ΟΙ «ΑΠΑΧΗΔΕΣ» ΜΕ ΤΙΣ ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ

Τρεις φορές ξεκινήσαμε πριν από τα Χριστούγεννα για να παρακολουθήσουμε την επίσημη πρεμιέρα της αναπαλαιωμένης και αθάνατης οπερέτας «Οι απάχηδες των Αθηνών» του Νίκου Χατζηαποστόλου, αλλά και τις τρεις φορές μας γύρισαν πίσω τα γεγονότα των κουκουλοφόρων, που, περισσότερο από όλα τα άλλα, έπληξαν τα θέατρα που βρίσκονται στην πυρίκαυστη περιοχή, όπως είναι το «Ακροπόλ», η «Διάνα», η «Γκλόρια», ο «Ακάδημος» το Εθνικό στο Κοτοπούλη, όχι δηλαδή ότι και τα άλλα περνάνε καλύτερη με τους… πασίγνωστους «αγνώστους»! Μήπως λοιπόν και οι «Απάχηδες» με την ενορχηστρωτική αναπαλαίωση που της έκανε ο Γιώργος Κατσαρός και τη νέα σκηνοθετική άποψη που της έδωσε ο Ισίδωρος Σιδερής, θα πρέπει, για να αποκτήσουν και περισσότερη διαχρονικότητα αναγνώρισης, να λέγονται… «Οι Κουκουλαπάχηδες της Αθήνας»;

Άσχετα όμως μ’ αυτό, το ευχάριστο είναι ότι το «Ακροπόλ», ύστερα από κάποιους αναποτελεσματικούς πειραματισμούς, ξαναγυρίζει στον αρχικό σχεδιασμό που είχε κάνει ο προηγούμενος καλλιτεχνικός διευθυντής, Λουκάς Καρυτινός, για την αποκλειστική παρουσίαση της ελληνικής οπερέτας, με το είδος δηλαδή που η πληρότητα του «Ακροπόλ» δεν είχε ποτέ πρόβλημα;

ΥΠΑΡΧΕΙ «ΣΑΤΙΡΟΜΕΤΡΟ»;
(διότι άλλο το «θερμόμετρο», άλλο το «σταγονόμετρο» και άλλο το «βλακόμετρο», μην τα μπερδεύουμε!)

Πολύς ο λόγος για τα όρια της σάτιρας στους καιρούς μας -και δεν είναι η σάτιρα που φταίει, οι «καιροί μας» είναι που φταίνε περισσότερο.

Και το ερώτημα είναι αν υπάρχει μέτρο και ως ποιο σημείο επιτρέπεται η σάτιρα και αν μετά το ντεντ λάιν σημείο απαγορεύεται;

Και ποιο μπορεί να είναι αυτό το σημείο; Και ποιος το καθορίζει; Ο «σατιρονόμος», όπως λέμε και ο τροχονόμος, ο δασονόμος και ο τρομονόμος;

Και πότε υπάρχει υπέρβαση και παράβαση; Και ποιος την κάνει την παράβαση; Ο σατιρικός που τη σχολιάζει (και καλά της κάνει) ή ο σατιριζόμενος που δίνει την αφορμή με τις γελοιότητές του και το ακατοίκητο «ρετιρέ» του;

Γιατί ειδικά αυτόν τον καιρό η γελοιότητα παρουσιάζει τέτοια άνθηση, που θα τη ζήλευε και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Όταν η αυτοσυγκράτηση της ματαιοδοξίας αποτελεί ανύπαρκτο αγαθό, φταίει ο σατιρικός που θα την παραλάβει και θα της αλλάξει τα φώτα; Όταν η ανοησία, η τιποτολογία, η αλαζονεία της εξουσίας, ο φασισμός των «δήθεν», η προσπάθεια προβολής ενός ανύπαρκτου «είναι» αποτελούν φαινόμενα καθημερινής πρακτικής, θα κάτσει ο σατιρικός με σταυρωμένα τα χέρια;

Και από πότε το όποιο Συμβούλιο γίνεται στρατιωτικός νόμος και του βουλώνει το στόμα;

Αμ, τότε είναι που πρέπει «να πάρει τον Νόμο της Αλήθειας στα χέρια» για να τσακίσει τον άσχετο, τον ανύπαρκτο, τον γελοίο, τον «δήθεν», τον προστατευόμενο κλέφτη από τους κακοδιαχειριστές της Εξουσίας.

