Μια φορά και έναν καιρό

Το καλοκαίρι του 1940 ήταν ένα παράξενο και σημαδιακό καλοκαίρι. Τα λιγοστά φώτα των δρόμων της πόλης επέτρεπαν στα κάπως πιο απόμερα σημεία της να βλέπεις τον διαυγή έναστρο ουρανό. Και το καλοκαίρι εκείνο, απ’ ό,τι θυμάμαι τουλάχιστον, υπήρχανε τα περισσότερα από ποτέ πεφταστέρια που διέγραφαν τη φωτεινή τους καμπύλη. Τα βλέπαν οι γυναίκες και κάνανε από μέσα τους μια ευχή, όπως επέβαλλαν οι δοξασίες της εποχής. Σε όσους είχαν την ευτυχία να κοιμούνται στις ταράτσες ή στις αυλές αναζητώντας λίγη δροσιά, δινόταν η ευκαιρία ν’ απολαύσουν το μοναδικό αυτό θέαμα.

Αλλά δεν ήσαν μονάχα οι διάττοντες που σημάδευαν τα ουράνια με την παρουσία τους. Ήσαν και οι… αντιαεροπορικοί προβολείς που αυλάκωναν τον ουρανό διασταυρώνοντας τις δέσμες τους πάνω από την πόλη. Ήταν ένας προϊδεασμός για τον πόλεμο που… ψηνόταν. Έτσι, συχνά γίνονταν ασκήσεις με συναγερμούς όπου ούρλιαζαν οι σειρήνες, και ταυτόχρονα προετοιμάζονταν υπόγειοι χώροι για καταφύγια.

Μπορεί «θεωρητικά» ο πόλεμος ανάμεσα στον Άξονα και τους Αγγλογάλλους να είχε τελειώσει με τη συντριβή της Γαλλίας από τον παρελθόντα Ιούνιο, στην πραγματικότητα όμως συνεχιζόταν με τους αγκιστρωμένους πάνω στο νησί τους Βρετανούς. Οι Αθηναίοι πολιτικολογούσαν ως συνήθως, ελαφρά μουδιασμένοι όμως, επειδή κανένας δεν ήξερε «τι τέξεται η επιούσα…».

Και οι μέρες περνούσαν μέσα στην αδιόρατα ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα μιας πόλης, που μόλις τα τελευταία χρόνια είχε αρχίσει να παίρνει τη μορφή σύγχρονης μεγαλούπολης. Μεγάλα κτίρια εκτίζοντο στο κέντρο, όπως το μεγαλόπρεπο της Τράπεζας της Ελλάδος, στη θέση όπου βρισκόταν το παντοπωλείον «Αθηναϊκόν» κι ένα ζαχαροπλαστείο της… πλάκας. Ένας ωραιότατος πίνακας του Π. Μαθιόπουλου απαθανάτισε τον χώρο, απεικονίζοντας τα τραπεζάκια του ζαχαροπλαστείου στο πεζοδρόμιο, μια κυρία με κρινολίνο καθισμένη με τον συνοδό της, και στο βάθος, εμπρός απ’ την Ακαδημία, ένα… ατμήλατο τρένο. Ένα άλλο τεράστιο οικοδόμημα ήταν το κτίριο της «Εθνικής Ασφαλιστικής» που σχημάτιζε ανάποδο «Γ» στην οδό Κοραή, με τη στοά του να βγάζει στη Σταδίου. Τον ίδιο πάνω κάτω καιρό, ολοκληρώθηκε το μέγαρο του «Μετοχικού» επί της Πανεπιστημίου, όπου μετεγκαταστάθηκε από απέναντι το «Ζόναρς» και αργότερα άνοιξε το ανταγωνιστικό του «Φλόκα», που ήταν και η «ναυαρχίδα» του στην Αθήνα, το «Adam’s bar» και το ραφτάδικο «Smart». Χρονικά είχε προηγηθεί η ανέγερση του ξενοδοχείου «King George», και μ’ αυτά και μ’ αυτά η Αθήνα απέκτησε κοσμοπολίτικη εμφάνιση.

