Καλά δούλεψαν δύο Κυριακές τα καταστήματα του κέντρου

Γιατί η πτυχή που αφορά στην εργοδοτική αυθαιρεσία (μη τήρηση του ωραρίου εργασίας, μη τήρηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας κ.λπ.) ήταν αυτή που δεν έθιξαν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι (εργοδότες και συνδικαλιστές), ίσως εξαιτίας της σφοδρής σύγκρουσης που ξέσπασε γύρω από τη νομιμότητα ή όχι της απόφασης να ανοίξουν τα καταστήματα και την τελευταία Κυριακή του χρόνου.

Η συστηματική καταστρατήγηση της εργατικής νομοθεσίας, σε συνδυασμό με τον επαπειλούμενο κίνδυνο (υπαρκτό ή μη) να κλείσουν μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και τις φωνές που ακούστηκαν από εμπόρους που πρόσκεινται στην κυβέρνηση της ΝΔ αλλά και από τον πρώην υπουργό του ΠΑΣΟΚ Μιχ. Χρυσοχοΐδη (σ.σ.: που έφερε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση την ηγεσία του Κινήματος και προκάλεσε την μήνιν των συνδικαλιστών της ΠΑΣΚΕ σε ΟΙΥΕ και ΓΣΕΕ), δυναμίτισε κάθε πιθανότητα για μια ψύχραιμη και ομαλή διευθέτηση του ζητήματος. Ήρθε και η δήλωση-πρόταση του νομάρχη Θεσσαλονίκης Παν. Ψωμιάδη να ανοίξουν την Κυριακή 4 Ιανουαρίου τα καταστήματα της περιοχής του, κηρύσσοντας και την έναρξη των εκπτώσεων, και όλα περιπλέχθηκαν ακόμη περισσότερο.

Ως προς τον χειρισμό του όλου προβλήματος από τον αρμόδιο υπουργό Χρ. Φώλια, κάθε σχόλιο περιττεύει, αφού έδωσε (βάσιμες) αφορμές να υποστηριχθεί πως το όλο εγχείρημα στην πραγματικότητα αφορούσε «μέτρημα δυνάμεων» –και αντιδράσεων– σε ενδεχόμενη αύξηση του αριθμού των ετήσιων Κυριακών που παραδοσιακά μένουν ανοιχτά τα καταστήματα.

Βέβαια, οι κυβερνητικοί χειρισμοί δυσκόλεψαν και τους συνδικαλιστές εκείνους, που αναγνώριζαν την ανάγκη λειτουργίας του ιστορικού και μόνο εμπορικού κέντρου της Αθήνας, τόσο για αντιστάθμισμα, έστω και μικρό, των μεγάλων ζημιών που υπέστησαν τα καταστήματα εξαιτίας των πρόσφατων βανδαλισμών, όσο και κυρίως για τόνωση της ψυχολογίας των Αθηναίων, που ταρακουνήθηκαν από τη δολοφονία του 15χρονου μαθητή Αλ. Γρηγορόπουλου. Η προσέλευση των Αθηναίων κατά χιλιάδες «δικαίωσε» τελικώς την απόφαση για άνοιγμα των καταστημάτων –ακόμη κι αν ο τζίρος δεν έφτασε στα προσδοκώμενα αποτελέσματα– ενώ πολλοί μίλησαν για «ήττα των συνδικαλιστών…».

Απαξιωτικό έως και προσβλητικό πολλές φορές το ύφος του προέδρου του ΕΒΕΑ κ. Μίχαλου απέναντι στους εκπροσώπους του συνδικαλιστικού κινήματος, σε αντίθεση με τον Γ. Γιαννέτο, μέλος του ΔΣ του Εμπορικού Συλλόγου Αθήνας, ο οποίος φαίνεται να συμμερίζεται στο μεγαλύτερο μέρος τους τις ανησυχίες και το σκεπτικό των συνδικαλιστών και των εμποροϋπαλλήλων.

Αν οι εργοδότες τηρούσαν τις νομοθετικές τους υποχρεώσεις, αν σέβονταν τα συνδικαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα, αν εφάρμοζαν πιστά την εργατική νομοθεσία, τότε και μόνο τότε θα μπορούσαν να περιμένουν μια ουσιαστική συμπαράσταση από το προσωπικό τους. Η αγωνία για το αύριο είναι γενικευμένη και ευλόγως πολύ εντονότερη στα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα που θα είναι τα πρώτα θύματα της ανεργίας, των απολύσεων και της φτώχειας. Αν η πολιτεία, σταθερά και αταλάντευτα, υπερασπιζόταν με συνέπεια και αξιοπιστία τα δικαιώματα των εργαζομένων ώστε να αισθάνονται την κρατική προστασία και όχι να νιώθουν ανυπεράσπιστοι και αναλώσιμοι, τότε κυβέρνηση και εργοδότες θα νομιμοποιούνταν να ψάξουν τις συνδικαλιστικές αντιδράσεις και να επικαλεσθούν την «κοινή μοίρα» απέναντι στη βαθιά οικονομική κρίση και ύφεση που χτυπά την πόρτα και της χώρας μας.

Αλλά και για το συνδικαλιστικό κίνημα, η τακτική που ακολουθήθηκε είναι προφανές ότι δημιούργησε ρήγμα σε σχέση με τις διαθέσεις των κατοίκων της Αθήνας και των επισκεπτών της, τη στήριξη των οποίων χρειάζεται στα πολύ δύσκολα χρόνια που ακολουθούν. Για τον λόγο αυτόν ξεκίνησαν συζητήσεις με επίκεντρο την ανάγκη προσέγγισης των συνδικάτων με τους πολίτες για να κερδηθεί η εμπιστοσύνη τους. Μια ουσιαστική κουβέντα είναι αναγκαία, καθώς όλοι γνωρίζουν πόσο χαμηλή είναι πλέον η πίστη στον συνδικαλιστικό θεσμό.


Σχολιάστε εδώ