Παλαιστίνη και Κύπρος: Βίοι παράλληλοι

Ενώ τούτες τις ώρες συνεχίζεται ακατάπαυστα η ανθρωπιστική κρίση στη Μέση Ανατολή, με επίκεντρο την Παλαιστίνη και τη Γάζα και οι κίνδυνοι κλιμάκωσης και πολύ περισσότερο διεύρυνσης της λαίλαπας του πολέμου είναι ορατοί εντός και εκτός Μέσης Ανατολής, και ενώ ταυτόχρονα η ανθρωπότητα και οι θεσμοί της, κράτη και διεθνείς οργανισμοί, επιδεικνύουν ασύγγνωστη αδυναμία και ανημποριά παρέμβασης, τουλάχιστον στο επίπεδο της ανθρωπιστικής βοήθειας προς τους χειμαζόμενους Παλαιστινίους και της επίτευξης κατάπαυσης του πυρός, η σκέψη μας οδηγείται αβίαστα σε συγκρίσεις αναλογιών προς το άλλο διεθνές πρόβλημα της περιοχής, που αποτελεί και εθνικό ζήτημα του Ελληνισμού, το Κυπριακό.

Παλαιστινιακό και Κυπριακό χαρακτηρίζονται δικαίως ως τα αρχαιότερα άλυτα διεθνή προβλήματα που ταλανίζουν ακόμα την υφήλιο και που γεννήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα, λίγο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το Παλαιστινιακό, όπως και το Κυπριακό, αποτελούν απότοκα της βρετανικής αποικιοκρατικής διοίκησης όπου και στις δύο περιπτώσεις εφαρμόστηκε η ρωμαϊκή και η βρετανική σε συνέχεια συνταγή μετα-αποικιακής κυριαρχίας divide et impera. Το Παλαιστινιακό ανεδείχθη σε Μεσανατολικό και διεθνές πρόβλημα από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948 που ταυτίστηκε με τον πρώτο πόλεμο και τους πολέμους που ακολούθησαν τον Οκτώβριο του 1956, με την κρίση του Σουέζ, τον Ιούνιο του 1967, που απετέλεσε και σταθμό στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή αφού για πρώτη φορά το ισραηλινό κράτος επέδειξε ικανότητα νικηφόρου πολεμικής αντιπαράθεσης έναντι του συνόλου των αραβικών κρατών και τον Οκτώβριο του 1973, γνωστό ως Γιομ Κιπούρ, που οδήγησε και σε επιστροφή εδαφών από το Ισραήλ προς την Αίγυπτο, αλλά και στην επακολουθήσασα ειρήνη μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ.

Η πορεία του παλαιστινιακού ζητήματος, σε αντίθεση με το Κυπριακό, ενέπλεξε ενεργά σε πολεμική αντιπαράθεση, με αφορμή τους Παλαιστίνιους, το σύνολο του αραβικού κόσμου και τα περισσότερα κράτη της Αραβικής Χερσονήσου με αποτέλεσμα να καταστεί το Παλαιστινιακό κορυφαίο διεθνές πρόβλημα αφού είχε ως αφετηρία του τη δεξαμενή ενέργειας του κόσμου και επομένως αποτελούσε, πρωτογενώς, γεωπολιτικό χώρο στρατηγικής υπεραξίας.

Το Κυπριακό γεννήθηκε στη δεκαετία του ’50 ως αποικιακή περιοχή βρετανικής κτήσης και διεκδίκησης από το σύνολο του πληθυσμού, τον οποίο στη μέγιστη πλειοψηφία αποτελούν Έλληνες, την εφαρμογή του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των λαών, δηλαδή χειραφέτησης και απελευθέρωσης από τον αποικιακό ζυγό, κατ’ εφαρμογή της αρχής του Διεθνούς Δικαίου που εφαρμοζόταν ήδη στις αποικιοκρατούμενες περιοχές «one man, one vote». Οι Βρετανοί εφάρμοσαν και στην περίπτωση της Κύπρου την προσφιλή τους αρχή του «διαίρει και βασίλευε», κατασκεύασαν τον τουρκικό παράγοντα ως ισότιμο με το ελληνικό ιστορικό ενδιαφέρον, δημιούργησαν ένα τεχνητό επίπλαστο τουρκο-κυπριακό εθνικισμό που διεκδικούσε σε αντιστάθμισμα του αιτήματος Αυτοδιάθεση-Ένωση των Ελλήνων, τη διχοτόμηση.

