Μια φορά και έναν καιρό

Μπορεί οι γιορτές ουσιαστικά να είχαν τελειώσει με το κόψιμο της βασιλόπιτας από τον αφέντη του σπιτιού και η θεά Τύχη ν’ αντάμειψε τον ευνοούμενό της με το φλουρί, που συνήθως ήτανε ένα τρύπιο «δεκάλεπτο» του 1912 με την κουκουβάγια, φυλαγμένο
στο πουγκί της γιαγιάς, Θεός σχωρέστην…

…Μπορεί ακόμη μερικά σπόρια απ’ το ρόδι που σπάσαμε στο κατώφλι του σπιτιού με το μπάσιμο του καινούργιου χρόνου για γούρι, να παραμένουν παραπεταμένα σε μια δυσπρόσιτη εσοχή, μπορεί τέλος οι νοικοκυρές ν’ ανέπνευσαν με ανακούφιση τώρα που η ατέλειωτη λάτρα της κουζίνας επανερχόταν στα φυσιολογικά της επίπεδα, όμως το «γκραν φινάλε» τότε των εορτών ανήκε σε μας τα παιδιά, που θα επανερχόμασταν στους αυτοσχεδιασμούς της αλάνας, παρατώντας τα «επιτραπέζια» παιχνίδια που… ξεπατώσαμε την Πρωτοχρονιά παρέα με τους μεγάλους, και που τώρα μας προκαλούσαν βαρεμάρα. Διερωτώμασταν μάλιστα τι σόι ευχαρίστηση έβρισκαν ο μπαμπάς, ο θείος και η θεία να παίζουν μαζί μας τον «Γκρινιάρη», κι επιπλέον να μη μας αφήνουν να κάνουμε την παραμικρή ζαβολιά… βοηθώντας το ζάρι. Πάει, τελείωσαν όλα αυτά και μπορούσαμε ελεύθεροι πια να χαρούμε την τελευταία εβδομάδα των διακοπών μας, πριν βρεθούμε μπαγλαρωμένοι και πάλι στο σχολείο. Πριν καθίσουμε στο θρανίο και αποπειραθούμε με τον διπλανό μας ν’ αναλύσουμε το ποιηματάκι: «Η κυρά μας η δασκάλα έπεσε από τη σκάλα…» που αποτελούσε μόνιμο ερωτηματικό για το εύρος του αποκαλυπτικού μέρους της πτώσης. Και ήτανε επιπλέον για εμάς το «γκραν φινάλε» διότι είχαμε ακόμη δύο απόλυτα δικές μας μέρες, και συνάμα απόλυτα… επικερδείς, να αλωνίσουμε.

Και πρώτα πρώτα ήσαν τα κάλαντα των Φώτων που άρχισαν να ξεχνιούνται και να παίρνουν τη μορφή «μουσειακού» είδους. Η αλήθεια είναι πως και τότε ήταν λιγοστά τα παιδιά που τα ήξεραν απ’ αρχής μέχρι τέλους. Μας αρκούσε να ξέρουμε το… πρελούδιο, γιατί η σπιτονοικοκυρά που θα μας άνοιγε για «να τα πούμε», δεν είχε καιρό για χάσιμο κι έτσι μετά τις πρώτες στροφές μας αντάμειβε με χρήμα ή με είδος, δηλαδή με κανένα μελομακάρονο που περίσσεψε, κατάλληλο για… σφεντόνα, κι άντε και του χρόνου. Και το μεν χρήμα έμπαινε στον κορβανά, το δε μελομακάρονο γινότανε ρουκέτα που εκτοξευόταν στο πλαϊνό άχτιστο οικόπεδο. Κάπως έτσι έγινε και με τον Αλέκο που το «σαβούρντισε», και ύστερα από καιρό, σε μέρες… σιτοδείας, έψαχνε μέσα στα χόρτα μπας και το βρει… Παίρναμε λοιπόν το τρίγωνο, αλλά όχι πολύ πρωί, αφού δεν υπήρχε έντονος ανταγωνισμός, και πηγαίναμε κατευθείαν σε σπίτια που είχαμε επισημάνει από την προηγουμένη, σίγουροι πως δεν θα μας διώξουν επειδή ήταν γνωστό πως τηρούσαν τα έθιμα. Χτυπούσαμε το κουδούνι ή το… ρόπτρον, και μόλις μας άνοιγαν, χωρίς να ρωτήσουμε άρχιζε η… χορωδία να «άδει» τονίζοντας στη λήγουσα:

