Τι σημαίνει η προσφυγή της χώρας μας στο ΔΝΤ

Η συζήτηση για βοήθεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επιβεβαιώνει τη διαπίστωση ότι το πολιτικό δράμα που κρύβεται πίσω από τις τραγικές οικονομικές εξελίξεις τα τελευταία τριάντα χρόνια συνεχίζεται με τις γνωστές «επιτηρήσεις» της οικονομίας και με επίμονες συστάσεις και ελέγχους που πάντοτε προκαλούσαν έντονες πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις και πολιτικό κόστος.

«Πίσω από το πολιτικό δράμα και από τις οικονομικές εξελίξεις στην περίοδο 1981-2001 κρύβεται μια βασική αντιπαράθεση της παραδοσιακής κουλτούρας, η οποία δεν θέλει ανοιχτούς ορίζοντες, φοβάται το καινούργιο, θέλει το κεκτημένο και την προστασία του κράτους, και της μεταρρυθμιστικής κουλτούρας, η οποία είναι οι κοινωνικές δυνάμεις που έχουν αποδεχτεί ότι ο τόπος πρέπει να αλλάξει», είχε επισημάνει με έμφαση ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γεράσιμος Αρσένης το 2002, κατά την παρουσίαση του βιβλίου μου «Η Μεγάλη Φούσκα της Ελληνικής Οικονομίας 1981-2001». Και φαίνεται ότι αυτό το πολιτικό δράμα που κρύβεται πίσω από τις τραγικές εξελίξεις στην ελληνική οικονομία συνεχίζεται, καθώς τον τελευταίο καιρό συζητείται το ενδεχόμενο προσφυγής της χώρας μας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
Μολονότι το ενδεχόμενο αυτό φαντάζει πολύ απόμακρο λόγω της ασπίδας του ευρώ, καλό είναι να θυμηθούμε τι σημαίνει για τη χώρα και τους κατοίκους της μια προσφυγή στον διεθνή αυτόν οργανισμό για τη λήψη δανείου.
Στο παρελθόν, λοιπόν, όλοι σχεδόν οι διεθνείς οργανισμοί (η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) συνόδευαν τη χορήγηση κάποιου δανείου συνεχώς και επιμόνως με συστάσεις προς τις ελληνικές κυβερνήσεις για την προώθηση συγκεκριμένων διαρθρωτικών αλλαγών, οι οποίες πάντοτε προκαλούσαν έντονες κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, όλες οι κυβερνήσεις υπόσχονταν, πριν από τη λήψη κάποιου κοινοτικού ή άλλου δανείου, πάλι συγκεκριμένες διαρθρωτικές αλλαγές, τις οποίες ωστόσο ξεχνούσαν μετά τη λήψη του δανείου ή την έγκριση των περιβόητων προγραμμάτων σύγκλισης ή σταθερότητας, διότι είχαν μεγάλο πολιτικό κόστος. Οι συστάσεις αυτές για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων και αδυναμιών αφορούσαν κυρίως στις αγορές, τον πληθωρισμό, τον δημόσιο τομέα, το ισοζύγιο, τα δημοσιονομικά μεγέθη, την ανταγωνιστικότητα.
Υπενθυμίζουμε, για παράδειγμα, ότι από την Έκθεση του ΔΝΤ η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα τον Απρίλιο του 1989 προκύπτει ότι «οι αρμόδιες ελληνικές αρχές διαβεβαίωσαν το ΔΝΤ ότι ένα πρόγραμμα
αναθεώρησης των υποχρεώσεων της κυβέρνησης ως προς το σκέλος των δαπανών, επέκτασης της φορολογικής βάσης και αναδιάρθρωσης των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών βρίσκεται ήδη σε ετοιμασία και θα εφαρμοσθεί την περίοδο 1990-92».
Ειδικότερα, για τον περιορισμό του ελλείμματος του Δημοσίου η τότε κυβέρνηση (ΠΑΣΟΚ), όπως προκύπτει από την ίδια Έκθεση, είχε συμφωνήσει με το ΔΝΤ ότι απαιτείται ενέργεια τόσο στην πλευρά των δαπανών όσο και στην εσόδων. Σε αυτήν τη βάση, όπως τονιζόταν στην Έκθεση, χρειαζόταν να γίνουν τα ακόλουθα:
α) Αναμόρφωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, έτσι ώστε τα οφέλη να είναι καλύτερα συνδεδεμένα με τις καταβολές και η παροχή συντάξεων αναπηρίας περισσότερο ελεγχόμενη.
β) Περιορισμός της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα.
