Ο «ΒΟΥΡΔΟΥΛΑΣ» ΤΟΥ ΔΝΤ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΛΥΣΗ;

Από πού και με ποιο επιτόκιο; Στους κόλπους της κυβέρνησης επικρατεί απαισιοδοξία που δεν κρύβεται, ενώ αντιθέτως διαπιστώνεται απραξία εν αναμονή της έλευσης του 2009, όταν η χώρα μας θα μπει στο «μάτι του κυκλώνα» της οικονομικής κρίσης. Το 2009 η δημοσιονομική κατάσταση μπαίνει σε τυφώνα. Οι δανειακές ανάγκες του ελληνικού Δημοσίου θα είναι τρομερά υψηλές, τη στιγμή που το διεθνές περιβάλλον γίνεται όλο και δυσκολότερο και οι επενδυτές σε κρατικούς πιστωτικούς τίτλους καθίστανται άκρως απαιτητικοί. Για παράδειγμα, την Πέμπτη 11/12/2008 η Γερμανία δυσκολεύτηκε αρκετά να καλύψει την έκδοση διετών κρατικών ομολόγων μόλις 7 δισ. ευρώ. Η πτώση των επιτοκίων δεν ωφελεί παρά ελάχιστα τον δανεισμό του ελληνικού Δημοσίου, καθώς η πιστοληπτική μας ικανότητα έχει υποβαθμιστεί σημαντικά. Και όταν η Γερμανία δυσκολεύεται να δανειστεί, φανταστείτε τι έχει να τραβήξει η Ελλάδα όταν βγει στη διεθνή «πιάτσα» για δάνεια. Οι κεντρικές τράπεζες μειώνουν τα επιτόκια γιατί αντλούν ρευστότητα από την εκτύπωση χρήματος. Το προνόμιο αυτό δεν το έχουν τα κράτη-μέλη της ΟΝΕ. Το έχουν εκχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Και οι ευρωπαίοι τραπεζίτες το εκμεταλλεύονται χωρίς κανέναν έλεγχο!

Α ς δούμε όμως με στοιχεία τις δανειακές δυσκολίες για το 2009:

α) Το ελληνικό Δημόσιο έχει να αντιμετωπίσει το υψηλότερο ληξιπρόθεσμο χρέος. Τα χρεολύσια το 2009 φτάνουν στα 30 δισ. ευρώ και οι τόκοι στα 12 δισ. ευρώ, δηλαδή σύνολο δαπανών εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους 42 δισ. ευρώ. Πέραν αυτού θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί το έλλειμμα, αλλά και το σχέδιο στήριξης των τραπεζών (τα γνωστά 28 δισ. ευρώ). Ο προϋπολογισμός ’09 που ψηφίστηκε από τη Βουλή προβλέπει δανεισμό μόνον 40,7 δισ. ευρώ. Θα πρέπει να είναι ευχαριστημένος ο όποιος υπουργός Οικονομίας καταφέρει και συγκρατήσει τις δανειακές ανάγκες στα 60 δισ. ευρώ μόνον, δεδομένου ότι η κρίση θα προκαλέσει και σημαντική υστέρηση εσόδων και ασφαλώς και διόγκωση των κρατικών δαπανών. Τα προβλήματα θα πολλαπλασιαστούν αν αναγκαστεί η κυβέρνηση να εφαρμόσει προγράμματα στήριξης ορισμένων κλάδων της πραγματικής οικονομίας, που θα πληγούν ισχυρότατα από την κρίση.

β) Οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν σοβαρότατα προβλήματα. Υπολογίζεται ότι φέτος τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα φτάσουν στα 3 δισ. ευρώ και το 2009 στα 6 δισ. ευρώ, λόγω της αδυναμίας των δανειοληπτών να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις. Πέραν αυτού, το 2009 λήγουν δανειακές υποχρεώσεις των τραπεζών ύψους 18 δισ. ευρώ (ομολογιακά δάνεια κ.λπ.) κυρίως από τη δραστηριότητα των καταστημάτων τους στο εξωτερικό. Τώρα αυτή η εξωστρέφεια από πηγή κερδοφορίας μετατρέπεται σε σοβαρό πρόβλημα για τις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες, και πιο πολύ για την Εθνική, που είναι η περισσότερο εκτεθειμένη με τα ανοίγματά της στις γειτονικές μας χώρες. Με τα δεδομένα αυτά φαίνεται να είναι ιδιαίτερα πιθανό το πακέτο στήριξης των 28 δισ. ευρώ να αποδειχθεί ανεπαρκές και να χρειαστεί και συμπληρωματικό πακέτο, που θα αυξήσει σημαντικά τις ανάγκες δανεισμού του Δημοσίου. Δηλαδή, το Δημόσιο θα εκδώσει ομόλογα που θα εκχωρήσει στις τράπεζες και στη συνέχεια οι τράπεζες θα τα χρησιμοποιήσουν σαν ενέχυρο για να δανειστούν από την ΕΚΤ ή θα τα θέσουν σε κυκλοφορία (πώληση) στις χρηματοπιστωτικές αγορές στο εξωτερικό και –γιατί όχι– και στην Ελλάδα. Ύστερα από τα πρώτα «νάζια» τους οι τραπεζίτες φαίνονται τώρα έτοιμοι να ζητήσουν και δεύτερη συμπληρωματική ενίσχυση από το κράτος, δηλαδή από τους φορολογούμενους (μισθωτούς και συνταξιούχους!), χωρίς να υποχωρούν σε τίποτε. Έμαθαν να τους βγάζει το καπέλο το κράτος σε όλες τις απαιτήσεις τους. Και τα άλλα κράτη ενισχύουν τη ρευστότητα του τραπεζικού τους συστήματος, όμως με αντιπαροχή.

