Έπνιξαν με μαξιλάρι τον ελεγκτή της τραπεζικής απάτης…

Δεν είναι φαντασίες, όλα είναι πραγματικά γεγονότα, τα ονόματα είναι γνωστά, απαλείφθηκαν όμως για ευνόητους λόγους ή έγιναν λίγο… μυθιστορηματικά, λέει στο «Π» ο γνωστός δημοσιογράφος Κωνσταντίνος Ι. Αγγελόπουλος, που εξέδωσε πρόσφατα το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Οι άρχοντες της παρακμής» (Εκδόσεις «Εξάντας»): «Είναι σίγουρο ότι πολλοί από τους πρωταγωνιστές θα αναγνωρίσουν τον εαυτό τους, ενώ και οι… υποψιασμένοι αναγνώστες ενδεχομένως να καταλάβουν ποιους αφορούν οι ιστορίες που έρχονταν στο φως και είναι αυτά που δεν γράφονται, ούτε λέγονται στα κανάλια, γιατί λειτουργεί ο νόμος της σιωπής».

Πολλές φορές ο δημοσιογράφος γίνεται αποδέκτης και γνώστης πολλών μυστικών για πρόσωπα της (εκάστοτε) εξουσίας, αλλά και για περιστατικά, τα οποία δεσμεύεται από το off the record των «πηγών» του να αποκαλύψει έστω και έμμεσα. Στο βιβλίο του αυτό ο Κώστας Αγγελόπουλος είχε και τη βοήθεια ενός φίλου του δημοσιογράφου, που λίγο πριν φύγει από τη ζωή τού εμπιστεύτηκε και το δικό του «υλικό» από… επικίνδυνες «σημειώσεις» και «χαρτιά». Όπως θα δείτε λίγο πιο κάτω, περιγράφει παραστατικά την τελευταία τους συνάντηση… «Πρόσεχε, του λέει, γιατί αν τους πειράξεις, είναι ικανοί για όλα. Είναι κανονικοί μαχαιροβγάλτες». Κι αυτό φρενάρει, όπως και κάποιες προσφορές. Ανατριχιάζει κανείς διαβάζοντας την πραγματικότητα της πολιτικής μας ζωής, αυτά που κρύβουν οι κουίντες και ποτέ δεν μαθαίνει ο πολίτης… Θα το διαπιστώσετε κι εσείς από τα κείμενα που ακολουθούν.

«Πρόσεχε, είναι ικανοί για όλα όταν τους στριμώξεις… Κανονικοί μαχαιροβγάλτες…»

Τον είδα άλλη μια φορά, κι ήταν η τελευταία. Ήταν χωμένος βαθιά στο κρεβάτι, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Μου χαμογέλασε αχνά, μου έκανε νόημα να καθίσω στο κρεβάτι, δίπλα του, και μου μίλησε αργά με φωνή τόσο αδύναμη που με τάραξε:

«Άκουσέ με. Έχω στο μεγάλο συρτάρι του γραφείου μου, στο σπίτι, έναν χοντρό μπλε φάκελο. Γράφει απ’ έξω “Οι σημειώσεις μου”. Θέλω να το πάρεις. Έχω ειδοποιήσει το γιο μου να σου τον δώσει. Γράφω εκεί μέσα πολλά και διάφορα. Αμοντάριστο υλικό. Διάβασέ τα, αν τα βρεις χρήσιμα κάν’ τα ό,τι θέλεις, κόφ’ τα, βγάλε τα επικίνδυνα, χτένισέ τα, πέταξέ τα, πάντως είναι όλα αληθινά πράγματα, θα το καταλάβεις άλλωστε. Πολλά από αυτά, τα πιο άσχημα, τα ξέρεις καλά κι εσύ ο ίδιος. Την ίδια δουλειά δεν κάνουμε;»

Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε:

«Είναι άθλιοι και γελοίοι, αλλά πρόσεχε. Μην τους υποτιμάς. Είναι ικανοί για όλα όταν τους στριμώξεις… Κανονικοί μαχαιροβγάλτες».

Μετά χαμογέλασε και μου είπε τα τελευταία λόγια του:

«Πάντως καλό και για τους δυο μας και για τους δικούς μας φίλους είναι ότι όλοι μας καταφέραμε μέχρι τώρα να μείνουμε έξω απ’ τη γύρω μας ξεφτίλα».

Γέλασε σιγανά και μου χάιδεψε απαλά το χέρι. Σε λίγο τον αποχαιρέτησα και έφυγα σε πολύ άσχημη ψυχική κατάσταση. Τρεις ημέρες μετά, την επομένη της κηδείας του, το παιδί του μου έδωσε το φάκελο με τις σημειώσεις του. Ανάμεσα στις σελίδες τους μια σειρά «σημειωμάτων» του.

