ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ Ή ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ;
Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο ακόμη και με την οικονομική λογική, αλλά και με ολόκληρο το θεωρητικό οικοδόμημα της δημοσιονομικής συμπεριφοράς του κράτους.
Από την άποψη αυτή συμφωνούμε απόλυτα με τα λεγόμενα του κ. Παπαδήμου στη συνέντευξή του. Μόνο θα θέλαμε να σχολιάσουμε σήμερα ένα σημείο της συνέντευξης, το οποίο κατά τη γνώμη μας ξεφεύγει από την οικονομική λογική που πρέπει να διέπει και τη δημοσιονομική πολιτική του κράτους.
Η ερώτηση του δημοσιογράφου προς τον κ. Παπαδήμο ήταν: «Ορισμένοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι οι χώρες της Ευρωζώνης με δημοσιονομικά ελλείμματα μπορούν να αναβάλουν την προσπάθεια μείωσης αυτών των ελλειμμάτων και ενδείκνυται να εφαρμόσουν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δυσμενείς επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην οικονομική δραστηριότητα. Πώς σχολιάζετε αυτήν την άποψη;»
Και η απάντηση του αντιπροέδρου της ΕΚΤ: «Ούτε η οικονομική λογική ούτε το κλίμα που επικρατεί στην αγορά υποστηρίζουν αυτήν την άποψη στην περίπτωση χωρών με μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και υψηλό δημόσιο χρέος. Στις χώρες αυτές η εφαρμογή επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής δεν είναι ο σωστός τρόπος αντιμετώπισης της δυνητικής
επίδρασης της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα. Αντίθετα, μια συνετή δημοσιονομική πολιτική, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει και ορισμένα στοχευμένα μέτρα που θα αμβλύνουν τις επιπτώσεις της κρίσης στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη, θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης και με αυτόν τον τρόπο θα στηρίξει την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας».
Επειδή και ο γράφων είναι από τους «ορισμένους οικονομολόγους» που υποστηρίζουν το μέτρο της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της κρίσης (παραπέμπω στα άρθρα μου στο «ΠΑΡΟΝ» της 23/11/2008 με τίτλο «Φουντώνει την κρίση ο νέος προϋπολογισμός» και της 30/11/2008 με τίτλο «Προϋπολογισμός ή παραλογισμός;»), θα ήθελα να σχολιάσω τις παραπάνω απόψεις του κ. Παπαδήμου. Και το πρώτο σχόλιο είναι ότι η τωρινή κρίση δεν είναι μόνο χρηματοπιστωτική, όπως μας λέει ο κ. Παπαδήμος. Απλώς ξεκίνησε από τον χρηματοπιστωτικό τομέα με τα γνωστά «τοξικά απόβλητα», με τα οποία είχε μολύνει όλες τις χρηματοπιστωτικές αγορές των δυτικών χωρών και σαν χολέρα έχει πλέον επεκταθεί και στην πραγματική οικονομία. Και τα μέτρα θα πρέπει να είναι ανάλογα με το βάθος (έκταση) της κρίσης και με τα αίτια που την προκάλεσαν.
Φρονούμε ότι η σημερινή κρίση είναι το αποτέλεσμα της σφιχτής εισοδηματικής πολιτικής, της υπερχρέωσης των νοικοκυριών και της μείωσης της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών από τα περισσότερα νοικοκυριά χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Το έχουμε τονίσει και στο παρελθόν από τη στήλη μας, το τονίζουμε και τώρα: Το μείγμα «υπερχρέωση των νοικοκυριών – υπερκατανάλωση – σφιχτή εισοδηματική πολιτική είναι επικίνδυνη εκρηκτική ύλη στα θεμέλια της οικονομίας. Είναι επικίνδυνο το κράτος με την οικονομική πολιτική του να υποδαυλίζει ή απλώς να ανέχεται την τόνωση της ζήτησης μέσω της υπερχρέωσης κράτους, επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Και όμως, στην κατάσταση αυτή μας οδήγησε το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο. Απογύμνωσε τα κράτη από μεγάλο μέρος των φορολογικών και τελωνειακών τους εσόδων (για την τόνωση τάχα των επενδύσεων), τα αποστέρησε από τα έσοδα των ΔΕΚΟ (με τις αποκρατικοποιήσεις για την αύξηση της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου) και τα οδήγησε στα υψηλά ελλείμματα και στο υπέρογκο δημόσιο χρέος. Με τη σφιχτή εισοδηματική πολιτική, σε συνδυασμό με τη μετακύλιση μέρους του φορολογικού βάρους στους ώμους των καταναλωτών, προκάλεσε την υπερχρέωση των νοικοκυριών στο τραπεζικό σύστημα. Με την ευνοϊκή μεταχείριση των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων (διαπλοκή, φορολογική εύνοια, άφθονη χρηματοδότηση με φτηνό χρήμα) προκάλεσε τον μαρασμό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες κατέφυγαν αναγκαστικά στο τραπεζικό σύστημα για να διασωθούν.
