Η νομοθετική ρύθμιση του πανεπιστημιακού ασύλου απαγορεύεται από το Σύνταγμα

Ο Νομοθέτης και κριτής και λόγος είναι ο Θεός, ο οποίος έχει και τη δύναμη να σώσει και να παραδώσει στην απώλεια (Ιωάν. Α,1 και Καθ. Επ. Ιακ. Δ,12). Γι’ αυτό και η νομοθέτηση είναι διεργασία ψυχής, κατά λόγο, επιστήμη και αρετή (1). Γι’ αυτό και κατά την ερμηνεία των νόμων αποβλέπουμε κατ’ αρχάς στον συντάκτη του νόμου. Ποιος είναι; Από πού αφορμήθηκε και τι επεδίωξε; Εν προκειμένω, ποιος είναι ο συντάκτης του άρθρου 2 του νόμου 1268/1982 για το πανεπιστημιακό άσυλο, το οποίο, σημειωτέον, δεν υπάρχει σε άλλη χώρα;

Λέγεται ότι συντάκτης του νόμου για το πανεπιστημιακό άσυλο είναι ο καθηγητής της Εγκληματολογίας, τότε, του Παντείου Πανεπιστημίου και νυν του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γιάννης Πανούσης, προσκείμενος, ως λέγεται, στον ΣΥΡΙΖΑ.

Από πού αφορμήθηκε η θέσπιση του πανεπιστημιακού ασύλου; Κυρίως, από το άρθρο 16, παρ. 1, παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει: «1. Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες, η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του κράτους. Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα. 2. Η Παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες». Το άρθρο αυτό αναγνωρίζει και κατοχυρώνει, κυρίως, την ακαδημαϊκή ελευθερία. Η αναγνώριση και η κατοχύρωση είναι πλήρης και ευθεία. Δεν παραπέμπει στον νόμο, με την καλούμενη «επιφύλαξη του νόμου». Δεν είναι ελλειπτική ή κανονιστική ρύθμιση, ώστε να επαφίεται η ρύθμισή της στον νόμο (2). Έχει πλήρη και ευθεία εφαρμογή.

Συνεπώς, η, από το Σύνταγμα, νομοθετική ρύθμιση του πανεπιστημιακού ασύλου ήταν πλεοναστική, περιττή και απαγορευμένη.

Τι επεδίωξε η νομοθετική ρύθμιση του πανεπιστημιακού ασύλου; Το άρθρο 2. παρ. Β, του ν. 1268/1982 όρισε ως αρμόδιο πανεπιστημιακό όργανο ένα τριμελές, «αποτελούμενο από τον πρύτανη, έναν εκπρόσωπο του ΔΕΠ και έναν φοιτητή, το οποίο αποφασίζει με ομοφωνία. Σε περίπτωση διαφωνίας συγκαλείται εκτάκτως η Σύγκλητος του ΑΕΔ, η οποία αποφασίζει με πλειοψηφία των 2/3 των παρόντων».

Η επιθυμητή περίπτωση της ομοφωνίας σπανίζει στα δημοκρατικά πολιτεύματα, στα οποία κρατεί η αρχή της πλειοψηφίας στα συλλογικά όργανα, νομοθετικά, διοικητικά και δικαστικά.

Περαιτέρω, η παρ.7 όρισε ότι «επέμβαση της δημόσιας δύναμης, χωρίς την άδεια του αρμοδίου οργάνου του ΑΕΙ, επιτρέπεται μόνον εφόσον διαπράττονται αυτόφωρα κακουργήματα ή αυτόφωρα εγκλήματα κατά της ζωής».

Αλλά η αξιόποινη πράξη χαρακτηρίζεται ως πλημμέλημα ή κακούργημα από την επιβλητέα ποινή που απειλείται, αντίστοιχα, με φυλάκιση ή κάθειρξη, και επιμετρείται με την απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου, η οποία διαβαθμίζει και τη βαρύτητά της.

Εξάλλου η, εκτός των τειχών του προστατευομένου πανεπιστημιακού ασύλου, ευρισκομένη αστυνομική ή δημόσια δύναμη, αφενός, δεν βλέπει τα εντός αυτού διαπραττόμενα, και, αφετέρου, δεν μπορεί να χαρακτηρίσει αυτά ως πλημμελήματα ή κακουργήματα στρεφόμενα κατά της ζωής.

Επομένως, η διάταξη καταλείπεται ως ατελέσφορη και συνεπώς περιττή και οπωσδήποτε καταργητέα. Κείται δε εκτός πραγματικότητας, όπως απέδειξε η επτάχρονη διαδρομή του Συντάγματος.

Κανένα στοιχείο της ερμηνείας του νόμου τούτου δεν συνηγορεί υπέρ αυτού. Ούτε το ιστορικό, από της θεσπίσεως του Συντάγματος του 1975 μέχρι της ισχύος του ν. 1268/1982, διότι ουδέν συνέβη. Ούτε το τελολογικό, διότι ο σκοπός του νόμου είχε καθορισθεί από τον θεμελιώδη νόμο το Σύνταγμα, «τον νόμο των νόμων» (Kelsen), και παρέμενε όπως καθορίστηκε.

Απεναντίας, η νομοθετική ρύθμιση του πανεπιστημιακού ασύλου, κατά παράβαση των δημοκρατικών αρχών, όπως της πλειοψηφίας των αρμοδίων συλλογικών διοικητικών οργάνων, συνεπώς, κατά παραβίαση του Συντάγματος, όπως εγένετο με τον ν. 1268/1982, οξύνει τη φαντασία των ανόητων προς τέλεση εγκληματικών πράξεων ή την επιδοκιμασία τούτων, προς χάριν, όπως λέγεται, της δημοκρατικής κατάκτησης (!).

Νόμος, ο οποίος, ύστερα από επτά χρόνια από της ισχύος του Συντάγματος, ετάραξε τα ήρεμα νερά τούτου και εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση αυτού και προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στα ΑΕΙ, επί είκοσι επτά ολόκληρα έτη, πρέπει αμέσως να καταργηθεί ως αντισυνταγματικός και καταστροφικός. Αντισυνταγματικά και καταστροφικά κατάλοιπα δεν έχουν θέση στο δημοκρατικό πολίτευμά μας.

Άλαλα τα χείλη των ασεβών προς το Σύνταγμα, προς την υπέρτατη τυπική νομιμότητα.

Η προσχηματική δυσπιστία προς τη δημόσια δύναμη -προσχηματική διότι η επίκλησή της σε περίπτωση κίνδυνου είναι γενική- αίρεται με την επιλογή της και από το κάθε ΑΕΙ, σε μόνιμη βάση.

(1) Κ. Τράκα, «Ο Νομοθέτης και ο Δικαστής στον Τιμητικό Τόμο για τα 170 χρόνια του Ελεγκτικού Συνεδρίου», 2004, σ, 939 επ.

(2) Αριστοβ. Μάνεση. «Συνταγματικό Δίκαιο», τόμος 1,1980. σ. 153 επ.


Σχολιάστε εδώ