Επεισόδιο πρώτο

Ο αιφνιδίως αποθανών (επισήμως από ανακοπή), νύχτα, στο κρεβάτι του, μεσήλικας ήταν ο πρώτος διορισμένος ελεγκτής της μεγάλης τραπεζικής απάτης που είχε αναστατώσει την κοινωνία και τον πολιτικό κόσμο της χώρας. Μόνο για ένα εικοσιτετράωρο απασχόλησαν την καυτή «επικαιρότητα» της εποχής εκείνης τα λόγια της συζύγου:

«Όχι, δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα με την καρδιά του ο άντρας μου!… Και ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι που μπήκαν βιαστικοί το πρωί στο υπνοδωμάτιό μας, δευτερόλεπτα μετά τη μεταφορά του, και μέσα στην αναταραχή της στιγμής πήραν τα μαξιλάρια του, πάνω στα οποία υπήρχαν σταγόνες αίματος και λεκέδες από κάποιο υγρό; Τι γίνεται εδώ;»

Τα φώναζε αυτά η γυναίκα θυμωμένη, και τα λόγια της καταγράφηκαν στα ρεπορτάζ των εφημερίδων. Από την επόμενη ημέρα, ούτε που ξανάγινε λόγος από κανέναν για τα εξαφανισμένα μαξιλάρια. Case closed.

Δανεικά και αγύριστα

Στη μικρή παρέα κάποιων εύπορων «επωνύμων» του Αθηνοχωρίου τα σαρκαστικά σχόλια σε βάρος του πολιτικού για τον οποίο γινόταν από ώρα κουβέντα έδιναν κι έπαιρναν εκείνο το βράδυ:

«Μα καλά, σου ζήτησε δανεικά κι αγύριστα αυτό το εξευτελιστικά μικρό ποσό;»

«Κι όμως, μου το ζήτησε. Έχει, λέει, κάποιος δυσκολίες ρευστότητας αυτήν την περίοδο και υποχρεώσεις απέναντι σε κάποιους συνεργάτες του».

«Καλά, αυτό είναι ξεφτίλα… Τράκα σε τέτοιο επίπεδο! Σε τέτοια χάλια βρίσκεται πλέον;»

«Άκου εκεί τριάντα χιλιάδες ευρώ!»

«Ε, τι να γίνει; Εντάξει, δεν είναι και κακό παιδί, αφελής είναι. Παλιά μας είχε βοηθήσει κιόλας, μην το ξεχνάμε…»

«Αλήθεια είναι αυτό, αλλά, βρε αδελφέ, πώς ξεπέφτουν έτσι μερικοί από δαύτους;»

«Πάντως ο δικός μου δεν είναι απ’ τους χειρότερους. Τουλάχιστον αυτός δεν εκβιάζει…»

Δεν είχε προσόντα,

είχε όμως… πλάτες

Ξέσπασμα αγανάκτησης του φίλου στην παρέα:

«Ελάτε τώρα! Να μην τρελαθούμε! Τέτοια φιλοδοξία έχει; Έχει αυτό το πρόσωπο τα προσόντα να ηγηθεί αύριο της παράταξής του, να γίνει πρωθυπουργός;»

«Όχι, αγαθέ μου! Φυσικά και δεν διαθέτει τα προσόντα! Πλάτες και πάρα πολλά λεφτά διαθέτει. Και μ’ αυτά τα τελευταία μπορεί να πληρώνει καλά τους ποικίλων ειδών διαφημιστές εκείνων ακριβώς των προσόντων τα οποία δεν διαθέτει», ήρθε η απάντηση απ’ την «παλιά καραβάνα».

«Συγγνώμη, αλλά, όπως κι αν έχουν τα πράγματα, μπορεί τελικά να κυβερνάει ένας “τενεκές”; Δεν πρέπει τέλος πάντων να έχει, διάβολε, κάποια προσόντα ένας αρχηγός για να βγάλει πέρα, στοιχειωδώς έστω, τη δουλειά;» επέμεινε ο αγαθός.

«Ναι, όντως, πρέπει να έχει τα προσόντα. Αλλά σε άλλες χώρες αυτό, καλέ μου».

Οι περισσότεροι είπαν «Ναι»

Ο δημοσιογράφος συναντά σε κεντρικό δρόμο της Αθήνας παλιό συμμαθητή, απ’ το Γυμνάσιο, με τον οποίο είχε να βρεθεί πολλά χρόνια. Χαρές και όλα τα σχετικά.

«Το πιστεύεις ότι σύντομα θα σε γύρευα;» του λέει ο φίλος, κομψός, με πολύ «σινιέ» εμφάνιση.

«Πώς έτσι;» απορεί ο δημοσιογράφος.

