Μια φορά και έναν καιρό

Το κουβέντιασαν πολύ σοβαρά τα παιδιά της απ’ όλες τις πλευρές, αλλά συμπέρασμα δεν έβγαζαν. Τι συνέβη ξαφνικά στη μάνα τους, τη γιαγιά Κατίγκω, που μεταξύ τους την αποκαλούσαν «η γριά», και τους φερόταν αλλόκοτα γιορτιάτικα; Εκείνοι μόλις επέστρεψαν από τις χριστουγεννιάτικες διακοπές, ήρθανε να της ευχηθούν «χρόνια πολλά», να της διαβιβάσουν τις ευχές των γυναικών τους που ήσαν αδιάθετες και δεν μπόρεσαν να ‘ρθούνε, να εισπράξουν και το χαρτζιλίκι των παιδιών, που είναι τα καημένα απασχολημένα με τα μαθήματά τους και της έστελναν τα φιλιά τους δι’ αντιπροσώπου.

Είναι πράγματι μεγάλη η απορία τους και δεν ξέρουνε πώς να την αντιμετωπίσουν, διότι δύο τινά συμβαίνουν: Ή βάρεσε τη γριά κανένα ψιλοεγκεφαλικό, να πούμε, και της σάλεψε, αφού δεν πρόσεχε καθόλου την υγεία της κι όλο κατέβαζε κάποιον «απαγορευμένο καρπό» από την τεράστια λίστα των «όχι» (όχι αλμυρά, όχι γλυκά, όχι σάλτσες, ούτε και λαχανικά που αρχίζουν από σίγμα, όπως σπανάκι ή σέσκουλο) ή, το ίδιο πιθανόν, ίσως και πιθανότερο, οι κοτσάνες που τους αμόλαγε να μην ήσαν κοτσάνες βεριτάμπλ, αλλά να ήταν ένας σαρκασμός, μια ειρωνεία που τσάκιζε κόκαλα, κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. Μπορεί να θύμωσε, να την πείραξε κάτι, να πικράθηκε ίσως, και γεμάτη χολή, τους πετάει κατάμουτρα ανισορροπίες, βέβαιη πως «πού θα πάει, θα το καταλάβει το ξεροκέφαλό τους»… Κάθονται και κάνουν αναδρομή στα τελευταία γεγονότα για να δουν αν αυτά που τους λέει ταιριάζουν με κάτι που άθελά τους έκαναν, που η γριά το παρεξήγησε και θύμωσε και γι’ αυτό τσαμπουνάει τώρα αυτές τις αηδίες. Γιατί όμως να θυμώσει; Σάμπως δεν ήρθε η Λουίζα, η γυναίκα του μεγάλου, τις παραμονές, να της φέρει, λόγω των γιορτών που σίμωναν, ένα κουτί μελομακάρονα από τα μοντέρνα, που αντί για μέλι και καρύδια ήταν πασαλιμένα με σοκολάτα;

«Σας έφερα λίγα γλυκά για να μην κουραστείτε φτιάχνοντας εσείς», της είπε, «που σπάνια σας πετυχαίνουν». Και συνέχισε: «Εμείς θα λείψουμε άλλωστε. Δεν σας το είπε ο Αντώνης;»

Δαγκώθηκε η Κατίγκω: «Ίσως ντράπηκε να μου το πει», απάντησε σεκλετισμένη απ’ το χαστούκι που θαρρείς πως έφαγε, ενώ η νύφη της, θέλοντας να δικαιολογήσει την παράλειψή του και για να δείξει πως εκείνη κάνει κουμάντο, εξήγησε ότι έπεισε τον

Αντώνη πως χρειάζεται ξεκούραση, γι’ αυτό αποφάσισαν να πάνε να περάσουν τις γιορτές στο εξωτερικό, «σ’ ένα σαλέ στα χιόνια»… Ξεροκατάπιε η γιαγιά Κατίγκω και δεν μίλησε.