«Καλημέρα, καλησπέρα, καλή σας μέρα αρχόντοι με την κυρά… Σήμερα είν’ τα Φώτα κι οι φωτισμοί, και χαρές μεγάλες και Αγιασμοί…». Πάνω κάτω σ’ αυτήν τη στροφή τελείωναν και οι γνώσεις μας, κι αν δεν μας έλεγε η κυρά: «Μπράβο σας παιδιά και του χρόνου», διακόπταμε άτσαλα το «γκλιν – γκλιν» και την ευχή τη δίναμε εμείς. Σκούπιζε τότε η κυρά τα βρεμένα από τη «λάντζα» χέρια της πάνω στην ποδιά της, και μας προσέφερε το κατιτίς μας. Βέβαια τα κέρδη από την εξόρμηση των Φώτων δεν είχαν τις ίδιες αποδόσεις με τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Ούτε κι αυτά όμως ήσαν αμελητέα, και το κυριότερο αποταμιεύονταν, μέχρι που κάποια στιγμή μας τα ζητούσε «δανεικά» η μητέρα, για να τα δώσει στον μπακάλη που συνέχεια γκρίνιαζε επειδή το «τεφτεράκι» με την πίστωση χόντραινε υπερμέτρως… Η μεγάλη όμως, η ανείπωτη χαρά της ημέρας, ήταν όταν μας έπαιρνε ο παπάς της ενορίας για να τον βοηθήσουμε συνοδεύοντάς τον στον αγιασμό των σπιτιών της συνοικίας. Ήτανε κι αυτό ένα πολύ ωραίο έθιμο που με τον καιρό ξεθύμανε, κι αν τώρα έχει κάποιος ιερέας το κουράγιο να «χτυπήσει πόρτες», σπάνια θα γίνει δεκτός στα διαμερίσματα επειδή με την επίσκεψή του χαλάει το ραχάτι των ενοίκων ή επειδή τους διακόπτει από το σίριαλ που παρακολουθούσαν… Τότε όμως ήταν αλλιώς τα πράματα και ο παπάς ήταν σεβαστό πρόσωπο. Τρέχαμε πιτσιρικάδες όταν τον συναντούσαμε στον δρόμο, να του φιλήσουμε το χέρι και να πάρουμε την ευλογία του. Ας είναι!

Τότε, την παραμονή των Θεοφανίων, μετά το τέλος της πρωινής λειτουργίας, φορώντας ένα απλό πετραχήλι και κρατώντας ένα ματσάκι δενδρολίβανο ελλείψει βασιλικού λόγω χειμώνος, έβαζε τον αγιασμό μέσα σε ένα μεταλλικό δοχείο, το «αγιασματάρι» ή το λεγόμενο «μπακράτσι» που το κράταγε το παπαδοπαίδι, και ξεκίναγαν για τα σπίτια της ευρύτερης περιοχής όπου ήτανε καλοδεχούμενος και ήξερε όλους τους κατοίκους με το μικρό τους όνομα, όπως τον ήξεραν κι εκείνοι, επειδή «Γάμος, τοκετός, κηδεία είναι τα μόνα γεγονότα / που μέσα στη μονοτονία δίνουν μια καινούργια νότα», όπως τραγούδησε ο Σπήλιος Μεντής και ο παπάς ήταν ο πρωταγωνιστής τους.