«Θέλω να σου πω κάτι. Έλα στο γραφείο μου για έναν καφέ, να τα πούμε, αν έχεις λίγο χρόνο. Εδώ πιο πάνω είναι».

Σε λίγο, σε πολυτελείς γραφείο, με καφέ και με γοητευτική κυρία στον προθάλαμο. Ο φίλος είναι, λέει, αντιπρόσωπος μιας μεγάλης ξένης φίρμας. Αντικείμενό της οι πωλήσεις οπλικών συστημάτων.

Ο δημοσιογράφος, νέος στην ηλικία αλλά, χωρίς «μοντέρνες» απόψεις, κολλημένος σε νοοτροπίες της παλαιάς σχολής, κουμπώνεται. Ο άλλος το βλέπει, του χαμογελάει γλυκά και προχωρεί στην «εισήγησή» του.

Ο δημοσιογράφος ακούει και γρήγορα «τα παίρνει».

Διάλογος:

«Α, δεν μου τα λες καθόλου καλά! Δεν σε κατάλαβα;»

«Μα ξέρω ποιος είσαι! Σε διαβάζω, σε παρακολουθώ…»

«Τότε τι είναι αυτά που μου λες; Είσαι στα καλά σου; Κόφ’ το, γιατί θα χωρίσουμε άσχημα».

«Βρε αδελφέ, δεν σου ζητώ να γράψεις κάτι καλό για το σύστημα της εταιρείας μας. Απλώς, όταν θα φουντώσει το πράγμα κι αρχίσουν οι “στημένες” διαρροές, γιατί είναι μεγάλος ο ανταγωνισμός, εσύ απλώς… να μη γράψεις τίποτε! Κι εμείς θα σε περιποιηθούμε… Από τώρα».

«Άκου, να φεύγω καλύτερα, γιατί θα σου πετάξω κανένα τασάκι στο κεφάλι! Αλλά έτσι μαλάκας και σκατάς ήσουνα και στα χρόνια του σχολείου».

Ο δημοσιογράφος σηκώνεται οργισμένος και βαδίζει προς την έξοδο. Πριν κλείσει την πόρτα, προλαβαίνεις πάντως ν’ ακούσει πίσω του τον παλιό συμμαθητή να τον οικτίρει:

«Ε, καημένε, να ήξερες πόσοι δικοί σου μου έχουν πει το “ναι”…»

«Σταυλίζονται παρʼ ημίν»

Νεαρός βουλευτής με πολλά προσόντα ακούει έναν παλιό φίλο του, οικονομικό παράγοντα του μεγαλοεπιχειρηματία Χ, να του λέει:

«Σε συμπάθησε ιδιαίτερα ο μεγάλος προχθές που σε άκουσε να μιλάς για πολιτική και οικονομία στη βεγγέρα του κ. …».

«Ε, δεν βλάπτει να έχω την καλή γνώμη του…»

Λίγα δευτερόλεπτα σιωπής και στη συνέχεια:

«Ξέρεις, βέβαια, ότι συνηθίζει να ενισχύει νέους πολιτικούς που εκτιμά πως θα έχουν μέλλον στην πολιτική σκηνή;»

«Ναι, είναι γνωστό αυτό, φίλε μου. Γιατί μου το λες τώρα;»

«Νομίζω ότι είσαι τυχερός… Μου είπε να σου διαβιβάσω ότι είναι διατεθειμένος να αναλάβει τα έξοδά σου, γραφείο, υπαλλήλους, κίνησή σου και τα λοιπά».

«Ω! Ευχαριστώ, πες του, αλλά… Άσε καλύτερα, Γιώργο, δεν θέλω να μπλέξω με τέτοια κατάσταση».

«Εντάξει, εγώ εκτιμώ τη στάση σου, αλλά πώς θα προχωρήσεις έτσι, χωρίς… χορηγό; Ο ανταγωνισμός και στο δικό σου κόμμα είναι μεγάλος, το ξέρεις. Κρίμα δεν είναι να χαθείς;»

«Δεν μου πάει να μπω σε τέτοιο στάβλο… γιατί την ξέρεις βέβαια τη συνέχεια, έτσι δεν είναι;»

«Καλά, δεν επιμένω, εσύ ξέρεις καλύτερα το τι θέλεις από την πολιτική. Αλλά, βρε αδελφέ, είναι τόσοι αυτοί που “σταυλίζονται παρ’ ημίν”, όπως συνηθίζει να λέει το αφεντικό μου».

«Όπα! Να τα! Τα βλέπεις;»

«Ωχ, αυτό μου ξέφυγε! Δεν έπρεπε!»

Η συζήτηση κλείνει με γέλια, σε ευχάριστη ατμόσφαιρα.

