ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΟΝΕ: ΤΙ ΠΡΟΣΦΕΡΕ ΣΤΟΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟ ΛΑΟ;

Η ΟΝΕ ξεκίνησε την 1/1/1999 με 11 ευρωπαϊκές χώρες-μέλη της ΕΕ και διευρύνθηκε με τη συμμετοχή της Ελλάδας το 2001, της Σλοβενίας το 2007, της Κύπρου και της Μάλτας το 2008 και από φέτος και της Σλοβακίας. Έτσι σήμερα μιλάμε για την ΟΝΕ και την Ευρωζώνη των 16 χωρών-μελών. Αυτά για την ιστορία.

Με την ευκαιρία της 10ετούς επετείου, οι λαοί των χωρών της ΟΝΕ δεν κλήθηκαν να πανηγυρίσουν το γεγονός, όμως ορισμένοι οπαδοί και θαυμαστές της νομισματικής ενοποίησης ανέλαβαν σεμνά και ταπεινά να προβάλουν τα οφέλη που προέκυψαν σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης και να μας πείσουν για τη μεγάλη προσφορά του ευρώ στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των ευρωπολιτών. Και ως επαρκή ένδειξη της επιτυχίας της ΟΝΕ επικαλούνται τη διεύρυνσή της με τη συμμετοχή της χώρας μας, των δύο μικρών νησιωτικών χωρών (Κύπρου – Μάλτας) και δύο επίσης χωρών ασθενούς εμβέλειας, που προέκυψαν από τεμαχισμό (Σλοβενίας – Σλοβακίας). Το Κόσοβο και τα Σκόπια ακόμη δεν έγιναν μέλη. Τέτοια επιτυχία!

Αντιπαρέρχομαι όμως την «επαρκή ένδειξη» επιτυχίας με τη διεύρυνση, για να προχωρήσω σε θέματα ουσίας. Τι μας προσέφερε η καθιέρωση του ευρώ ως κοινού νομίσματος;

Από την αρχή ξεκαθαρίζω ότι δεν είμαστε αντίθετοι με μια οικονομική, νομισματική και πολιτική ενοποίηση κρατών, που έχει στόχο της την επίτευξη του «υπέρτατου αγαθού». Και ως τέτοιο, στον τομέα της οικονομικής δραστηριότητας των ανθρώπων, εννοούμε τη βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης του λαού. «Κοινό αγαθό» δε για τον σκοπό αυτόν είναι η οικονομική και η κοινωνική πρόοδος που επιτυγχάνονται με την ανάπτυξη, τη διασπορά του πλούτου και τη σταθερότητα των τιμών. Αντιθέτως, είμαστε εναντίον μιας ένωσης κρατών που επιδιώκει να καταστεί όργανο στήριξης του οποιουδήποτε κατεστημένου πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού συστήματος και αιχμαλωτίζει τους λαούς στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων μιας κυρίαρχης τάξης πραγμάτων.

Για να πετύχει η πρώτη μορφή ένωσης κρατών, αυτή δηλαδή που επιδιώκει τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, πρέπει οι χώρες που συμμετέχουν σ’ αυτήν να βρίσκονται σε παραπλήσιο επίπεδο οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης ή να έχουν τουλάχιστον ειδική θωράκιση της οικονομίας τους με εξειδίκευση σε ορισμένους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας. Διαφορετικά, οι οικονομίες που υστερούν καταδικάζονται σε στασιμοπληθωρισμό. Και τότε η εξυπηρέτηση (κατάκτηση) του υπέρτατου αγαθού καθίσταται ανέφικτη. Αντιθέτως, οι ενώσεις που στοχεύουν στη στήριξη του κατεστημένου επιδιώκουν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή κρατών για να εμφανίζουν μεγάλη και επαρκή δύναμη στήριξης και στην ουσία αδιαφορούν εάν οι οικονομίες των κρατών-μελών διαθέτουν την αναγκαία θωράκιση για συμμετοχή. Έτσι για να μετριάσουν τους κραδασμούς, λαβαίνουν ορισμένα μέτρα πρόσκαιρης ενίσχυσης των ασθενών οικονομιών.

