Λόγοι και αιτίες για το ύψος του ελλείμματος του ισοζυγίου

Όταν στη Βουλή, κατά τη διαδικασία συζήτησης για ένα ύψιστο θέμα όπως είναι ο προϋπολογισμός, λέγονται από μερικούς υπουργούς, μερικούς υφυπουργούς και μερικούς ειδικούς αγορητές από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση τόσο απίθανα πράγματα για την ελληνική οικονομία, αντιλαμβάνεται κανείς σε πόσο χαμηλό επίπεδο διαμορφώνεται γενικά η ενημέρωση του ελληνικού λαού για τις εξελίξεις και τις προοπτικές του ελληνικού οικονομικού περιβάλλοντος.

Πέρα από τα αίτια και τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης που είναι σε εξέλιξη από το 2007, πέρα από την ανεργία και το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα, πέρα από τη φορολογία, τα δημόσια ελλείμματα και το δημόσιο χρέος, πολλοί ομιλητές αναφέρθηκαν και στο σοβαρό πρόβλημα του ελλείμματος του ισοζυγίου, χωρίς όμως, ως συνήθως, και για λόγους καθαρά κομματικής σκοπιμότητας, να αναφερθούν στα αίτια που συνεχώς το επιδεινώνουν αυτό, όπως και όλα τα άλλα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

Τα αίτια αυτά είναι οι μόνιμες διαρθρωτικές αδυναμίες και μακροοικονομικές ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες όμως, για να αντιμετωπιστούν, απαιτούν τολμηρές τομές και μεταρρυθμίσεις. Αλλά επειδή τα τελευταία τριάντα χρόνια όλες οι κυβερνήσεις εμφανίστηκαν δειλές να προωθήσουν τις αναγκαίες τολμηρές τομές στην οικονομία, οι μεν εκάστοτε διαχειριστές, φοβούμενοι το πολιτικό κόστος, η δε εκάστοτε μείζων και ελάσσων αντιπολίτευση, αποβλέποντας στο πολιτικό όφελος, αρκούνται σήμερα απλώς σε βαρύγδουπες επισημάνσεις. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μερικοί πρόβαλαν και το φόβητρο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για έλεγχο της οικονομίας, ενώ γνώριζαν ότι η χώρα μας δεν έχει πια εθνικό νόμισμα για υποτίμηση και ότι, κυρίως, ανήκει στη Ζώνη του Ευρώ, που αποτρέπει πια τέτοιες διαδικασίες!

Είναι αλήθεια ότι πάντοτε το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν πολύ υψηλό και ότι τους τελευταίους μήνες σημειώνεται μια ανησυχητική διεύρυνσή του, ενώ αλήθεια είναι ότι επηρεάζει και επηρεάζεται εξίσου δυσμενώς και από το υψηλό εξωτερικό χρέος της χώρας μας. Η διεύρυνση όμως του ελλείμματος αυτού, το οποίο αντιστοιχεί στις ανάγκες της οικονομίας για χρηματοδότηση από το εξωτερικό, αντανακλά πολλούς αρνητικούς παράγοντες της ελληνικής οικονομίας, για τους οποίους κανένας σχεδόν αγορητής στη Βουλή δεν μπήκε στον κόπο να μιλήσει.

Οι κυριότεροι είναι οι ακόλουθοι:

Πρώτον, η αύξηση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, εξαιτίας κυρίως της επιδείνωσης του ισοζυγίου των καυσίμων, των πλοίων και λοιπών αγαθών. Εκτιμάται ότι η αύξηση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου προέρχεται κατά τα 3/5 από τη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου καυσίμων, λόγω της σημαντικής αύξησης των διεθνών τιμών του αργού πετρελαίου, και κατά τα 2/5 από την αύξηση του ελλείμματος των λοιπών αγαθών.

Δεύτερον, η μόνιμη και μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση της χώρας μας από το πετρέλαιο, παρά τις συνεχείς ενεργειακές κρίσεις. Η μεγάλη αυτή εξάρτηση συμβάλλει στην αύξηση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου. Κι όμως, επιμελώς αποσιωπάται ο αρνητικός αυτός παράγων.