Δεν πειθάρχησε και βρέθηκε εκτός

Η συνάντηση έγινε πρωί, σε δρόμο κεντρικού τετραγώνου της Αθήνας. Ο «σημαίνων παράγων» της δημόσιας ζωής είπε στον πολιτικό ευγενικά, αλλά και με τη σιγουριά μιας μη αμφισβητούμενης υπεροχής απέναντί του:

«Περάστε, κύριε υπουργέ, μια από αυτές τις ημέρες να πάρουμε μαζί μπρέκφαστ στο σπίτι μου, θα ήθελα πολύ να τα πούμε. Είναι άλλωστε τόσο κοντά τα σπίτια μας…»

Ο υπουργός ενοχλήθηκε απ’ το ύφος του συνομιλητή του και την αναίδεια της πρόσκλησης και του είπε με ψυχρή ευγένεια ότι ευχαρίστως θα τον περίμενε για έναν καφέ στο δικό του γραφείο, στο υπουργείο.

Ο άλλος «κατάλαβε» και δυσαρεστήθηκε πολύ. Σκόπευε να ζητήσει από τον υπουργό ένα σημαντικό και «ευαίσθητο» επιχειρηματικό ρουσφέτι. Δεν ήθελε βεβαίως να εμφανιστεί στο υπουργείο. Ένα διακριτικό τετ-α-τετ ήθελε. Αντιπάθησε άγρια λοιπόν τον εν λόγω πολιτικό, που έτυχε να μην έχει προσωπικές σχέσεις με αθηναϊκά διαπλεκόμενα. Ακολούθησε πολύμηνο μπαράζ υπόγειων επιθέσεων κατά του υπουργού από συγκεκριμένο «κέντρο». Οι επιθέσεις πέτυχαν τελικά τον στόχο τους. Εννοείται ότι ο διάδοχος του απείθαρχου υπουργού ήταν άνθρωπος με εξαιρετική κατανόηση.

Το λάδωμα έγινε θεσμός

Εξήγηση επιχειρηματικού παράγοντα σε δημοσιογράφο:

«Εγώ, αγαπητέ μου, ξεκίνησα προ πολλών ετών τις δουλειές μου με κάθε έντιμη διάθεση. Ήξερα ότι είμαι καλός σ’ αυτό που κάνω, πήρα μέρος σε διαγωνισμούς του Δημοσίου, και για πολύ καιρό… δεν κέρδιζα κανέναν! Κι όμως ήξερα ότι ήμουν φθηνός, ότι έκανα τις πιο καλές προσφορές. Λίγο πριν με καταβάλει η απογοήτευση και στραφώ σε άλλη δραστηριότητα, κάποιος καλός κύριος, κρατικός παράγων, μου έσκασε το “μυστικό”, επειδή, όπως μου είπε, με είχε συμπαθήσει. Με τη διακριτική, πολύτιμη καθοδήγησή του έκανα αυτό που “έπρεπε”. Κι άρχισα να παίρνω διαγωνισμούς. Πιστέψτε με, δεν ήθελα να ξεκινήσω με τέτοιους όρους τις δουλειές μου. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Μην κατηγορείτε εύκολα λοιπόν, κύριε δημοσιογράφε, τους επιχειρηματίες που “λαδώνουν”. Ποιος σας είπε ότι σίγουρα μπορούν να κάνουν διαφορετικά; Ναι, από ένα σημείο και πέρα οι πιο δυνατοί από εμάς, οι πιο αδίστακτοι, διαμορφώνουν κυκλώματα διαφθοράς και πάνε… πιο πέρα. Και τα αποτελέσματα τα ξέρουμε. Αλλά ποια πλευρά έχει κάνει το κακό ξεκίνημα; Και μην ξεχνάμε ότι, μιλώντας για τη δική μου περίπτωση, μιλάμε για δεκαετίες πίσω… Είναι πολύ παλιά υπόθεση τα λαδώματα. Μας πιάνει όλους, παλιούς και νεώτερους. Μόνο που στα δικά μου ξεκινήματα τουλάχιστον δεν υπήρχαν δεδομένες ταρίφες. Το λάδωμα ήταν αμαρτία και γινόταν κρυφά. Η ταρίφα καθιερώθηκε πολύ αργότερα και κατέληξε να είναι αποδεκτό στοιχείο του συστήματος…»

Άλλα αντʼ άλλων

Ένα τεράστιο εργοτάξιο. Συνομιλούν εκεί ένας σημαίνων πολιτικός και ένας επιχειρηματίας με επιρροή στην πολιτική σκηνή:

«Μα τι χτίζεις εκεί; Για άλλο πράγμα δεν πήρες άδεια επέκτασης;»

«Ε, δεν γινόταν αλλιώς. Βιαζόμουν. Και με τη γραφειοκρατία σας…»

«Μας εκθέτεις. Η κυβέρνηση…»

«Μην ανησυχείς. Η μια χρήση του χώρου θα μπερδεύεται με αυτήν την άδειας. Κανένας δεν θα εκτεθεί. Η μήπως φοβάσαι τον Τύπο;»

«Είσαι αθεόφοβος!»