Την ίδια αυτή εποχή της οικοδομικής δραστηριότητας η πόλις έχανε ένα πραγματικό στολίδι, το Δημοτικό της Θέατρο, που εθεωρείτο ένα από τα καλύτερα θέατρα. Το γκρέμισαν για να… αξιοποιήσουν, είπαν, το οικόπεδο, ανεγείροντας στη θέση του το Ταμιευτήριο που στεγαζόταν τότε στην οδό Σταδίου. Ήταν ένα πραγματικό έγκλημα σε βάρος της Αθήνας, δοθέντος πως το θέατρο, μαζί με το κτίριο της Εθνικής Τραπέζης και της απέναντι ευρισκομένης οικίας Μελά, όπου λειτουργούσε το Κεντρικό Ταχυδρομείο, αποτελούσαν μια αξιόλογη αρχιτεκτονική τριλογία. Ταυτόχρονα και παράλληλα γκρέμισαν και το κτίριο του υπουργείου Οικονομικών στην άκρη της πλατείας Κλαυθμώνος, και της απέμεινε μονάχα το παρατσούκλι «Κλαυθμώνος», οφειλόμενο στους κλαυθμούς και οδυρμούς των δημοσίων υπαλλήλων που προκαλούσε η εκάστοτε πολιτική αλλαγή. Τέσσερα όλα κι όλα κτίρια της πρωτεύουσας διέθεταν εκείνα τα προ πολλού καταργηθέντα ατέρμονα ασανσέρ, τα «Πατελνόστελ», με τους δύο σαν ζυγαριά θαλαμίσκους, τον ένα για την άνοδο και τον άλλον για την κάθοδο, που εκινούντο συνεχώς, κι έπρεπε να… σαλτάρεις για να επιβιβαστείς… Αυτά τα τέσσερα ακίνητα ήσαν το Κεντρικό Ταχυδρομείο, το μέγαρο του Μετοχικού, η Τράπεζα της Ελλάδος και το κτίριο της Εθνικής Ασφαλιστικής, δηλαδή οικοδομήματα με πολύ πάρε – δώσε λαού.

Το πιο πρόσφατα χτισμένο τον καιρό εκείνο, το πιο μοντέρνο και σύγχρονο, ήταν το μέγαρο της Εθνικής, που διέθετε όλα τα… κομφόρ και καθετί απαραίτητο σύμφωνα με τις αξιώσεις των καιρών. Δηλαδή αντιαεροπορικό καταφύγιο κατασκευασμένο με όλους τους κανόνες προστασίας από τις από αέρος επιθέσεις. Στα υπόγειά του άρχισε να λειτουργεί το πιο συμπαθητικό σινεμά της Αθήνας, το Άστυ, και από το ισόγειο ξεκίνησαν τη… σταδιοδρομία τους στην Αθήνα τα «Ζαχαροπλαστεία Φλόκα» με το τόσο «ζεστό» μικρό Φλοκάκι και τη χοντρή γκρίζα γάτα που «ρονρόνιζε» μακαρίως ξάπλα στην πολυθρόνα, έτοιμη να κατασπαράξει όποιον της ετάραττε τους κύκλους. Το μέγαρο αυτό στην Κατοχή ήταν τόπος μαρτυρίου, καθώς επιτάχτηκε κι έγινε από τους Γερμανούς κομμαντατούρα, τα δε υπόγειά του κρατητήρια. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια διεσώζοντο αποδείξεις των βασανιστηρίων και το είχαν ονομάσει χώρο μνήμης. Δυστυχώς τώρα το έχουνε κλειδαμπαρώσει για να μην βλέπουν οι Γερμανοί τουρίστες τα καμώματα των παπούδων τους και… αγριεύονται.

Το καλοκαίρι του ’40 όμως, εκτός από τα ακίνητα που το φύτρωμα ή το ξερίζωμά τους είχε αρχίσει μερικά χρόνια πρωτύτερα, είχαν και τα κινητά, ή μάλλον τα κινούμενα, την τιμητική τους.

