Έγκλημα – Αστυνομία – κοινωνία
Η ραγδαία εξάπλωση της εγκληματικότητας, η κοινωνική ένταση και οι καταστροφές, τα περιστατικά που δηλώνουν την εμφάνιση της νέας μορφής, τρομοκρατίας -που επιδιώκει μαζικού χαρακτήρα εκτελέσεις- θέτουν επί τάπητος το πρόβλημα της ασφάλειας και της κοινωνικής ομαλότητας. Τόσο οι θέσεις και οι επιλογές της κυβέρνησης, αλλά και των κομμάτων της αντιπολίτευσης, όσο και ο ρόλος που πρέπει να διαδραματίσουν οι δυνάμεις ασφαλείας, θα αποτελέσουν καθοριστικά στοιχεία για την ίδια την ομαλή κοινωνική και οικονομική πορεία της χώρας.
Ένας, έντονα πολιτικός, προσανατολισμός χαρακτηρίζει παραδοσιακά τις δυνάμεις ασφαλείας στο νεώτερο κράτος. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Μ. Weber «το κράτος είναι ο φορέας της νομιμοποιημένης βίας» και σύμφωνα με αυτήν την παραδοχή «οι μηχανισμοί καταστολής λειτουργούν προς διασφάλισιν της ηγεμονίας της κυρίαρχης τάξης» (L. Althousser).
Χωρίς να αποποιηθούν τον παραδοσιακό τους ρόλο οι δυνάμεις ασφαλείας στον σύγχρονο κόσμο (π.χ. τα γεγονότα των ταραχών στην Γαλλία), μπόρεσαν να αναπτύξουν νέες μορφές οργάνωσης και δράσης ώστε να αντιμετωπίσουν σχετικά αποτελεσματικά τις νέες σύνθετες μορφές εγκληματικότητας που επεκτείνονται ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Με την έννοια αυτή, μαζί με τον παραδοσιακό πολιτικό τους ρόλο, αναδεικνύεται και ο κοινωνικός τους ρόλος καθόσον, αυτονόητα, η ασφάλεια και η προστασία του πολίτη συνιστούν πρωτεύοντα κοινωνικά αγαθά.
Στη χώρα μας, η Αστυνομία και οι δυνάμεις ασφαλείας όχι μόνο δεν μπόρεσαν να απαγκιστρωθούν από τον παραδοσιακό τους ρόλο και τις ιδεολογικο-πολιτικές «δουλείες» που τις ταύτισαν με αυταρχικά-αντιδημοκρατικά καθεστώτα, αλλά και δεν μπόρεσαν να θεμελιώσουν στη συνείδηση των πολιτών έναν νέο, σύγχρονο, ρόλο που θα χαρακτηριζόταν από τη συμφιλίωση με τον πολίτη και από την ανάπτυξη μιας σύγχρονης επιχειρησιακής-οργανωτικής δραστηριότητας, που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τις πολυσύνθετες μορφές της εγκληματικότητας.
Μ’ αυτόν τον τρόπο ο «θεσμικός χώρος» των δυνάμεων ασφαλείας, των αστυνομικών δυνάμεων, διαπερνάται και καθορίζεται από μια διπλή κρίση: Πρώτον, από την «ελλειμματική» του νομιμοποίηση από την πλευρά της κοινωνίας και δεύτερον, από την «εργαλειακή» του χρήση από την πλευρά της πολιτικής εξουσίας.