γ) Εφαρμογή πολιτικής αμοιβών, δηλαδή εισοδηματικής πολιτικής, στο Δημόσιο.
δ) Εναρμόνιση της φορολογίας εισοδήματος επιχειρήσεων και κεφαλαίου με την ΕΟΚ και επιβολή κυρώσεων για φοροδιαφυγή.
Όλα αυτά τα μέτρα είχε προσπαθήσει να προωθήσει το 1990 η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, αλλά θυμάστε τι έγινε. Έγινε χαλασμός! Κάηκε στην κυριολεξία η χώρα από τις απεργίες, τις αντιδράσεις, τις καταγγελίες και τις κινητοποιήσεις.
Το 1997 το ΔΝΤ επανέρχεται και με σκληρές πάλι επισημάνσεις και συστάσεις, που περιέχονται στα «εμπιστευτικά» προκαταρκτικά συμπεράσματά του για το έτος εκείνο (βάσει του άρθρου IV), ταράζει για μια ακόμη φορά την ελληνική κυβερνητική μακαριότητα και τις γνωστές «χαρούμενες» προβλέψεις και προοπτικές για την ελληνική οικονομία. Στην αρχή, όπως ταιριάζει σ’ ένα τέτοιο «διπλωματικό» κείμενο, παρουσιάζει μερικές βελτιώσεις στην ελληνική οικονομία, αλλά στη συνέχεια αρχίζει ο «εξάψαλμος». Από την πολυσέλιδη εκείνη Έκθεση σημειώνουμε τα ακόλουθα:
Πρώτον, δεν προτείνει μόνο αυστηρότερη μακροοικονομική πολιτική και επιτάχυνση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αλλά βαθύτερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Δεύτερον, επισημαίνει ότι η συνέχιση της αύξησης της αμοιβής εργασίας καθ’ υπέρβασιν της σχετικής ανόδου της παραγωγικότητας θα διαβρώσει περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα.
Τρίτον, τονίζει ότι η χώρα μας, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα και υποστηριζόμενα, «κατόρθωσε», χωρίς μάλιστα να επιτύχει την αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή και ισορροπία, να έχει συγκριτικά υψηλότερη φορολογία στην ΕΕ, ενώ ο φορολογικός συντελεστής επί της κατανάλωσης ξεπερνά τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ!
Τέταρτον, από το 1997 το ΔΝΤ προτείνει μέτρα για αυξημένη ευελιξία στην αγορά εργασίας και ελαστικότητα στα ωράρια εργασίας.
Πέμπτον, ο υπαινιγμός για «δημιουργική λογιστική», που, όπως φαίνεται, από νωρίς είχε αρχίσει να εφαρμόζει η κυβέρνηση Σημίτη, είναι σαφής: «Οι αλλαγές στις λογιστικές πρακτικές», επισημαίνει το ΔΝΤ, «συμβάλλουν σημαντικά στη μείωση του επίσημα αναφερόμενου δημοσιονομικού ελλείμματος, αλλά δεν ασκούν μειωτική
επίδραση στη συνολική ζήτηση…»!
Το 2001 το ΔΝΤ συντάσσει νέα πολυσέλιδη Έκθεση, που αποτελεί κόλαφο για την ελληνική οικονομία. Αφού διαπιστώνει ότι το φορολογικό σύστημα της χώρας είναι υπερβολικά πολύπλοκο και άδικο, ότι οι επιδόσεις στην αγορά εργασίας και στις ιδιωτικοποιήσεις είναι απογοητευτικές και ότι η πρόοδος στις διαρθρωτικές αλλαγές είναι ελάχιστη, προβαίνει σε νέες συστάσεις, όπως η ανάγκη ύπαρξης αξιόπιστων στόχων για τα ανώτατα επίπεδα των δημόσιων δαπανών και των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, η προγραμματισμένη πρόσθετη μείωση των φόρων που πρέπει να συνοδεύεται από περικοπές δαπανών, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση με την καθιέρωση ενός δίκαιου και βιώσιμου συνταξιοδοτικού συστήματος, τα κίνητρα για περισσότερο ευέλικτη και μεγαλύτερη ηλικία συνταξιοδότησης και οι περικοπές στις περιπτώσεις υπερβολικών ποσοστών αναπλήρωσης, η εφαρμογή ενός καλύτερου εποπτικού μηχανισμού παρακολούθησης των δαπανών υγείας κ.ά.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι πότε θα σταματήσει το πολύχρονο αυτό πολιτικό δράμα της Ελλάδος, των πολιτών της, των εργαζομένων, των φορολογουμένων, των συνταξιούχων, της χώρας;


Σχολιάστε εδώ