Γελούν και οι δύο. Βαδίζουν αγκαζέ προς τα αυτοκίνητά τους.

Πιο καλή η «ομερτά»

Νεαρός δημοσιογράφος ρωτάει και μαθαίνει από τον παλαιότερο συνάδελφό του, που γνωρίζει πολλά:

«Μα ζει μέσα σε τέτοια πολυτέλεια και δεν το κρύβει! Πώς γίνεται αυτό; Δεν ανησυχεί μήπως και τον ρωτήσουν κάποια στιγμή πού τα βρήκε τόσα λεφτά;»

«Ποιος να τον ρωτήσει μικρέ; Γιατί να τον ρωτήσει;»

«Ε να, ας πούμε, ένας πολιτικός αντίπαλός του… Για να τον εκθέσει ηθικά στον κόσμο».

«Μικρέ, δεν γίνονται αυτά. Ο τύπος δεν ανησυχεί για τίποτε. Περνάει καλά, το δείχνει, ξέρει πως εσύ κι εγώ και πολλοί άλλοι ξέρουμε πώς ξεκίνησε και πού είναι τώρα, αλλά στα παλιά του τα παπούτσια τι γνώμη έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν».

«Γιατί δεν τον πειράζουν;»

«Διότι τότε κι αυτός θα πειράξει άλλους. Κι αν αρχίσουν ο ένας να πειράζει τον άλλον, τότε… μπουμ! Δεν θα μείνει όρθιο τίποτε στη σκηνή. Καλύτερα λοιπόν η ”ομερτά”».

«Δηλαδή είναι απρόσβλητοι αυτοί οι τύποι;»

«Μόνο σε μια περίπτωση μπορεί να κινδυνεύσουν σοβαρά: Αν από ανοησία, ή για κάποιο λόγο τέλος πάντων, κάνουν ένα χοντρό λάθος και ενοχλήσουν κάποιους που είναι πολύ πιο δυνατοί από αυτούς. Τότε ναι, μπορεί να καταστραφούν. Όμως το ξέρουν αυτό και γενικά είναι προσεκτικοί. Ελάχιστοι την πατάνε. Κατάλαβες;»

«Δυστυχώς, ναι…»

Άμα ξέραμε με ποιους έχουμε να κάνουμε θα… χάναμε τον ύπνο μας

Διπλωμάτης που υπηρετεί σε εξαιρετικά ευαίσθητο πόστο στην Αθήνα συναντά κάπου έναν φίλο του, βετεράνο δημοσιογράφο. Είναι σκυθρωπός, νευρικός, δείχνει πολύ ανήσυχος. Ο φίλος του παραξενεύεται, γιατί τον ξέρει χαμογελαστό και ήρεμο.

«Τι συμβαίνει; Γιατί είσαι σκοτεινός;»

«Γιατί να σ’ το κρύψω; Αισθάνομαι χάλια».

«Συμβαίνει κάτι στο σπίτι;»

«Μπορείς να το πάρεις κι έτσι. Σπίτι όλων μας δεν είναι η χώρα;»

«Έλα, λέγε, μη με βασανίζεις».

«Εγώ είμαι αυτός που βασανίζεται από προχθές».

«Μιλάς για τη μεγάλη βραδινή σύσκεψη, τις ώρες της κρίσης; Ήσουν εκεί, έτσι;»

«Ακριβώς. Από την ώρα που τελείωσε έως τώρα είμαι με χάπια ηρεμιστικά. Για πρώτη φορά στη ζωή μου αυτό. Δεν αντέχονται εύκολα αυτά που είδα και άκουσα, όση πείρα κι αν έχω στον τομέα μου».

«Τι έγινε λοιπόν; Κάτι πέρα από αυτά που μάθαμε και γράψαμε κιόλας;»

«Δεν μου επιτρέπεται να πω λεπτομέρειες. Η θέση μου, βλέπεις. Μπορώ μόνο να σου πω ότι ο ένας έτρεμε, ο άλλος τηλεφωνούσε πανικόβλητος, ο άλλος δεν μιλούσε καθόλου κι ο άλλος είχε πιάσει τη διεθνή επαφή. Όλα αυτά σ’ ένα σκηνικό απερίγραπτο, εφιαλτικό! Υπήρξαν στιγμές, πίστεψέ με, που με κόπο συγκράτησα ένα λυγμό».