Πόσοι αιώνες ακόμα πρέπει να περάσουν για να επιβεβαιωθεί το δικαίωμα και η αξία του Αριστοφάνη;

«Να μην το παρακάνετε, κύριε Λαζόπουλε», είναι η σύσταση.

ΟΧΙ! Να το παρακάνετε, κύριε Λάκη Λαζόπουλε και Γιάννη Καλαμίτση και Γιώργο Μητσι-κώστα και Γιάννη ΚΥΡ-ιακόπουλε και δάσκαλε Κώστα Μητρόπουλε.

Να το παρακάνετε, γιατί έτσι και υποχωρήσετε, τότε θα έχει δίκιο για εκείνο που είπε κι o Μπρεχτ: «Γλιτώσαμε από τους δεινόσαυρους και μας φάγανε οι ψύλλοι»!

Και το πιο σύντομο ανέκδοτο: «Τα προσωπικά δια-δεδομένα»!

Χαίρετε και από ένα φλουράκι της βασιλόπιτας στον καθένα και αυτά επί του «Παρόντος»!

ΓΙΑ ΝΑ ΜΙΛΑΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ…
(…μόνο που είναι λίγες οι περιπτώσεις!)

Συχνά στα γυρίσματα ερχόταν ο Βασίλης Ραφαηλίδης, από τους λίγους, τους ελάχιστους σοφούς της δημοσιογραφικής καθημερινότητας και με μια τεράστια αισθητική κουλτούρα, τις περισσότερες φορές με τον ομοϊδεάτη και γνώριμό του από τη Μακρόνησο διευθυντή φωτογραφίας, τον Δήμο Σακελλαρίου. Πολλές φορές ζητώντας να κάνει και δουλειά σαν τεχνικός του συνεργείου για να πάρει και κάποιο μεροκάματο, σε εποχές δύσκολες για έναν διανοούμενο και μάλιστα με σταμπαρισμένο πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων.

Κάποτε που τον ρώτησα αν ενδιαφερόταν για τα τεχνικά του γυρίσματος με σκοπό να ασχοληθεί αργότερα και με τη σκηνοθεσία:
– «Όχι» ήταν η απάντηση.
– «Τότε;»
– «Επειδή σκοπεύω να ασχοληθώ συστηματικά με την κινηματογραφική κριτική και θέλω να ξέρω πόσος κόπος χρειάζεται για να γίνει μια ταινία. Διαφορετικά, πώς μπορώ να κρίνω κάτι, όταν δεν ξέρω τον τρόπο που κατασκευάζεται;».

Αλήθεια, όλοι αυτοί που κάθε εβδομάδα σαν τα παπαγαλάκια ασχολούνται και κρίνουν και καταδικάζουν μια ταινία, πολλές φορές και ανάλογα και με τα συμφεροντάκια τους ή έστω και μόνο για να δείξουν ότι μέσα σε όλα και τα πάντα γνωρίζουν, ξέρουν άραγε πώς γίνεται μια ταινία, ακόμα και η πιο κακή; Χωρίς βέβαια να χρησιμοποιούν όλα τα εκατοντάδες κινηματογραφικά βιβλία και βοηθήματα και περιοδικά από τα οποία τίποτα πιο εύκολο να τα αντιγράφεις για να υπογράφεις την “κριτική” σου! Όσο για τον αξέχαστο Βασίλη Ραφαηλίδη, πώς να το κάνουμε τώρα; Ήταν ο Βασίλης Ραφαηλίδης!


Σχολιάστε εδώ