Η ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΗ ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Όταν ξεκινούσε η χρονιά, κανείς δεν πίστευε ότι το κόμμα που μόλις τρεις μήνες πριν είχε κερδίσει τις εκλογές θα ακολουθούσε τροχιά κάθετης πτώσης και διασυρμού. Αν και είχαν προηγηθεί αρκετά δείγματα αλαζονείας, τάσης προς γρήγορο και άνομο πλουτισμό και παρέας που απλωνόταν επικίνδυνα και σε βάρος της κοινωνίας, η προσωπική σχέση Καραμανλή με τον κόσμο είχε ξαναδώσει τη νίκη στη Νέα Δημοκρατία, με άνεση μάλιστα απέναντι στο ΠΑΣΟΚ. Το οποίο δεν φαινόταν να βρίσκει τρόπο προσέγγισης του κόσμου, άρα και τρόπο να ξεπεράσει την εικόνα του ως αλαζονικής κυβέρνησης την περίοδο 1999-2004.

Τον Σεπτέμβριο του 2007 και ύστερα από τρισάμισι χρόνια όχι κακής αλλά ούτε και λαμπρής διακυβέρνησης, ο πρωθυπουργός αποφάσισε να πάει σε εκλογές, τις οποίες ξανακέρδισε. Δημιούργησε μάλιστα μεγάλο πρόβλημα στο ΠΑΣΟΚ, με αποτέλεσμα ο Ευ. Βενιζέλος να προβάλλει εαυτόν ως εναλλακτική λύση για την ηγεσία, με λάθος τρόπο όμως που υποδήλωνε βιασύνη, ενώ συγχρόνως υποστηριζόταν δημόσια κυρίως από συνεργάτες του πρώην πρωθυπουργού κ. Σημίτη και εκσυγχρονιστές που είχαν τεθεί εκτός κόμματος για μια σειρά από λόγους.

Τα δύο αυτά σημεία δεν βοήθησαν τον κ. Βενιζέλο, τις ικανότητες του οποίου όλοι αναγνώριζαν αλλά σε όλους υπήρχε μια αναστολή, ένας φόβος τόσο για το σαρωτικό των κινήσεών του όσο και για την πολιτική ταυτότητα εκείνων που τον υποστήριζαν. Στο ΠΑΣΟΚ άλλωστε η σημιτική τάση αποτελεί πάντα μειοψηφία, όσο κι αν φαινόταν το αντίθετο στα χρόνια που κυβέρνησε τη χώρα ο Κων. Σημίτης. Τότε υπήρχε μια συσπείρωση γύρω από την ομάδα του, προκειμένου να συμμετάσχει το κομματικό στέλεχος στη νομή της εξουσίας, αυτό όμως δεν σήμαινε ότι ιδεολογικά πέρασε στις γραμμές που εξέφραζαν οι εκσυγχρονιστές. Η υποψηφιότητα Βενιζέλου για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ έδειξε καθαρά ότι υπάρχουν δύο γραμμές στο κόμμα. Μάλιστα, ο ίδιος ο Ευ. Βενιζέλος σε αρκετές περιπτώσεις έμοιαζε μπλοκαρισμένος και δυστυχής να περιστοιχίζεται και να στηρίζεται από εξαπτέρυγα του σημιτισμού, αλλά ήταν αργά για να το αλλάξει, να κάνει πίσω.

Το ίδιο συνέβη και με τον Γιώργο Παπανδρέου, που ήταν έκπληκτος και δυσαρεστημένος όταν διαπίστωνε ότι ελάχιστοι εκ των εκσυγχρονιστών συντρόφων του, στις γραμμές των οποίων κινήθηκε ιδεολογικά και πολιτικά, τον στήριζαν, ενώ αρκετές φορές ένιωσε αμηχανία με τη στήριξη όλων των παπανδρεϊκών μηχανισμών στη μάχη του εναντίον του Ευ. Βενιζέλου. Είχε συνηθίσει, αν και Παπανδρέου ο ίδιος, να βρίσκεται σε θέση αντιπαράθεσης με τους μηχανισμούς του παπανδρεϊκού, του «κανονικού ΠΑΣΟΚ».

Όλα λοιπόν έδειχναν ότι η ΝΔ θα έχει μια μάλλον ήσυχη θητεία, ανενόχλητη από το ΠΑΣΟΚ που είχε εσωτερικά προβλήματα, εκτός από τα προβλήματα επαφής με τον λαό και πειθούς ότι μπορεί να (ξανα)είναι η εναλλακτική λύση.

Τα πράγματα όμως δεν έγιναν ακριβώς έτσι, μια και η ζωή –πολιτική και μη– διαθέτει πάντα (και ευτυχώς γιʼ αυτό) το στοιχείο του απρόβλεπτου, του αναπάντεχου και του απρογραμμάτιστου. Η αλαζονεία στελεχών στενά συνδεδεμένων με τον Κ. Καραμανλή μεγάλωσε, κυριάρχησε στη δημόσια ζωή και έφερε πια πάνω της τα στοιχεία της απαξίας προς τις ανάγκες του κόσμου και εν τέλει της αδιαφορίας για το μέλλον της ίδιας της κυβέρνησης. Τα στελέχη αυτά παγιδεύτηκαν στην ταύτιση των δημοσίων πραγμάτων με τον εαυτό τους, όχι απλώς με τις ανάγκες και τις φιλοδοξίες τους, αλλά με τον εαυτό τους, κάπως σαν το κράτος είμαστε εμείς, κάπως σαν το επί των ημερών Σημίτη «ΠΑΣΟΚ και κράτος Θεόδωρος Τσουκάτος». Όπου το ονοματεπώνυμο δεν παρέπεμπε σε άνθρωπο, αλλά σε κατάσταση, σε εξουσία και σε μέθοδο επικράτησης. Ενδεχομένως τον ρόλο αυτό στην κυβέρνηση της ΝΔ τον έπαιξε ένας άλλος Θεόδωρος, ο Ρουσόπουλος. Αλλά όχι μόνον εκείνος. Το αποτέλεσμα είναι ότι το 2008 ήταν η χρονιά που καταβαράθρωσε τη Νέα Δημοκρατία και ανάγκασε –τους τελευταίους μήνες– τον Κ. Καραμανλή να αντιμετωπίσει την πιθανότητα τα πράγματα να μην είναι έτσι όπως (του) φαίνονται ότι είναι. Όσο κι αν είναι οπαδός της θεωρίας ο ίδιος πως «αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, τόσο το χειρότερο για τα πράγματα» (θεωρία που προδίδει μια largesse, μια συμπαθητική χαλαρότητα και μιαν ιδιότυπη «αρχοντιά», αλλά δεν χρησιμεύει στην επίλυση προβλημάτων), το τέλος του 2008 μοιάζει να ταυτίζεται με το σύντομο τέλος της δικής του κυβέρνησης. Όχι τόσο διότι τα πράγματα είναι δραματικά. Αλλά επειδή είναι εκτός χρόνου. Κι αυτό στην πολιτική είναι χειρότερο από δραματικό.

Καλή Χρονιά!


Σχολιάστε εδώ