Η ΟΝΕ με το ευρώ σε ποια από τις δύο κατηγορίες μπορεί να υπαχθεί με βάση τις μέχρι σήμερα επιλογές της ηγεσίας της;

Ένας απολογισμός δεκαετούς συμπεριφοράς και αποτελεσμάτων, με αντικειμενική προσέγγιση, είναι αναγκαίος, καθώς οι φιλοευρωπαϊκές γραφίδες μάς δίνουν αυτήν την αφορμή. Ας προσεγγίσουμε το θέμα την εμπειρία που απέκτησε η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων από την ένταξη της χώρας μας στην ΟΝΕ. Μας λένε ότι ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στην Ευρωζώνη ήταν πολύ κοντά στο 2%, παρά τις προσωρινές αποκλίσεις που οφείλονταν σχεδόν αποκλειστικά σε εξωγενείς διαταραχές. Κι αυτό σημαίνει ότι πέτυχε η νομισματική πολιτική που άσκησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Όμως για την Ελλάδα ουδέποτε υπήρξε τόσο χαμηλός πληθωρισμός. Αντιθέτως, βιώσαμε εδώ μια καλπάζουσα ακρίβεια. Αν η σταθερότητα των τιμών έχει ουσιώδη σημασία επειδή προστατεύει την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων (κάτι που συναρτάται ευθέως με το επίπεδο διαβίωσης των εργαζομένων) και επειδή αποτελεί προϋπόθεση για διατηρήσιμη ανάπτυξη, τότε στην Ελλάδα απέτυχε παταγωδώς η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Τέτοια μείωση της αγοραστικής δύναμης συνεπεία της ακρίβειας δεν την είχαμε βιώσει την εποχή του εθνικού μας νομίσματος, την εποχή της δραχμής.

Ο χαμηλός μέσος πληθωρισμός της Ευρωζώνης ήταν συνάρτηση των ευνοϊκών συνθηκών που επικρατούσαν μέχρι και το 2007 στη διεθνή οικονομία (χαμηλά επιτόκια, ικανοποιητικοί ρυθμοί ανάπτυξης, αύξηση της παραγωγής κ.λπ.). Η σταθερότητα και η επιτυχία της κοινής νομισματικής πολιτικής δοκιμάστηκε όταν το 2008 ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση. Με το πρώτο «φύσημα» της τωρινής κρίσης, ο μέσος πληθωρισμός της Ευρωζώνης διπλασιάστηκε, η πραγματική οικονομία άρχισε να υποφέρει και οι ρυθμοί ανάπτυξης γκρεμίστηκαν στην άβυσσο, χωρίς να παρουσιάσουν κάποιον υποφερτό βαθμό αντοχής στην οικονομική κρίση. Και τώρα η ΕΚΤ εναποθέτει τις ελπίδες της στη μείωση της ζήτησης, που θα προκαλέσει συγκράτηση των τιμών και του πληθωρισμού, αλλά και εξασθένηση της οικονομικής δραστηριότητας, δηλαδή μείωση του ρυθμού ανάπτυξης.

Οι αρχιτέκτονες της ένταξης της χώρας μας στην ΟΝΕ ισχυρίζονται ότι η ένταξή μας έγινε ασπίδα στην κρίση! (Χριστοδουλάκης). Ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι η καθιέρωση του ευρώ και η αξιοπιστία του έδωσαν ώθηση στο εξωτερικό εμπόριο των χωρών της Ζώνης του Ευρώ, τόσο μεταξύ τους όσο και με τρίτες χώρες (Προβόπουλος). Πράγματι, την περίοδο που η ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου και του γιεν είχε μειωθεί σημαντικά και είχε πέσει στο 0,80 του δολαρίου και η διεθνής ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών γνώριζε άνθηση, υπήρχε ώθηση του εξωτερικού εμπορίου των χωρών της ΟΝΕ. Αυτή η αύξηση της εξαγωγικής δραστηριότητας δεν ήταν το αποτέλεσμα διορθωτικών παρεμβάσεων της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Είχε προκληθεί από εξωγενείς παράγοντες. Όταν οι ΗΠΑ, για να τονώσουν τις εξαγωγές τους, αποφάσισαν να εφαρμόσουν πολιτική προγραμματισμένης κατολίσθησης της ισοτιμίας του δολαρίου, οι εξαγωγές της Ευρωζώνης αντιμετώπισαν πρόβλημα. Και η ΕΚΤ παρέμεινε αδρανής στην υπερτίμηση του ευρώ και στη μείωση της ανταγωνιστικότητας των ευρωζωνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές. Τους κραδασμούς τους απορρόφησε η ζωηρή άνθηση του διεθνούς εμπορίου και οι υψηλές τιμές του πετρελαίου που τιμολογείται σε δολάρια (πετροδολάρια). Και επειδή οι εξαγωγές αποτελούν βασικό μοχλό ανάπτυξης, οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ στις χώρες της Ευρωζώνης παρουσιάζουν μείωση, αφότου άρχισε η ανοδική πορεία της ισοτιμίας του ευρώ.