γ) Το 2009 υπολογίζεται ότι ο κρατικός δανεισμός με ομόλογα θα ξεπεράσει το 1 τρισ. ευρώ και οι ειδικοί εκτιμούν ότι σε δανεισμό με ομόλογα δικά τους ή με εγγύηση του κράτους θα καταφύγουν και οι τράπεζες, ζητώντας δάνεια ύψους 1,5 τρισ. ευρώ. Έτσι οι επενδυτές θα μπορούν να επιλέξουν τα περισσότερο φερέγγυα δάνεια των ισχυρών οικονομικά κρατών και των μεγάλων τραπεζών. Οι μικρές χώρες με ασθενείς οικονομίες και με υποβαθμισμένη πιστοληπτική ικανότητα δύσκολα θα βρίσκουν πελάτες λόγω υψηλού ρίσκου. Για την προσέλκυση αγοραστών των ομολόγων τους θα χρησιμοποιούν το δέλεαρ των υψηλών επιτοκίων. Να γιατί η χώρα μας ελάχιστα θα κερδίσει από τη σημαντική μείωση των βασικών επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών. Για τους ελληνικούς πιστωτικούς τίτλους το ρίσκο των αγοραστών θα είναι υψηλότερο λόγω και της κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας που έχει δημιουργηθεί. Συνεπώς, οι ελληνικοί τίτλοι θα χρειαστούν ισχυρότερα κίνητρα για να προσελκυστούν αγοραστές-επενδυτές (θεσμικοί ή ιδιώτες) μέσα στο έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον που θα δημιουργήσει η υψηλή ζήτηση δανείων. Τέλος:

δ) Η Ελλάδα δεν έχει τη δυνατότητα να δανειστεί από την ΕΕ, όπως έγινε το 1996. Ήδη έγινε σαφές από τις Βρυξέλλες ότι δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα και οι δανειακές ανάγκες του Δημοσίου πρέπει να καλυφθούν από άλλες πηγές. Ούτε και η ΟΝΕ (μέσω της ΕΚΤ) μπορεί να μας χορηγήσει δάνειο, γιατί κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από την ιδρυτική συνθήκη της ΟΝΕ (Συνθήκη του Μάαστριχτ) για τα μέλη της. Ενώ, αντιθέτως, για τις χώρες που δεν είναι μέλη της ΟΝΕ υπάρχουν δυνατότητες δανειοδότησης. Εδώ υπάρχει αξεπέραστο πρόβλημα. Η Κεντρική Τράπεζα της ΟΝΕ (η ΕΚΤ) δανειοδοτεί κράτη μη μέλη της ΟΝΕ και ευρωπαϊκές τράπεζες. Υποτίθεται ότι τα κράτη-μέλη της ΟΝΕ είναι οικονομικώς ισχυρά και είναι σε θέση να καλύψουν μόνα τους τις όποιες πρόσκαιρες δημοσιονομικές δυσχέρειες αντιμετωπίζουν. Τώρα φαίνεται ότι ήρθε η ώρα να πληρώσουμε την «πλουσιοφάνεια» που έδειχναν οι κυβερνήσεις μας, η σημερινή αλλά και οι προηγούμενες του ΠΑΣΟΚ. Όλα δείχνουν ότι αν θέλουμε να ξεφύγουμε από τις δαγκάνες των τραπεζιτών και να δανειστούμε φτηνό χρήμα, πρέπει να προσφύγουμε σαν ικέτες στο ΔΝΤ για δάνειο. Και πολλοί το προτιμούν σαν αντίδοτο του σπάταλου κράτους. Είναι ο βούρδουλας του ΔΝΤ η μόνη λύση; Όχι βέβαια. Αλλά θα αποτελέσει είδηση η πλούσια Ελλάδα, μέλος της Ευρωζώνης, να προσφεύγει στο ΔΝΤ για δάνειο! Είναι που η ισχυρή ελληνική οικονομία θα απέφευγε τη βαθιά κρίση, κατά τις εκτιμήσεις του κ. Αλογοσκούφη και των κυρίων συμβούλων του στο υπουργείο Οικονομίας, αλλά με το πρώτο φύσημα του ανέμου κινδυνεύει να βρεθεί κάτω από διπλό ζυγό. Του ΔΝΤ και της κοινοτικής επιτήρησης!