Τρίτον, η διεύρυνση του ισοζυγίου εισοδημάτων εξαιτίας των αυξημένων πληρωμών τόκων, μερισμάτων και κερδών, δηλαδή εξαιτίας του μόνιμα (ως ποσοστό του ΑΕΠ) υψηλού και διαρκώς αυξανόμενου δημόσιου χρέους (σε απόλυτους αριθμούς). Η αύξηση των πληρωμών τόκων, επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην ενδιάμεση έκθεσή της για τη Νομισματική Πολιτική (Οκτώβριος 2008), οφείλεται τόσο στην επιδεινούμενη καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της χώρας μας (δηλαδή στις αυξανόμενες καθαρές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα έναντι των κατοίκων του εξωτερικού) όσο και στα υψηλότερα επιτόκια στις διεθνείς αγορές.

Τέταρτον, η μόνιμα τα τελευταία τριάντα χρόνια χαμηλή ανταγωνιστικότητα (κι αυτή αποσιωπάται από μερικούς επιμελώς!) των ελληνικών προϊόντων. Το αποτέλεσμα είναι να διοχετεύεται ένα σημαντικό μέρος της εγχώριας ζήτησης στις εισαγωγές.

Πέμπτον, η αύξηση των εισαγωγών κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, εξαιτίας της αύξησης των επενδύσεων. Αυτό κάνει μεν καλό στην οικονομία, αλλά επιβαρύνει το εμπορικό έλλειμμα, διότι είναι περιορισμένη η δυνατότητα υποκατάστασης των εισαγομένων κεφαλαιουχικών αγαθών από αντίστοιχα εγχώρια, ενώ πολλές ελληνικές εξαγωγές έχουν υψηλό εισαγωγικό «περιεχόμενο». Η Τράπεζα της Ελλάδος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι για κάθε 10 δολάρια που καταβάλλονται για εισαγωγές πετρελαιοειδών, η ελληνική οικονομία εισπράττει από εξαγωγές παραγώγων προϊόντων μόνο δύο δολάρια!

Απ’ όλα αυτά γίνεται φανερό ότι και το υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι μέγιστο ενδογενές διαρθρωτικό πρόβλημα. Συνεπώς, πρέπει να προωθηθούν τολμηρές μεταρρυθμίσεις για να βελτιωθεί σημαντικά η ανταγωνιστικότητα, να αυξηθούν οι εξαγωγές, να αυξηθεί η συνολική αποταμίευση, η οποία υστερεί σημαντικά σε σχέση με την αντίστοιχη στη Ζώνη του Ευρώ, και να μειωθεί δραστικά το δημόσιο χρέος με σημαντική συρρίκνωση των πρωτογενών δαπανών και της ανάληψης χρεών τρίτων (ζημιογόνες δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί).

Η κατάσταση στο ισοζύγιο θα ήταν εφιαλτική αν δεν υπήρχαν οι εισροές από τον τουρισμό, τη ναυτιλία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκτιμάται ότι από την έναρξη του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης μέχρι το τέλος του Ιουνίου του 2008 εκταμιεύθηκαν από τα διαρθρωτικά ταμεία 19,5 δισ. ευρώ ή το 86% της προβλεπόμενης συνολικής κοινοτικής χρηματοδότησης της περιόδου 2000 – 2006, που είναι 22,7 δισ. ευρώ. Μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του 2006 είχε εκταμιευθεί το 54% της συνολικής κοινοτικής χρηματοδότησης.

Το ερώτημα είναι: Πού πήγαν όλοι αυτοί οι κοινοτικοί πόροι, όταν διαπιστώνονται τόσο σοβαρά προβλήματα στην ελληνική οικονομία, στα ελληνικά νοικοκυριά, στην ελληνική επιχειρηματικότητα και ανταγωνιστικότητα, στο δημόσιο χρέος και στον πληθωρισμό;


Σχολιάστε εδώ