Συγκεκριμένα, από την άνοιξη εκείνης της χρονιάς έκαναν την εμφάνισή τους στους δρόμους της Αθήνας τα καινούργια, τα απαστράπτοντα κίτρινα τραμ που τα χάζευε ο κόσμος και τα καμάρωνε συγχρόνως, καθώς διέσχιζαν την Πανεπιστημίου και τους άλλους δρόμους. Μακρουλά καθώς ήσαν, σχημάτιζαν το ένα κολλητά πίσω από το άλλο μια πομπή σαν… κάμπιες, που τη διέκοπταν κάθε τόσο τα πράσινα, τα παλιά, που δεν καταδεχόντανε οι Αθηναίοι ούτε να τα κοιτάξουν. Έμοιαζαν περισσότερο με «ωτομοτρίς» και λιγότερο με τραμ όπως τα ξέραμε, με τους εξώστες μπρος και πίσω ανοιχτούς, όπου οι επιβάτες σκαρφάλωναν και στέκονταν στο σκαλοπάτι για ν’ αποφύγουν να πληρώσουν το πάντα τσουχτερό εισιτήριο. Κι ερχόταν με την πέτσινη του τσάντα ο εισπράκτορας και κρεμιόταν κι αυτός για να εισπράξει το αντίτιμο. Είχανε τα πράσινα και τους φαρδείς μεταλλικούς προφυλακτήρες που πιτσιρικάδες καθόμασταν και κάναμε τις μικροδιαδρομές μας… τζαμπέ. Μερικοί μάλιστα εξ ημών, χαρακτηρισμένοι «αγιόπαιδες», όταν θέλαμε να κατεβούμε κάπου όπου δεν υπήρχε στάσις κι ο τραμβαγιέρης έβαζε την ογδόη, το δε τραμ έτρεχε σαν τρελό και παλαντζάριζε πάνω στις ράγες, τραβούσαμε απλά τον «τρολέ» και το τραμ σταμάταγε. Το βάζαμε φυσικά στα πόδια μέσα στη γενική κατακραυγή. Αλλά και πολλοί μεγάλοι, για τον ίδιο λόγο, δεν έβγαζαν φυσικά τον τρολέ, αλλά πήδαγαν εν κινήσει, με κίνδυνο να γκρεμοτσακιστούν. Kι ας είχε πινακίδες που έγραφαν: «Απαγορεύεται το ανέρχεσθαι και κατέρχεσθαι από το μέρος της ετέρας γραμμής και προ της εντελούς στάσεως…»

Στα καινούργια, τα κίτρινα, αυτά ανήκαν στο… παρελθόν. Οι πόρτες τους ήταν υδραυλικές και ανοιγόκλειναν αυτόματα από τον οδηγό. Μια άλλη τους πρωτοτυπία, κυριολεκτικά ανατροπή, ήταν πως αντίθετα με τα επί χρόνια καθιερωμένα, σε τούτα η είσοδος γινόταν από εμπρός και η έξοδος από τη… μεσαία πόρτα. Επιπλέον, αντί για το γνώριμο και τραγουδισμένο καμπανάκι που τόσο μελωδικά ηχούσε για να του ανοίξουν δρόμο, τα καινούργια είχαν μια ξερή εκκωφαντική… σειρήνα με σύντομης διάρκειας ήχο, λες κι ήτανε δοσομετρημένος, που τάραζε τα σωθικά των ακροατών της. Τα τραμ ήσαν ιταλικά, παρόμοια μ’ εκείνα που κυκλοφορούσαν στην Ιταλία, κι αφού τα αποθαύμασαν για μερικές ημέρες οι Αθηναίοι, ξαφνικά απεσύρθησαν χωρίς να δοθεί κάποια εξήγηση. Πολλά ελέχθησαν τότε για βλάβη, για επικινδυνότητα, και διάφορα άλλα, και μπορεί να πει κανείς πως η απουσία τους έγινε ιδιαίτερα αισθητή γιατί δίνανε με το χρώμα τους μια χαρούμενη νότα στην γκρίζα και σκυθρωπή σοβαρότητα της πόλης με τα «αυστηρά» νεοκλασικά της κτίρια… Σύντομα επανήλθαν και ήσαν αυτά που έκλεισαν την ιστορία των τραμ της πρωτεύουσας, μια ιστορία που καταγράφηκε σε πολλά κεφάλαια και που τον επίλογό της τον έγραψε ένα κίτρινο τραμ, το νούμερο 11 της γραμμής Ιπποκράτους – Κολοκυνθούς…


Σχολιάστε εδώ