Λες να κεραυνοβολήθηκε γιατί λογάριαζε να περάσουν τα Χριστούγεννα οικογενειακώς, όπως κάθε χρόνο; Με τα παιδιά της και τα εγγόνια της που τόσο τα έχει επιθυμήσει; Μέχρι και τη γαλοπούλα είχε παραγγείλει στον χασάπη της γειτονιάς, κι όσο για τα γλυκά, θα τα έκανε σαν πάντα, με τα χεράκια της, κι άστηνε να λέει τη νύφη της πως δεν της πετυχαίνουνε. Ξεροκατάπιε πάλι, και με όσο πιο σταθερή φωνή μπορούσε, είπε: «Να πάτε και να περάσετε καλά».

Κατόπιν την κέρασε έναν φραπέ που ζήτησε η ίδια, κουβέντιασαν για διάφορα άσχετα και η κοπελιά σηκώθηκε να φύγει, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στην ασημένια κούπα με τα σκαλίσματα, που λαμποκόπαγε πάνω στον μπουφέ. Πολύ καιρό τώρα τη ζαχάρωνε, γιατί ταίριαζε θαυμάσια με το καινούργιο τους σύνθετο. Πέταγε κάθε τόσο διάφορες σπόντες, μέχρι που η γριά το κατάλαβε και της εξήγησε πως είναι κειμήλιο της νενές της, φερμένο από την Πόλη. Και της υποσχέθηκε χαμογελώντας: «Αφού τόσο πολύ σ’ αρέσει, άμα πεθάνω θα σου τ’ αφήσω κληρονομιά…»

Ψυχρά δέχτηκε τη δωρεά, κι όλο παραπονιόταν στις φιλενάδες της: «Άμα πεθάνει… Ζήσε Μάη μου, δηλαδή».

Μόλις έφυγε η Λουίζα, η Κατίγκω άνοιξε το κουτί με τα γλυκά, είδε τα σοκολατένια «φοινίκια» όπως τα ‘λεγε και τα παραπέταξε σε μια γωνιά στην κουζίνα. «Να τα φάει αυτή…», είπε απαξιωτικά. Ύστερα πήγε στο τηλέφωνο, σχημάτισε τον αριθμό του μικρού της γιου, που παντρεμένος κι αυτός, ζούσε στο άλλο άκρο της πόλης. Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον μικρό, που δεν την έκρυβε, αλλά κι εκείνος ποτέ του δεν την κακοκάρδισε, ούτε και την πίκρανε με μια του νεανική ανοησία, που έφυγε από κοντά της με τον γάμο του. Πάντα σ’ εκείνον κατέφευγε σε ό,τι στραβό της συνέβαινε, αλλά κι ο μικρός έκανε το παν για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της ή για να τη βοηθήσει να ξεπεράσει την όποια αντιξοότητα… Τον πήρε λοιπόν στο τηλέφωνο και με φωνή που πρόδιδε «τσαντίλα», τον ενημέρωσε πως ήρθε πριν λίγο η λεγάμενη (λεγάμενη αποκαλούσαν μεταξύ τους τη γυναίκα του μεγάλου) και της ανακοίνωσε με τουπέ πως «δεν θα ‘ρθει ο Αντώνης τα Χριστούγεννα να φάμε όπως πάντα μαζί, γιατί θα τον τραβολογάει στα χιόνια»…

Μεσολάβησε ενός λεπτού… σιγή και, κομπιάζοντας, ο Μένιος αποκρίθηκε μπερδεύοντας τα λόγια του πως το ξέρει: «Τα κανόνισε η λεγάμενη με τη δικιά μου και θα πάμε όλοι μαζί, παρέα».

«Με την ευχή μου», τον διέκοψε ψυχρά και του έκλεισε το τηλέφωνο.

