EYKΟΛΑ ΞΕΧΝΑΜΕ… ΔΥΣΚΟΛΑ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ!

Το γράμμα που ήρθε και δημοσιεύθηκε στο «Παρόν» κυριολεκτικά με αναστάτωσε όχι μόνο επειδή το πρόσωπο που αναφερόταν το γνώριζα και είχαμε μάλιστα κάποτε και συνεργαστεί, αλλά περισσότερο με τις υποψίες με τις οποίες ήταν διατυπωμένο. Το έστειλε ο άγνωστός μου κ. Γ. Παναγιωτακόπουλος, αξιωματικός του Πυροσβεστικού Σώματος, και ρωτούσε αν ξέρουμε τι έχει γίνει η «Μεγάλη μας Δανάη» και συμπλήρωνε ότι πρόκειται για την πασίγνωστη για τους δημοκρατικούς αγώνες της και την εν γένει μεγάλη προσφορά της στα γράμματα και την εθνική αντίσταση και βέβαια την καταξιωμένη στο ελληνικό ελαφρό τραγούδι, στη δεκαετία του ʼ50 και του ʼ60 και πολυβραβευμένη συγγραφέα και ποιήτρια.

Το γράμμα κατέληγε «την έψαξα παντού. Σε οίκους ευγηρίας, νοσοκομεία, κοινούς μας φίλους και γνωστούς. Μάταια. Κανείς δεν γνώριζε κάτι. Είθε ο Θεός να βοηθήσει να είναι καλά και να μάθουμε γρήγορα νέα της, γιατί η Δανάη μας, μέχρι και την ημέρα που εξαφανίστηκε ή καλύτερα που την εξαφάνισαν, ήταν πολύ καλά στην υγεία της και έγραφε το 58ο βιβλίο της».

Να προσθέσω σʼ αυτά και τους επικούς τρεις τόμους, μεταφρασμένους από την ίδια, με την ποίηση του «Κάντο Χενεράλ» (Γενικό Άσμα) του κορυφαίου Χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούδα, που μόνο να τους δει κανένας… τρομάζει με τον όγκο των 1.000 και πλέον σελίδων τους.

Για τη Δανάη γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος ότι «…είναι ένα φυσικό φαινόμενο που έγινε Μύθος. Και έγινε Μύθος γιατί προίκισε τις γυναικείες της καταβολές με γνώση, ποιητική ουσία, συντροφικότητα και περιπέτεια βίου. Κανένας Μύθος δεν διαρκεί και δεν ισχύει αν δεν στηρίζεται πάνω σε ένα έπος ζωής με βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης φύσης».

Ιδιαίτερα όμως με αναστάτωσε το γράμμα με την αιχμή του επιστολογράφου που αναφέρεται στην «εξαφάνισή» της ή καλύτερα «σʼ αυτούς που την εξαφάνισαν», άγρια αιχμή που δεν ξέρω πόσο μακριά μπορεί να οδηγήσει, ακόμα και σαν απλή υποψία. Και το ενδιαφέρον που μου δημιούργησε η επιστολή ήταν το γεγονός που τη γνώριζα και είχαμε κάποτε συνεργαστεί, όταν την παρουσιάσαμε με τον Ορέστη Λάσκο στο θέατρο «Μινώα» στο θρυλικό «Ρετρό» και δεν θα ξεχάσω τις στιγμές που μέσα στο ρεπερτόριο των τραγουδιών που έλεγε, είχε συμπεριλάβει και αποσπάσματα από ποιήματα του Νερούδα, που με το αγέρωχο και περήφανο τρόπο που τα απήγγελε, έκανε το κοινό που είχε έρθει στο θέατρο, αποκλειστικά και μόνο για να γελάσει, αλλά που η εμφάνισή της και μόνο τους έκανε να καταλαβαίνουν ότι «εδώ κάτι άλλο συμβαίνει»…