Αυτή η διπλή μορφή κρίσης είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία να αντιμετωπισθεί τόσο η έκταση όσο και η νέα «ποιοτική» διάσταση της εγκληματικότητας. Πολλά οργανωτικά σχήματα δοκιμάσθηκαν τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια -ας θυμηθούμε τα περίφημα «πολυδύναμα» τμήματα- νέα σώματα προστασίας συγκροτήθηκαν -όπως αυτά των συνοριοφυλάκων- νέες τεχνολογίες και νέοι εξοπλισμοί υιοθετήθηκαν -με εξαιρετικές πράγματι επιδόσεις στη δίωξη του ηλεκτρονικού εγκλήματος- σύγχρονες εκπαιδευτικές μέθοδοι στις αντίστοιχες σχολές εφαρμόσθηκαν. Όμως, παρά τα επιμέρους θετικά επιτεύγματα, η γενική εικόνα που αφορά στο αίσθημα της ασφάλειας των πολιτών είναι μάλλον απογοητευτική…
Σήμερα το έγκλημα «παγκοσμιοποιείται», «βιομηχανοποιείται» και αναβαθμίζεται τεχνολογικά… Τα οικονομικά μεγέθη, που κινούνται στα δίκτυα και στα κυκλώματα του οργανωμένου εγκλήματος, αγγίζουν ή και υπερβαίνουν το 40% των ετήσιων κρατικών προϋπολογισμών. Αποτελούν δηλαδή ένα είδος «παράλληλης οικονομίας» που διαμορφώνει δικές της άτυπες «οικονομικές δομές» οι οποίες λειτουργούν εκτός παντός ελέγχου.
Η παραδοσιακή μορφή του οργανωμένου εγκλήματος είχε συγκεκριμένο γεωγραφικό «όριο επιρροής» και δραστηριοποιούταν στην «κλασική» παράνομη διακίνηση και αγοραπωλησία όπλων, ναρκωτικών, έργων τέχνης, στην πορνεία, στο ξέπλυμα του μαύρου χρήματος.
Στη σύγχρονη «διεθνιστική» του δράση, πέραν των παραδοσιακών πεδίων, το οργανωμένο έγκλημα περιλαμβάνει τη διακίνηση πυρηνικών υλικών, χημικών ουσιών και βιολογικών όπλων, γεγονός που δημιουργεί συνθήκες διακινδύνευσης σε διεθνές επίπεδο (Μαίρη Μπόση, «Ζητήματα Ασφαλείας στη Νέα Τάξη Πραγμάτων», εκδόσεις «Παπαζήση»).
Δυστυχώς, πέρα από αυτό το δυσμενές υπερεθνικό πλαίσιο, η χώρα μας βρέθηκε στο σταυροδρόμι κρίσιμων γεωστρατηγικών αλλαγών, και δέχθηκε -και δέχεται καθημερινά- αθρόα «εισβολή» μεταναστών, που δεν περιλαμβάνουν μόνον οικονομικούς μετανάστες, αλλά και εγκληματικά στοιχεία, τα οποία σε συνεργασία με το «εγχώριο» δυναμικό της παρανομίας συγκροτούν συμμορίες του εγκλήματος.
Χιλιάδες όπλα κυκλοφορούν σε ολόκληρη την επικράτεια και τα «Καλάσνικοφ» κατέστησαν «εμβληματικά» στοιχεία τόσο του κοινού εγκλήματος όσο και των μορφών τρομοκρατικής δράσης.
Πολλές συζητήσεις και πολλές προτάσεις διατυπώνονται για τον ρόλο της Αστυνομίας. Δυστυχώς, κι αυτός ο θεσμός έχει εγκλωβιστεί στο πεδίο της κομματικής αντιπαράθεσης και των κομματικών σκοπιμοτήτων.
Το ερώτημα δεν είναι εάν επιθυμούμε μια «παθητική» ή μια «δυναμική» και βίαιη Αστυνομία, αλλά μια αποτελεσματική, σύγχρονα οργανωμένη, Αστυνομία που θα λειτουργεί προληπτικά και όχι εκ των υστέρων, και θα εμπεδώνει το αίσθημα της ασφάλειας στον πολίτη, όσο βέβαια αυτό είναι δυνατόν στον σύγχρονο κόσμο.
Μόνο μέσα από μια τέτοια πορεία, η Αστυνομία και οι δυνάμεις ασφαλείας μπορούν να διεκδικήσουν, στο πέρασμα του χρόνου, την κοινωνική τους νομιμοποίηση και αποδοχή. Αυτή η πορεία όμως απαιτεί τον ενεργό ρόλο του πολιτικού συστήματος και τη συμφωνία των κομμάτων σε μια παρόμοια στρατηγική. Άλλωστε, τα κόμματα έχουν τόσο πολλά πεδία σύγκρουσης και τυφλής αντιπαράθεσης που μπορούν να εξαιρέσουν από την «ατζέντα της σύγκρουσης» το θέμα της ασφάλειας και της ομαλής κοινωνικής ζωής των πολιτών.