Η ΟΝΕ (και η ΕΚΤ), ακολουθώντας συνταγές του ΔΝΤ και των άλλων διεθνών οικονομικών οργανισμών, εμπόδισε τα κράτη-μέλη της να εφαρμόσουν πολιτική διασποράς του πλούτου και υιοθέτησε σφιχτή εισοδηματική πολιτική εις βάρος κυρίως των ευρωπαίων εργαζομένων. Και στήριξε έτσι την «ευημερία» τους στην υπερχρέωση. Μια προσωρινή ευημερία και άκρως επικίνδυνη, όπως δείχνει και η τωρινή οικονομική κρίση. Αγνόησε τις κραυγές αγωνίας των ασθενέστερων εισοδηματικά πολιτών. Η ΟΝΕ και η ΕΚΤ με τις συνταγές τους αυτές καταλήστευσαν τους εργαζόμενους και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και πέτυχαν να οδηγήσουν στις μεγάλες επιχειρήσεις και στις τράπεζες όσο το δυνατόν υψηλότερο ποσοστό του παραγόμενου εθνικού εισοδήματος. Στόχος τους αποκλειστικός σχεδόν η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των αγορών στο ευρώ, η δημιουργία συνθηκών άνθησης των αγορών και οι εγγυήσεις για υψηλές αποδόσεις των επενδύσεων, έστω και με αισχροκέρδεια ή κερδοσκοπία, ή και απάτη ακόμη, (χρηματιστήρια, τράπεζες, ιδιωτικές χρηματοπιστωτικές εταιρείες). Με τις απάτες των κερδοσκοπικών κεφαλαίων ξεκίνησε η τωρινή οικονομική κρίση. Πολλά θα μπορούσαν να γραφούν πάνω στα θέματα της συμπεριφοράς και των επιλογών της ΟΝΕ και της ΕΚΤ. Άλλωστε και στο παρελθόν μας δόθηκε η ευκαιρία από τη στήλη μας ετούτη να τα αποδοκιμάσουμε έντονα. Γιατί η δική μας άποψη είναι ότι η οικονομική πολιτική πρέπει να είναι ανθρωποκεντρική και να ακούει τις κραυγές αγωνίας των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών, όπως επεσήμανε στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας. Και να κινείται προς την κατεύθυνση της ικανοποίησης των αναγκών τους.

Το συμπέρασμα πάντως, όπως το βιώνουμε εμείς οι εργαζόμενοι, είναι ότι η ΟΝΕ και η ΕΚΤ δεν μας έφεραν ούτε σταθερότητα τιμών ούτε διασπορά του παραγόμενου πλούτου ούτε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Συνεπώς, στη δεκαετία που πέρασε από την ίδρυσή της, δεν συνέβαλε στην κατάκτηση του υπέρτατου αγαθού, δηλαδή στην ανύψωση του βιοτικού επιπέδου των λαών. Αντιθέτως, στήριξε την ασυδοσία των αγορών και κάλυψε τις απάτες και την ασύστολη κερδοσκοπία της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Και η πρόσφατη οικονομική κρίση μάς έδειξε την πλήρη ταύτιση της ΕΚΤ με τη φιλοσοφία και τις επιδιώξεις του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου. Άρα είναι μια ένωση κρατών που ενεργεί με γνώμονα τη στήριξη του κατεστημένου πολιτικού και οικονομικού συστήματος και σέρνει τους λαούς της Ευρώπης στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων μιας ολιγάριθμης κυρίαρχης τάξης. Γι’ αυτό και δεν κατάφερε να συγκινήσει τους λαούς της Ευρώπης. Διαφορετικό το περιμέναμε το ενωμένο ευρωπαϊκό οικοδόμημα σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Γι’ αυτό δύσκολα θα μπορέσει να αποκτήσει αξιοπιστία και πολιτική επιρροή.


Σχολιάστε εδώ