«Μα γιατί αυτό το χάλι; Πώς το εξηγείς;»

«Δεν είναι ποτέ τους προετοιμασμένοι για τίποτε το ξαφνικό. Όταν αυτό συμβεί, τα χάνουν. Μηδέν μηχανισμός διαχείρισης κρίσεων ή έκτακτων γεγονότων. Τι φταίει γι’ αυτό; Μα… η ποιότητα του πολιτικού προσωπικού μας. Τους λείπει και η ψυχή…»

«Είναι πολύ άσχημα αυτά που μου είπες».

«Πρόσεξε, να μην πας τώρα και γράψεις, έστω και με υπονοούμενα, κάτι απ’ αυτά που σου είπα. Καλύτερα είναι άλλωστε να μην τα ξέρει ο κόσμος αυτά. Αν τα ήξερε, μπορεί να έχανε και τον ύπνο του».

Του έκαναν τη ζωή δύσκολη

Δεκαετία ’80. Εξαιρετικά σημαντικό για τις διεθνείς σχέσεις της χώρας και άκρως απόρρητο το θέμα. Ο κύριος σύμβουλος παρακολούθησε προσεκτικά, πολύ στενοχωρημένος, τα λεγόμενα του σημαίνοντος συνομιλητή του, για να πει στη συνέχεια:

«Λυπάμαι, αγαπητέ μου, του το είπα κι εγώ αυτό, αλλά ο πρόεδρος μου άφησε να καταλάβω ότι έχει πάρει την απόφασή του και δεν την αλλάζει».

«Μα γιατί; Εσείς τι έχετε καταλάβει;» ήρθε αγωνιώδης η ερώτηση.

«Ειλικρινά, δεν μπορώ να σας απαντήσω», είπε ο σύμβουλος του προέδρου. «Σας λέω μόνον ότι δεν σας κρύβω τίποτε».

Κόμπιασε λίγο, αμήχανος.

«Δεν γνωρίζω την αιτία της αλλαγής», πρόσθεσε με έμφαση.

Ο άλλος επέμεινε:

«Όλα είχαν συμφωνηθεί και η κυβέρνηση κάτω και όλα τα διεθνή λόμπι ήταν, όπως γνωρίζετε, ευτυχή. Το ίδιο κι εμείς εδώ. Ακόμη και ημερομηνίες είχαν πάνω-κάτω συμφωνηθεί. Σημαίνοντες διεθνείς παράγοντες ετοιμάζονταν να έρθουν στην Αθήνα. Τι μπορεί να άλλαξε και ανέβαλε ο δικός σας την αναγνώριση;»

«Τι να σας πω; Λυπάμαι…»

Ο άλλος πάλι επέμεινε:

«Ακούστε, σας παρακαλώ. Με γνωρίζετε τόσα χρόνια. Εμείς του ευχόμαστε έτσι κι αλλιώς το καλύτερο στις πολιτικές του και το γνωρίζετε ότι είμαστε ειλικρινείς. Αλλά πέστε του ότι… οι άλλοι, στη διεθνή σκηνή, είναι δυνατοί και θα είναι πολύ θυμωμένοι. Ας προσέξει. Κάποιοι θα θελήσουν να τον καταστρέψουν, πιστέψτε με».

Ο επισκέπτης έδειχνε πραγματικά συγκινημένος.

Ο κύριος σύμβουλος κατένευσε λυπημένος:

«Θα του το πω, αλλά δεν ελπίζω», είπε.

Η λύπη του ήταν ειλικρινής. Ήξερε ότι ο πρόεδρος πράγματι θα «υπέφερε» στη συνέχεια.

Όπερ και εγένετο άλλωστε…

Δεν ήταν καλός αλλά ήταν φίλος

Ο υπουργός τηλεφωνεί σε πρόσωπο που βρίσκεται επικεφαλής ενός σημαντικού κρατικού καλλιτεχνικού οργανισμού. Ευγενικά αλλά επίμονα, ο υπουργός τού ζητά να υπολογίσει στους καλλιτέχνες που θα περιλάβει προσεχώς στο διεθνές πρόγραμμά του έναν έλληνα διευθυντή ορχήστρας που έχει διακριθεί, λέει, στο εξωτερικό και ειδικότερα στην όπερα μιας συγκεκριμένης μεγαλούπολης. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του οργανισμού επιφυλάσσεται να του απαντήσει. Ερευνά το θέμα, ζητά πληροφορίες για τον εν λόγω μαέστρο (τον οποίο ο ίδιος δεν είχε ακουστά) και τελικά ενημερώνεται για τα εξής: πρόκειται για συμπαθή έλληνα μαέστρο, μόνιμα εγκατεστημένο στο εξωτερικό, χωρίς διεθνή καριέρα, που έχει διευθύνει στην εν λόγω πόλη μόνο άσημες ορχήστρες σε κάποιες αίθουσες συναυλιών.