Η βασική διαφορά του κυπριακού προβλήματος από το Μεσανατολικό συνίσταται στο γεγονός της ενεργού εμπλοκής του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ για την επίλυσή του και κυρίως στις πρώτες του φάσεις που ήταν τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, με στόχο την αποτροπή, πάση θυσία, ενός ελληνοτουρκικού πολέμου για την Κύπρο, αφού ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα επέφερε αφεύκτως σοβαρό πλήγμα στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και επιπτώσεις εις βάρος της Δυτικής Συμμαχίας στην αντιπαράθεσή της με το σοβιετοκρατούμενο ανατολικό μπλοκ. Αλλά κατ’ αυτόν τον τρόπο ενεπλάκη η Δυτική Συμμαχία, προεξαρχόντων Βρετανών και Αμερικανών, στην επίλυση του κυπριακού προβλήματος με στόχο τη διευθέτησή του με βασικό γνώμονα τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Συμμαχίας και την αποτροπή εμπλοκής της Σοβιετικής Ένωσης στην κυπριακή υπόθεση. Στην περίπτωση της Κύπρου, σε αντίθεση με τη Μέση Ανατολή, η ένοπλη σύγκρουση περιορίστηκε στο εσωτερικό της Κυπριακής Δημοκρατίας παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα και η Τουρκία έφτασαν επανειλημμένα σε οριακό σημείο πολεμικής εμπλοκής (βλ. 1964, 1967, 1974). Η τουρκική εισβολή το 1974, την οποία αν δεν ευλόγησαν, τουλάχιστον ανέχτηκαν θετικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία, απετέλεσε την εφαρμογή επί του εδάφους σχεδίου διχοτόμησης που ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’50 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, παρά το γεγονός ότι έχουν αλλάξει τα δεδομένα της διεθνούς πολιτικής ριζικά, η θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως υποκειμένου του Διεθνούς Δικαίου διατηρήθηκε και εσχάτως ενισχύθηκε με την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ παράλληλα το ενδεχόμενο πολέμου Ελλάδας – Τουρκίας για την Κύπρο έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Επομένως το ενδιαφέρον του διεθνούς παράγοντα για την επίλυση του Κυπριακού εντοπίζεται κυρίως στη σχέση Τουρκίας – Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην οριστική διευθέτηση ενός ζητήματος, το οποίο γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά εξακολουθεί να ενδιαφέρει τον διεθνή παράγοντα που σήμερα εκφράζεται κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

Το Παλαιστινιακό, σε αντίθεση με το Κυπριακό, αποτυπώνει μια διαρκή κρίση με την έννοια του ενεργού ηφαιστείου αφού η ένοπλη αντιπαράθεση των Παλαιστινίων πλέον, και ειδικότερα των ριζοσπαστικών μαχητικών οργανώσεών τους, που είναι η Χαμάς και η Χεζμπολάχ, συνεχίζεται ακατάπαυστα και κλιμακώνεται με απρόβλεπτες συνέπειες για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Το διεθνές ενδιαφέρον για την περίπτωση της Παλαιστίνης, λόγω ακριβώς του κινδύνου διευρυμένων και κλιμακούμενων πολεμικών αντιπαραθέσεων, είναι εν προκειμένω πολύ πιο ενεργό και πολύ πιο άμεσο και έντονο απ’ ό,τι στην περίπτωση της Κύπρου σήμερα.

Η Παλαιστίνη αποτελεί προδήλως μια διαρκή τραγωδία και αιμάσσουσα πληγή, που στιγματίζει τον σύγχρονο πολιτισμό μας και επιβαρύνει τη συνείδηση της ανθρωπότητας στο σύνολό της.


Σχολιάστε εδώ