Εάν υπήρχε ένα υγιές σύστημα διασποράς του εθνικού προϊόντος, η σημερινή κρίση θα είχε αποφευχθεί, καθώς η χρηματοδότηση της ζήτησης θα στηριζόταν σε υγιείς βάσεις, δηλαδή στην απόκτηση ικανού εισοδήματος από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Αλλά στη λύσσα του υπερβολικού κέρδους όλα αυτά ξεχάστηκαν και φτάσαμε στα υπερχρεωμένα και αφερέγγυα νοικοκυριά και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις με την πληθώρα των απλήρωτων επιταγών. Η αφετηρία της κρίσης! Και με την παγκοσμιοποίηση των αγορών, η κρίση, ξεκινώντας από τις ΗΠΑ, μόλυνε όλες τις οικονομίες των δυτικών χωρών. Αυτά
όσον αφορά τα αίτια.
Το «φάρμακο» ποιο είναι; Αυτό είναι το κυρίαρχο πρόβλημα, στο οποίο πρέπει να δοθεί προτεραιότητα. Και η λύση του απαιτεί την τόνωση της ζήτησης.
Ο κ. Παπαδήμος βλέπει σαν φάρμακο τον περιορισμό των ελλειμμάτων και τη μείωση του δημόσιου χρέους, που κατά τη γνώμη του θα στηρίξουν την
ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Και αυτό το στηρίζει στην οικονομική λογική και στο κλίμα που επικρατεί στην αγορά. Κάνει λάθος ο κ. Παπαδήμος, κατά την άποψή μας, καθώς η οικονομική λογική απαιτεί την εφαρμογή της αρχής της ιεράρχησης των αναγκών και στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Γενικά, στην οικονομία υπάρχει πλήθος αναγκών, ενώ τα μέσα ικανοποίησής τους είναι συνήθως περιορισμένα. Και για τον λόγο αυτόν οι οικονομικές επιστήμες διδάσκουν την εφαρμογή της αρχής της ιεράρχησης των αναγκών. Και αυτό το γνωρίζει ο κ. Παπαδήμος ως οικονομολόγος.
Σήμερα η Ελλάδα και σχεδόν όλα τα κράτη της Δύσης αντιμετωπίζουν το δίλημμα, δημοσιονομική επέκταση με ελλείμματα και αύξηση του δημόσιου χρέους ή δημοσιονομική πειθαρχία με μείωση (ή συγκράτηση) των ελλειμμάτων και του χρέους;
Φρονούμε ότι αυτό στην ουσία μάς αναγκάζει να εφαρμόσουμε την αρχή της ιεράρχησης. Τι πρέπει να τεθεί ως προτεραιότητα της οικονομικής μας πολιτικής με βάση τη σημερινή οικονομική συγκυρία; Προσωπικά έχω τη γνώμη ότι το κυρίαρχο πρόβλημα είναι η αντιμετώπιση της κρίσης. Από την κρίση θα υποφέρει ο λαός και θα υποβαθμιστεί το βιοτικό του επίπεδο. Η δημοσιονομική πειθαρχία μπορεί να περιμένει για όσο διάστημα διαρκεί η κρίση. Εφόσον η αντιμετώπιση της κρίσης απαιτεί ενίσχυση της ζήτησης, θα πρέπει να εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση πολιτική δημοσιονομικής επέκτασης και να εγκαταλείψει τη σφιχτή εισοδηματική πολιτική με αύξηση ουσιαστική των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων της μισθωτής εργασίας. Μόνον έτσι θα τονωθεί η ζήτηση και θα περάσει η τωρινή κρίση με λιγότερες απώλειες.