Δεν υπάρχουν όμως άλλες λύσεις; Και βέβαια υπάρχουν. Η προσφυγή μάλιστα στο ΔΝΤ δεν είναι ευτυχώς μονόδρομος. Εκτός εάν άστοχοι κυβερνητικοί χειρισμοί μας οδηγήσουν τελικά εκεί. Η λύση της εκποίησης δημόσιας περιουσίας για τη χρηματοδότηση των δανειακών αναγκών του Δημοσίου δεν φαίνεται να περπατάει με την παρούσα συγκυρία. Οι επενδυτές είναι κουμπωμένοι και η πώληση μετοχών κυριότητας του Δημοσίου μέσω του χρηματιστηρίου είναι ζημιογόνος, ίσως πολύ περισσότερο από τα «θαλασσοδάνεια». Κατά τη γνώμη μας η πρώτη και πλέον συμφέρουσα λύση είναι ο δανεισμός με την έκδοση από το κράτος έντοκων γραμματίων βραχυπρόθεσμης διάρκειας ενός και δύο ετών, τα οποία θα διατίθενται στο κοινό απευθείας μέσω των ΔΟΥ και όχι μέσω των τραπεζών, που με την «εφεύρεση» της πρωτογενούς και δευτερογενούς αγοράς κερδοσκοπούν εις βάρος του Δημοσίου αλλά και του επενδυτικού κοινού. Τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου με ισχυρά κίνητρα επιτοκίου και εγγυοδοσίας μπορούν να προσελκύσουν επενδυτές και να αποτελέσουν συμφέρουσα λύση για το Δημόσιο και τους μικρούς επενδυτές. Σε σύγκριση με τα χρεολύσια της φετινής χρονιάς, ύψους 30 δισ. ευρώ, το 2010 και το 2011 το κράτος έχει περιθώριο να κυκλοφορήσει έντοκα γραμμάτια ύψους τουλάχιστον 15 δισ. ευρώ ετήσιας και διετούς διάρκειας. Ακόμη μεγαλύτερη ευχέρεια έχει το Δημόσιο για έκδοση ομολόγων εσωτερικής κυκλοφορίας με απευθείας διάθεση στο κοινό, πενταετούς διάρκειας, καθώς τα χρεολύσια του έτους 2014 βρίσκονται ακόμη στο ύψος των 14 δισ. ευρώ.

Μια δεύτερη λύση είναι ο δανεισμός των ισχυρών ελληνικών τραπεζών μέσω της ΕΚΤ με χαμηλό επιτόκιο (π.χ. 2,5%-3%) και στη συνέχεια η αγορά από τις τράπεζες κρατικών ομολόγων ή εντόκων γραμματίων που θα έχουν οπωσδήποτε υψηλότερο επιτόκιο (π.χ. 5% ή και 6%). Έτσι οι τράπεζες θα κερδίζουν αρκετά από τη διαφορά των επιτοκίων. Και θα συνεχιστεί η κερδοφορία τους, σε βάρος βέβαια των ελλήνων φορολογουμένων. Πέραν αυτού υπάρχει και η λύση δανεισμού του Δημοσίου σε νομίσματα χαμηλού επιτοκίου, τα οποία παρουσιάζουν ισχυρές πιθανότητες να μειωθεί η ισοτιμία τους έναντι του ευρώ την προσεχή πενταετία ή να υποτιμηθούν. Σίγουρα, πορεία κατολίσθησης φαίνεται ότι θα ακολουθήσει το δολάριο και κατά δεύτερο λόγο η στερλίνα και το γιεν. Ουδείς μας υποχρεώνει να δανειζόμαστε αποκλειστικά και μόνον σε ευρώ. Πάντως, ο δανεισμός σε δολάριο φαίνεται να είναι η συμφερότερη λύση. Τώρα που οι εκτυπωτικές μηχανές της FED δουλεύουν στο φουλ, οι αγορές θα πλημμυρίσουν από δολάρια. Και η ισοτιμία του με την πάροδο του χρόνου συνεχώς θα μειώνεται και η αποπληρωμή του χρέους θα μας στοιχίζει φθηνότερα.

Εν πάση περιπτώσει, η αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών που χειρίζεται τα θέματα του δημοσίου χρέους πρέπει να μελετήσει τους προσφορότερους τρόπους αξιοποίησης του πλεονεκτήματος της ραγδαίας μείωσης των επιτοκίων, καθώς οι δανειακές ανάγκες του Δημοσίου το 2009 θα είναι αρκετά υψηλές και τα δάνεια από κράτη και τράπεζες θα έχουν μεγάλη ζήτηση. «Ευρωλατρεία» και «τραπεζολατρεία», πρακτικές του παρελθόντος, πρέπει να εγκαταλειφθούν. Αρκετά ζημιώθηκε το Δημόσιο, μετατρέποντας τον δανεισμό του με προτίμηση τα δάνεια σε ευρώ, με πρωτογενή και δευτερογενή αγορά ομολόγων. Φτάνει πια.


Σχολιάστε εδώ