Ο διευθυντής τηλεφωνεί λοιπόν στον υπουργό, τον ενημερώνει σχετικά και του δηλώνει ότι δεν είναι δυνατόν να συμπεριλάβει τον εν λόγω μαέστρο στο φιλόδοξο διεθνές καλλιτεχνικό πρόγραμμα του οργανισμού. Όμως ο υπουργός επιμένει. Επιμένει και ο συνομιλητής του. Τότε ο υπουργός απελπισμένος ρίχνει τη βόμβα του, που αφήνει άναυδο τον άλλον:

«Ξέρετε, αυτός ο μαέστρος είναι παλιός συμμαθητής μου απ’ το Δημοτικό!»

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής συνέρχεται και του απαντά:

«Ε, τότε θα τον συμπεριλάβω, κύριε υπουργέ, στο πρόγραμμα και θα σημειώσω ότι η συμμετοχή του οφείλεται στο ότι εσείς μου το ζητήσατε, γιατί ήταν συμμαθητής σας στο Δημοτικό…»

«Ε όχι κι έτσι!» αναφωνεί έντρομος ο υπουργός.

«Γιατί όχι; Αλήθεια δεν θα είναι;» λέει αθώα ο άλλος (που είναι γνωστός τζώρας στη δουλειά του).

«Καλά, καλά, αφήστε το…»

Άσχημο αλλά καθαρό παιχνίδι

«Απλά είναι τα πράγματα με τα κακά και ανώμαλα που συμβαίνουν σε πολλούς χώρους του Δημοσίου», έλεγε βετεράνος πολιτικός σε μικρή παρέα που συζητούσε για τη διαβόητη διαφθορά στη χώρα μας: «Εμείς δεν είμαστε σε θέση να γεμίζουμε τα ταμεία του κράτους με τα έσοδα που πρέπει να συλλέγουμε. Και δεν θέλουμε να ενοχλούμε μια σειρά από πελατείες που κινούνται στο πεδίο της μαύρης οικονομίας και της φοροδιαφυγής. Κι επειδή γι’ αυτόν τον λόγο δίνουμε χαμηλούς μισθούς στον καθηγητή, στον δάσκαλο, στον γιατρό, στον αστυνομικό, στον εφοριακό, στον υπάλληλο πολεοδομίας και πάει λέγοντας, τους κλείνουμε το μάτι με τον τρόπο μας, δείχνοντάς τους το πώς θα… συμπληρώσουν τα μισθωτά εισοδήματά τους».

«Δηλαδή;»

«Δηλαδή αφήνουμε εμείς, οι πολιτικοί υπεύθυνοι, τα πράγματα χαλαρά για φακελάκια, γρηγορόσημα, δώρα, για κρυφές διπλές δουλειές, για αφθονία φροντιστηρίων και απίθανων ιδιωτικών σχολών και τα λοιπά. Άσχημο, αλλά καθαρό το παιχνίδι».

Δεν υπήρξε κανείς από την παρέα που να μην κατάλαβε την ανάλυση του εκλεκτού πολιτικού.

Μέθοδοι μαφίας

Δημοσιογράφος ρωτάει έμπειρο συνάδελφό του:

«Γιατί τόση νευρικότητα απόψε στο περιβάλλον του υπουργού;»

«Δεν τα έμαθες; Έγινα ένα μπέρδεμα, κάποια στραβή, και υπάρχει μέγας φόβος να έρθουν στο φως κάποιες κρυφές ”χορηγίες” που έλαβε πρόσφατα από επιχειρηματικό όμιλο».

«Καλό! Και τι λες ότι θα γίνει τώρα;»

«Το πιθανότερο, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι θα πέσουν από χίλιες μεριές λυτοί και δεμένοι για να μη γίνει το κακό».

«Θα το καταφέρουν; Και πώς;»

«Το εν λόγω πολιτικό πρόσωπο, όπως κι εσύ γνωρίζεις, ανήκει στις φαμίλιες, είναι εξαιρετικά εύπορο, και από γνωριμίες και από κόλπα άλλο τίποτα».

Υπάρχουν στοιχεία για τις ”χορηγίες”;»

«Λέγεται πως ναι».

«Οπότε;»

«Οπότε ποιος λέει ότι τα στοιχεία δεν μπορεί να… εξαφανιστούν; Εκτός…»

«Εκτός τι;»

«Εκτός κι αν ο επιχορηγηθείς έχει πειράξει κάποιους πιο ψηλά και τώρα πληρώνει το ακριβό τίμημα κάποιου μεγάλου λάθους του. Αν αυτό συμβαίνει, τότε την έχει στ’ αλήθεια άσχημα».

«Δηλαδή κανονικό γκανγκστεριλίκι».

«Ακριβώς!»