Για τη Δανάη, οι εκδόσεις «Άγκυρα» έχουν κυκλοφορήσει ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για τη ζωή της, γραμμένο με ιδιαίτερη προσοχή και συστηματική έρευνα από την κ. Μαγουλά-Γαϊτάνου και, όπως ήταν φυσικά, εκεί έσπευσα να πληροφορηθώ τι συμβαίνει και η απάντηση που πήρα από την Αναστασία Παπαδημητρίου, μια από τις ιδιοκτήτριες του εκδοτικού οίκου, ήταν ότι δεν είχε καμιά πληροφορία, εκφράζοντας και εκείνη την ανησυχία της για την πλήρη σιωπή γύρω από το τι μπορεί να συμβαίνει σχετικά με τη σπουδαία αυτή γυναίκα και που στην περίπτωση που θα είχε συμβεί το μοιραίο, από τους πρώτους που θα ζητούσαν πληροφορίες θα ήταν ο εκδοτικός τους οίκος. Τις ίδιες ανησυχίες, για την πλήρη σιωπή και την ουσιαστικά επιβληθείσα απομόνωση μου διατύπωσε και η κ. Μαγουλά-Γαϊτάνου, προσθέτοντας μάλιστα και τη λέξη «εξαφάνιση», όπως και ο επιστολογράφος που ήδη έχω αναφέρει.

Μήπως θα πρέπει να αναλάβει η Αγγελική Νικολούλη για κάποιο «φως και σʼ αυτό το τούνελ», μια και πρόκειται για πρόσωπο που δεν πρέπει ούτε τόσο εύκολα να ξεχνάμε ούτε και δύσκολα να θυμόμαστε;

Η «ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΓΥΦΤΙΑΣ»…
(…έχοντας τρέξει πολλά στα «γύφτικα»!)

Την έκφραση περί της «γύφτικης εκδίκησης» μου τη θύμισε η καθόλου απροσδόκητη επιτυχία, όπως και από την πρώτη στιγμή την είχαμε προβλέψει, όταν άρχισε να παίζεται και στη δεύτερη κινηματογραφική του ταυτότητα ο «Ηλίας του 16ου» και που με τα εισιτήρια που θα συγκεντρωθούν και από τις συνεχιζόμενες εβδομάδες, δεν αποκλείεται να φτάσουν και σε ρεκόρ και έτσι η «εκδίκηση» να πάρει πίσω όλο της το αίμα.

Όσο για τη συγκεκριμένη περίπτωση, μην πάει το μυαλό σας σε καμιά άγρια και αιματοστάλακτη «τουρκογύφτικη» μελό ιστορία, αλλά στο συσχετισμό της ελληνικής ταινίας με την ξένη πριν από μερικά χρόνια, τότε που παίχτηκε και ο πρώτος «Ηλίας», με τον Κώστα Χατζηχρήστο, πραγματοποιώντας και τότε μια μεγάλη επιτυχία, μέχρι που έγινε και «σανίδα σωτηρίας» για τις οικονομικές φουρτούνες που είχε η Φίνος Φιλμ εκείνη την εποχή, συγκεντρώνοντας περισσότερο τα ενδιαφέροντα του λαϊκού κοινού. Αντίθετα δηλαδή με την πελατεία των «δήθεν» και των «υπεράνω» και με άλλα λόγια των «Σουσούδων» των κινηματογραφικών προτιμήσεων που κρατούσαν τις αποστάσεις τους από τις «λαϊκάντζες» ελληνικές ταινίες, συμπεριλαμβανομένων και μερικών «βαθυστόχαστων» κινηματογραφικών κριτικών που τις αποκαλούσαν υποτιμητικά μέχρι και «γύφτικες»…

Αργότερα, με την επικράτηση της τηλεόρασης, όταν η τύχη της ελληνικής ταινίας έπεσε στα χέρια, τις προτιμήσεις και τις πολιτικές ιδεολογίες του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, εκτός μερικών φωτεινών εξαιρέσεων, τις περισσότερες ταινίες μιας υποτιθέμενης κουλτούρας είναι ζήτημα αν τις έβλεπαν ακόμα και οι στενοί συγγενείς των δημιουργών τους.

Και χρειάστηκαν να περάσουν τριάντα χρόνια για να καταλάβουν ότι ο κόσμος προτιμάει να δει ή και να ξαναδεί θέματα σαν εκείνα του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου.