Ο κ. Παπαδήμος ασφαλώς γνωρίζει ότι η ενίσχυση της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών είναι η κορυφαία προϋπόθεση ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας και όχι η μείωση των ελλειμμάτων και του χρέους, όπως μας λέει στη συνέντευξή του. Η συνταγή που προτείνει οδηγεί σε ασφυξία τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Και
ασφαλώς ευνοεί τις μεγάλες επιχειρήσεις, που θα συγκεντρώσουν το σύνολο της ζήτησης, καθώς θα έχουν τη στήριξη της ΕΚΤ και των τραπεζών. Δυστυχώς, ο κ. Παπαδήμος σκέφτεται ως νεοφιλελεύθερος τραπεζίτης και μόνον. Και προς την ίδια κατεύθυνση στρέφεται η σκέψη και οι προσπάθειες όλων των αρμοδίων της ΕΕ και των διεθνών οικονομικών οργανισμών. Όταν ο κ. Καραμανλής και ο κ. Αλογοσκούφης αποφάσισαν να ενισχύσουν τους τραπεζίτες με 28 δισ. ευρώ, οι αρμόδιοι της ΕΕ και της
ΕΚΤ δέχτηκαν αυτήν τη δημοσιονομική επέκταση χωρίς να σκεφτούν καθόλου τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος. Τώρα που τίθεται το θέμα της ουσιαστικής τόνωσης του εισοδήματος των εργαζομένων, τα θυμήθηκαν και άρχισαν τους θρήνους και τις απειλές για επιτήρηση και ΔΝΤ. Νεοφιλελεύθερη υποκρισία!
Ως δεύτερο στήριγμα των απόψεών του για δημοσιονομική πειθαρχία από τα κράτη της Ευρωζώνης, ο κ. Παπαδήμος επικαλείται το κλίμα που επικρατεί στην αγορά. Όμως οι αγορές διαμορφώνουν το κλίμα που εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους και αγνοούν την οικονομική λογική, την αναπτυξιακή πορεία και την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου. Αυτή η προσήλωση όλων των κυβερνητικών και λοιπών παραγόντων στα προστάγματα της διαπλεκόμενης, ασύδοτης και πανίσχυρης αγοράς είναι που δημιούργησε τη σημερινή κρίση. Και είναι λυπηρό οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες (ΕΚΤ, FED κ.λπ.) να στηρίζουν τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης πάνω στις απόψεις, τις επιθυμίες και τις προτάσεις εκείνων που προκάλεσαν την κρίση! Περιμέναμε ότι εκεί, στην ΕΚΤ, θα είχαν προβληματιστεί για τα βαθύτερα αίτια που προκάλεσαν τη σημερινή δύσκολη οικονομική συγκυρία. Όμως διαπιστώνουμε ότι εξακολουθούν να είναι αμετανόητα και πειθήνια τέκνα του άκρατου νεοφιλελευθερισμού. Αν επιθυμεί η διοίκηση της ΕΚΤ να βοηθήσει τα κράτη-μέλη της Ευρώπης που αντιμετωπίζουν πρόβλημα δανεισμού με «φθηνό χρήμα» (όπως π.χ. η Ιταλία και η Ελλάδα προς το παρόν) δεν έχει παρά να βρει τρόπο να δανειοδοτήσει τις χώρες αυτές με τα σημερινά χαμηλά επιτόκια, όπως βρήκε τρόπους να δανειοδοτεί τις τράπεζες.
Οι διατάξεις της διαβόητης Συνθήκης του Μάαστριχτ πρέπει να καμφθούν μπροστά στην εξυπηρέτηση του υπέρτατου αγαθού, το οποίο κατά τη σημερινή συγκυρία, είναι να καταστήσουμε τις συνέπειες της κρίσης λιγότερο επώδυνες. Η άρνηση της ΕΚΤ να δανειοδοτήσει
απευθείας τα κράτη-μέλη της ΟΝΕ τα οδηγεί στις «δαγκάνες» των μεγάλων τραπεζιτών για «θαλασσοδάνεια» και στην υιοθέτηση αντικοινωνικής πολιτικής (σφιχτή εισοδηματική πολιτική, περιορισμός του κοινωνικού κράτους). Υπερχρεώνουν κράτος, επιχειρήσεις και νοικοκυριά για να θησαυρίζουν οι μεγάλες τράπεζες! Λίγη ντροπή είναι απαραίτητη.