Έτσι, φέτος θα περνούσε τις γιορτές σπίτι της ολομόναχη, αυτή κι ο κούκος. Εκτός, συλλογίστηκε πικρόχολα, αν πάει κι ο κούκος εκδρομή…

Μια από τις λίγες χαρές που της απόμειναν στη ζωή ήταν να περιμένει αυτές τις μέρες να γιορτάσει τα Χριστούγεννα μαζί με τα παιδιά της. Είχε την εντύπωση πως έκανε «αναπαράσταση» των περασμένων, προσέχοντας την πιο μικρή λεπτομέρεια που θα πρόσθετε λαμπρότητα στη γιορτή. Ούτε αναπαράσταση μπορούσε όμως να κάνει, ούτε αναβίωση, επειδή τότε κατοικούσαν σε μονοκατοικία, ενώ τώρα σ’ αυτό το θλιβερό δυάρι που βλέπει στον ακάλυπτο. Ούτε θα ‘ρθούνε παιδιά να πουν τα κάλαντα, επειδή τα προγκίζει ο γεροτσιφούτης που κάθεται στο ισόγειο. Τον ενοχλούν όλα και δεν χωνεύει ούτε τ’ άντερα του, που λέει ο λόγος. Θυμάται που από τις αρχές Δεκεμβρίου τότε φόραγε το φακιόλι και άδραχνε την ταβανόσκουπα για να παστρέψει το σπίτι. Αγόραζε ο μακαρίτης ο άντρας της μια ζωντανή γαλοπούλα που την ταΐζανε στην αυλή να καρδαμώσει. Την έφερναν από τη Φαρκαδώνα με τα πόδια. Τρεις μήνες περπάταγε το άτυχο ζωντανό, και τώρα προσπαθούσαν με υπερσιτισμό να το κάνουν… άνθρωπο.

«Έφαγε ο κούρκος;» ρώταγε ο μακαρίτης και του απαντούσε καταφατικά με ζήλεια, επειδή δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ του αν έφαγε αυτή… Και ξημέρωναν Χριστούγεννα και πλάκωνε το σόι του, κι όλο γκρίνιαζε ο μαγκούφης ο κουνιάδος της που κατέφθανε πρώτος και καλύτερος και που ποτέ δεν τους έφερνε ούτε «ένα πράσινο φύλλο». Μόνη έφτιαχνε τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα και επί μέρες μοσχομύριζε γιορτή το σπιτικό της. Έφτιαχνε και κείνες τις τραγανιστές τις δίπλες, που όλοι λέγαν πως δεν είχαν ξαναφάει παρόμοιες. Άσε τη βασιλόπιττα που αντί χρυσό φλουρί έβαζαν μια τρύπια δεκάρα, που από σύμπτωση την έβρισκαν πάντα τα παιδιά. Στα παιδιά ανήκαν φυσικά όλες οι μέρες μέχρι την Πρωτοχρονιά, που τα πήγαιναν στην οδό Αιόλου να ρίξουν όνειρα στους πάγκους με τα παιχνίδια. Της έμεινε όμως ο καημός, πως δεν της χάρισαν ποτέ ένα μπαλόνι από κείνα τα μεγάλα που πουλάνε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και που πετάγανε ψηλά.

Πέρασαν τα Χριστούγεννα, γύρισαν τα παιδιά της, και τώρα η γιαγιά Κατίγκω όλο τους μιλάει για ένα καλικαντζαράκι που της κράτησε συντροφιά. Ήταν ένα αισθηματικό παγανό που εκτελούσε υπηρεσία στη γειτονιά της. Σπίτι της δεν βρήκε τίποτα να μαγαρίσει εκτός από τα μελομακάρονα με τη σοκολάτα, που δεν άξιζαν τον κόπο. Ετοιμάστηκε να φύγει άπρακτο όταν είδε τη γιαγιά να κλαίει πνιγμένη στις θύμησες:

«Μόνη σου, γιαγιούλα, χρονιάρα μέρα;» της είπε. Έκατσε στο πλευρό της, πήρε το χέρι της μέσα στο μαλλιαρό του χέρι και σφίγγοντάς το τρυφερά, άρχισε να απαγγέλλει ποιήματα στη γλώσσα του, που τα λόγια τους όμως τα καταλάβαινε όλα η ψυχή της…

Να, κάτι τέτοια και άλλα πολλά τούς τσαμπουνάει τώρα και λένε οι γιοι της μεταξύ τους, «Πάει, σαλτάρισε η γριά»…


Σχολιάστε εδώ