Και ενώ οι άδειοι κινηματογράφοι κλείνουν ελλείψει θεατών, οι Ηλίες να τους ξαναγεμίσουν…

Είδες, κύριε, η γυφτιά, την έκανε τη δουλειά της!

ΕΝΑ «ΜΠΡΑΒΟ» ΜΕ ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΙΣ
(και μάλλον με «μπράβο» για τις επιφυλάξεις!)

Θα είναι άδικος αυτός που θα ισχυριστεί ότι η μακρά παραμονή του Νίκου Κούρκουλου στο πηδάλιο του αρχικαπετάνιου του Εθνικού μας Θεάτρου, ανεξάρτητα από τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα ή και τις όποιες επιπόλαιες επιλογές διαφόρων μεταμοντέρνων εισηγητών, δεν ήταν αυτή η πεισμώδης παραμονή του που έπαιξε ρόλο για να ολοκληρωθεί και το τεράστιο –γιατί πραγματικά για «τεράστιο έργο» πρόκειται– το συνολικό οικοδόμημα του θεατρικού τετραγώνου που περικλείει την Κεντρική Σκηνή και όλες τις δευτερεύουσες σκηνές, τα θεατρικά φυτώρια, τα εργαστήρια και τα θεατρικά φυτώρια, ακόμα θα λέγαμε και την αισθητική αξιοποίηση της πίσω πλευράς του κτιρίου του θεάτρου επί της οδού Σατωβριάνδου με όλο το αριστουργηματικό ανάγλυφο των ελληνικών γραμμάτων σε αρχαϊκό χρώμα, που μπορείς με την ώρα να τα βλέπεις, άσχετο αν δεν βγάζεις μια λέξη, όπως και με τα ιερογλυφικά των Φαραώ που κι εκείνα διατηρούν το απρόσιτό τους…

Και όταν λοιπόν είσαι 11 χρόνια «πρώτο τραπέζι πίστας» σε όλες τις κοσμικές εκδηλώσεις και μοιραία έχεις δίπλα σου και τον αρμόδιο υπουργό, είναι πολύ εύκολο να τους πεις «τι γίνεται, κύριε υπουργέ μου, μʼ εκείνη την υπογραφή για το κτίριο του Εθνικού που είναι έτοιμο να καταρρεύσει;».

Και έτσι μπήκαν και οι υπογραφές, έπεσε και ο παράς –το σπουδαιότερο– και το έργο έφτασε στο «γκραν φινάλε» του και ο μόνος άτυχος ήταν ο Νίκος Κούρκουλος που δεν μπόρεσε να το καμαρώσει και που επειδή δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά, τουλάχιστον για να υπάρχει η αναγνώριση, βρέθηκε η εύκολη λύση να ονομαστεί με το όνομά του η Πειραματική Σκηνή που άνοιξε πρώτη ως «Θέατρο Νίκος Κούρκουλος». Πρόχειρη λύση αλλά και βάναυση και στερημένη έμπνευσης από ένα Πνευματικό Ίδρυμα που αποτελεί τη ναυαρχίδα της χώρας και που, όπως τουλάχιστον ξέρω, σε κανένα μέρος του κόσμου, το κρατικό της θέατρο, πέραν της συγκεκριμένης του ιδιότητας και… υπότιτλο με όνομα κάποιου θεατρικού παράγοντα οποιασδήποτε προσφοράς του.

Και το χειρότερο, αν η απόφαση πάρθηκε για να τιμηθεί το έργο του, τότε τι να πούμε και για εκείνους που προηγήθηκαν και το θεμελίωσαν, όπως για τον Φώτο Πολίτη, τον Δημήτρη Ροντήρη, τον Κωστή Μπαστιά, τον Θωμά Οικονόμου, τον Γιώργο Θεοτοκά, τον Αλέξη Μινωτή, τον Αιμίλιο Χουρμούζιο.

Εκτός αν πρόκειται, με τη φόρα που έχει πάρει στον τόπο μας η Θεατρική Γενετική, να αποκτήσουμε ισάριθμα θέατρα για να μη μείνουν οι μεγάλοι απόντες παραπονεμένοι και τρίζουν τα κόκαλά τους…


Σχολιάστε εδώ