Αποκαλύπτουν όσα τους… βολεύουν

Για το ίδιο θέμα, συζήτηση λίγες εβδομάδες αργότερα με «παλιά καραβάνα» της ελληνικής πολιτικής:

«Λοιπόν, κύριε υπουργέ, εδώ που τα λέμε, άρχισαν να βγαίνουν στη φόρα κάποια πολύ δυσάρεστα πράγματα μ’ αυτές τις διαβόητες “χορηγίες”…»

«Μη βιάζεσαι, αγαπητέ. Πρόσεξες το μέγεθος των αποκαλύψεων και τις διαδρομές των ερευνών;»

«Τι θέλετε να πείτε;»

«Βγαίνουν στη φόρα κάμποσα άσχημα κι ανώμαλα, αλλά κυρίως για πτυχές της υπόθεσης που ακουμπούν “ψιλό ψάρι”. Δοκιμασμένη τεχνική. Η υπόθεση πέφτει σε χαμηλή κατηγορία έρευνας σκανδάλου, το πράγμα μπερδεύεται, εξελίσσεται με πολύ αργό ρυθμό, το κοινό εύλογα κουράζεται, ξεχνά πολλά, ο καιρός περνά, η επικαιρότητα τρέχει κι οι μεγάλοι τη γλιτώνουν για άλλη μια φορά. Κι εδώ λοιπόν κάτι τέτοιο μου μυρίζεται».

«Πάλι τζίφος δηλαδή, λέτε;»

«Φοβάμαι πως ναι, αγαπητέ. Και μην ξεχνάς άλλωστε ότι στην πολιτική μας σκηνή οι νονοί, όπως αυτοί που τώρα φαίνεται να είναι στριμωγμένοι, έχουν δικούς τους παντού όπου πρέπει. Κατάλαβες;»

«Ε, νέος είμαι, μαθαίνω σιγά-σιγά».

Και η ζωή συνεχίζεται…

Ο βετεράνος πολιτικός, εκτός παιγνίου πλέον, πολλά έχει να «διδάξει» στον νέο δημοσιογράφο:

«… Ναι, σωστά το άκουσες, αγαπητέ. Ο … ανήκει σ’ εκείνους τους πολιτικούς που έχουν τη συμπάθεια πολλών λόμπι της αγοράς. Όταν υπουργοποιείται, προαποφασίζει μαζί με τα λόμπι που τον υποστηρίζουν όλα όσα στη συνέχεια… θα αποφασίσει!»

«Τι λέτε! Και υπάρχουν πολλοί τέτοιοι στην πολιτική σκηνή;»

«Υπάρχουν τόσοι ώστε το εκάστοτε κυβερνητικό οικοδόμημα να είναι στην ουσία πάντοτε παγιδευμένο από αυτό το σύστημα…»

«Και πώς θ’ αλλάξει αυτό, κύριε υπουργέ;»

«Ποιος σου είπε ότι θ’ αλλάξει;»


Πολύπειρος δημοσιογράφος με 30χρονη θητεία στο πολιτικό ρεπορτάζ, ο Κ. Αγγελόπουλος (σήμερα αρθρογραφεί στον «Κόσμο του Επενδυτή» και συνεργάζεται με το ραδιόφωνο της ΝΕΤ) εξηγεί στο βιβλίο του τη λειτουργία του συστήματος εξουσίας στη χώρα μας από τη Μεταπολίτευση μέχρι και σήμερα (μέσα από παραδείγματα που προέρχονται από… πραγματικές καταστάσεις). Περιγράφει λοιπόν μέσα από τις εμπειρίες του (αλλά και του φίλου του) την παθογένεια του ιδιότυπου συστήματος που οδήγησε στη δημιουργία ενός «ιστού εθνικής καθυστέρησης».

«Οι άρχοντες της παρακμής» αποτελούν μια προσπάθεια να γίνουν αντιληπτοί από τον αναγνώστη οι κύριοι μοχλοί της εθνικής καθυστέρησης και οι διαδρομές της εκτεταμένης διαφθοράς στη δημόσια σκηνή σε όποιον επιθυμεί να κατανοήσει κάποια βασικά στοιχεία της σημερινής κατάστασης της χώρας.

Ερωτήματα όπως «Πόσο δυνατοί είναι σήμερα οι… κακοί σ’ αυτήν την ιστορία;», «Ποια είναι η έκταση των διαβόητων “διαπλεκόμενων” και για πόσο καιρό ακόμη θα διατηρούν άραγε τη δύναμη τους;», «Πώς λειτουργεί το πολιτικοοικονομικό σύστημα των “μεγάλων συμφερόντων” στην Ελλάδα σ’ αυτήν την ιδιότυπη ευρωπαϊκή περιφέρεια;» είναι μερικά από αυτά που τολμά να θίξει και να απαντήσει ο συγγραφέας.


Σχολιάστε εδώ