρδιά του κέντρου απʼ όπου ξεκινούσαν ή ήταν διερχόμενα τα περισσότερα λεωφορεία και τραμ. Επομένως προσφερόταν ως ιδανικός τόπος συναντήσεων. Και να τους τώρα καθισμένοι στο βάθος της αιθούσης για να μιλήσουνε ελεύθερα και να σαχλαμαρίσουν, καθώς είπανε, χωρίς να γίνονται στόχος…

Άτιμο πράμα αυτός ο πανδαμάτωρ χρόνος. Είχε ρίξει, θαρρείς, ο πεζεβέγκης μιαν αχλύ πάνω στα περασμένα και τώρα όλα έδειχναν ξένα γιʼ αυτούς. Λες και δεν έζησαν τόσα χρόνια αχώριστοι, λες και ποτέ δεν εξαγρίωσαν ανθρώπους με τις χοντροκοπιές τους, και τώρα φέρονται σαν ξένοι μεταξύ τους, λες και μόλις γνωρίστηκαν, και τίποτα δεν τους συνδέει, τίποτα δεν έχουνε να πουν. Κρατούν όλοι τους μια πόζα που είναι –αλίμονο– αυθόρμητη. Τυπικότητες, κατά συνθήκην ευγένειες, με μοναδική οικειότητα πως δεν μιλάνε μεταξύ τους στον πληθυντικό.

Φέρνει κρασί το γκαρσόνι, που το πίνουν σαν υποχρέωση για να μη χαλάσει το… κέφι της ομήγυρης, και αναρωτιέται ο Ανδρέας πώς είναι δυνατόν νʼ άνοιξε τέτοιο χάσμα μεταξύ τους, που τους έβλεπε η Γαλλίδα στην τάξη κι έτρεμε, τους βλέπαν κι οι νοικοκυρές στη γειτονιά και κάνανε τον σταυρό τους. Δεν είναι απόψε αυτό ένα χαρούμενο ύστερα από χρόνια αντάμωμα της «πάλαι ποτέ» τρελοπαρέας, αλλά ένα σκέτο μνημόσυνο, όπου μόνον τα κόλλυβα λείπουνε. Προσπαθεί ο Πάρις να φαιδρύνει την ατμόσφαιρα και αρχινά διηγείται την ιστορία με τον… πρώτο τυχόντα, αλλά ο Γιάννης τον κλωτσάει άγαρμπα κάτω από το τραπέζι και του ψιθυρίζει να «σκάσει», γιατί τη Λίτσα την παντρεύτηκε ο Κώστας που τον φέρανε σηκωτό, και όλο κοιτά το ρολόι του, σίγουρα μετανιωμένος που ήρθε. Ύστερα πέφτει μια μούγκα, κι ο Ανδρέας που βλέπει τον Λευτέρη να πνίγει ένα χασμουρητό, τον ρωτάει κάπως χοντρά: «Νύσταξες;» Κι ο άλλος, πνίγοντας ένα δεύτερο χασμουρητό, απαντά μʼ ένα ξερό «Εμ…»

«Άντε να το διαλάμε», λέει ο Γιάννης. «Ξενυχτωθήκαμε». Η ώρα είναι περασμένες εννιά κι οι δρόμοι ερήμωσαν. Έρχεται ο λογαριασμός, τον διαιρούν διά έξι και καταθέτουν τον οβολό τους στο πιατάκι. Πρώτος ξεκινά ο Κώστας, που φεύγει χωρίς να πει ούτε μια καληνύχτα, καθώς σκέφτεται την γκρίνια της Λίτσας που άργησε. Οι άλλοι στέκονται γύρω από το τραπέζι και δίνουνε την υπόσχεση να «μη χαθούνε». Μόλις φύγανε, λέει ο Ανδρέας στον Πάρι:

«Εσένα λέγαμε παρία, αλλά παρίες στη ζωή είναι αυτοί. Αύριο θα πάμε οι δυο μας στου Απότσου να το γιορτάσουμε, που εμείς είμαστε ακόμη ζωντανοί…»


Σχολιάστε εδώ