Η δική μας τώρα χαρά οφειλόταν στο γεγονός πως με τη βοήθεια της εκκλησίας παραβιάζαμε το «άβατον» πολλών οικιών, στα έγκατα των οποίων μόναζαν απρόσιτα θήλεα. Δεν μπορούσαμε βέβαια να δώσουμε στον εαυτό μας μια λογική εξήγηση, γιατί άραγε αισθανόμασταν να φτερουγίζει η καρδούλα μας, καθώς τις βλέπαμε σοβαρές στην αντίπερα όχθη των θρανίων της τάξης μας, στο δημοτικό του Νεσλιχανίδη. Αλλά και εκείνες, αιώνια θηλυκά, είχανε το διάολο μέσα τους και μπορεί να χασκογελούσαν μεταξύ τους στο διάλειμμα, κράταγαν όμως υπεροπτική στάση όταν τους ζητούσαμε το καλογραμμένο και καλλιγραφημένο τετράδιό τους για ν’ αντιγράψουμε τάχα το τελευταίο μάθημα επειδή απουσιάζαμε. Και στον δρόμο, όταν συναντιόμασταν, δεν ήμασταν τα αθώα παιδόπουλα, αλλά εκείνες σαν από ένστικτο κατέβαζαν το κεφάλι και το βάζανε στα πόδια, αποφεύγοντας να διασταυρωθούν οι δρόμοι μας, ίσως γιατί ξέρανε πως κάποια «εξυπνάδα» θ’ αμολούσαμε… Η ανακωχή θα προέκυπτε πολύ αργότερα, στο γυμνάσιο, όταν θα άρχιζαν οι «εκ του συστάδην μάχες», και θα πέφτανε βροχή τα ραβασάκια ή το σκάλισμα με σουγιαδάκι των αρχικών μας μαζί με μια καρδιά, στα δένδρα και τα παγκάκια του άλσους…

Για την ώρα όμως, η παρουσία του παπά με την αγιαστούρα στο χέρι ήταν σαν να διέτασσε «Άρατε πύλας». Και άνοιγαν οι πύλες, έψελνε ο παππούλης το «Εν Ιορδάνη» και ράντιζε κάθε γωνιά του σπιτιού με αγιασμό, καθώς και τα κεφάλια των νοικοκυραίων που έκαναν ευλαβικά τον σταυρό τους, φίλαγαν το χέρι του, και ρίχνανε κέρματα στο «μπακράτσι» με τον αγιασμό που κρατούσαμε. Εμείς κοιτάγαμε τις «Δουλτσινέες» μας σαν κατακτητές που παραβίασαν το άσυλό τους, ενώ εκείνες έκαναν τον σταυρό τους και η ματιά τους ήταν σαν να έλεγε: «Έχει ο καιρός γυρίσματα…». Δεν είχαμε κανένα οικονομικό όφελος από τη συνδρομή μας στην τελετουργία αυτή. Μας αρκούσε πως κάποιες ψυχές, έστω για λίγο, στάθηκαν με σεβασμό μπροστά μας…

***

Τα θυμάται όλ’ αυτά τώρα ο παππούς, καθώς τράβηξε το «φις» από την πρίζα και τα λαμπιόνια σβήσανε στο περίλαμπρο χριστουγεννιάτικο δένδρο, αργά τη νύχτα της 7ης του Γενάρη, οπότε τελείωσε και η βασιλεία του για φέτος. Το σκοτάδι που απλώθηκε στο σαλόνι ήρθε να κάνει πιο βαθιά τη μελαγχολία του, μια μελαγχολία που ένιωθε από μικρός στον τελειωμό των εορτών. Μόνον που δεν είπε όπως πάντα: «Άντε και του χρόνου».

Ψιθύρισε μονάχα: «Άραγες του χρόνου;».

Κι ένα δάκρυ κύλησε απ’ το χειρουργημένο μάτι του…


Σχολιάστε εδώ