Ανάγκη συμφιλίωσης

Αφού ξεπέρασαν –οι περισσότεροι απ’ αυτούς– κάθε μέτρο για τα διαδραματισθέντα από τους «κουκουλοφόρους», αίφνης… πάτησαν το κουμπί και άρχισαν να μας προτρέπουν «να κατέβουμε στο κέντρο της πόλης» κ.λπ. κ.λπ.

Και ξεπέρασαν κάθε μέτρο, αφού πλειοδοτούσαν (με τους «επιτόπου» ασθμαίνοντες «ρεπόρτερ») σε περιγραφές τριτοκοσμικού τύπου.

Καλά, και η ενημέρωση; Δεν έπρεπε να βρίσκονται στην είδηση, στην καρδιά των γεγονότων; Δεν όφειλαν να ενημερώσουν την κοινή γνώμη;

Ασφαλώς και ναι! Όμως, εδώ δεν μιλάμε για την είδηση, το γεγονός. Αναφερόμαστε ειδικά στην αναπαραγωγή –και προεχόντως στον τρόπο, στη διαδικασία και στη (νηφάλια ή μη) αναπαραγωγή και τον σχολιασμό– των γεγονότων μέσα από ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές.

Πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα, τα οποία, λες και δεν έφταναν οι συνθήκες φόβου και πανικού, τις επέτειναν και τα οποία, αίφνης, άλλαξαν κοστούμι και αποφάσισαν να… συμπαρασταθούν στους εμπόρους και καταστηματάρχες του κέντρου της πόλης.

Ναι, έτσι έχουν τα πράγματα (για ορισμένα πρόσωπα ασφαλώς, αφού δεν συγχωρούνται οι γενικεύσεις).

Ναι, έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί δεν μπορείς να προειδοποιείς ότι έρχονται τα χειρότερα και συγχρόνως να προτρέπεις τον κόσμο να κατέβει στο κέντρο.

Αυτό δηλαδή που εδώ επισημαίνεται είναι η άκρατη πλειοδοσία στην ανάδειξη των γεγονότων. Πιο συγκεκριμένα, είναι η αναφορά «στους αστυνομικούς» που σκοτώνουν αθώα παιδιά. Όχι «στον αστυνομικό», στον συγκεκριμένο, αλλά… «στους αστυνομικούς» για να δώσουμε ένα παράδειγμα. Είναι στον «χαβαλέ» της δεύτερης προσπάθειας του ευτελισμού του χριστουγεννιάτικου δέντρου στην πλατεία Συντάγματος, με το… «στόλισμα» από σακούλες σκουπιδιών, χωρίς τον ταυτόχρονο απερίφραστο διαχωρισμό της νεανικής (και όχι μόνον αυτής) οργής από το… «πάμε να σπάσουμε πλάκα». Τον διαχωρισμό και την καταδίκη από τους μεταφέροντες την είδηση και την αποφυγή της χρήσης της λέξης «ντροπή». Είναι ο χλευασμός των δυνάμεων της τάξης συλλήβδην –εξόχως διαβρωτικός του κοινωνικού ιστού– σε εποχές μείζονος εγκληματικότητας. Έλειψαν, λοιπόν, οι θαρραλέες φωνές, ίσως και για να μην εκληφθούν ως… οπισθοδρομικές και κόντρα στο ρεύμα.

Σε κάθε περίπτωση, μέσα από την τραγική δολοφονία ενός νέου ανθρώπου, απώλεια που δεν αναπληρώνεται και δεν εξωραΐζεται, αναδεικνύεται και η επιτακτική ανάγκη της συμφιλίωσης της κοινωνίας μας με την Αστυνομία. Άλλως, της Αστυνομίας με την κοινωνία, αφού οργανωμένο κοινωνικό σύνολο δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο άνευ αυτής.

Πρέπει, ασφαλώς, πολλά να κάνει η Αστυνομία. Μόνον αυτή όμως; Δεν θα πρέπει κάποιοι να προετοιμάσουν το έδαφος; Δεν θα πρέπει κάποιοι να δείξουν τον δρόμο, να αναδείξουν την αναγκαιότητα αυτή; Δεν θα πρέπει να απομυθοποιηθεί η «εκτίμηση» (;) ότι πρόκειται για… γουρούνια και δολοφόνους; Εάν η απάντηση είναι «όχι», τότε για ποια κοινωνία θα μιλάμε; Μπορεί να υπάρξει, να συνεχίσει να υπάρχει κοινωνία χωρίς δυνάμεις της τάξης (και καταστολής εάν και όπου προστατεύεται το ίδιο το κοινωνικό σύνολο);

Ατυχώς, βαδίζουμε ήδη σε ιδιαίτερα ολισθηρό δρόμο. Αλίμονο, όμως, αν θεωρηθεί ότι είναι ήδη πολύ αργά.

Αλλά για τη «συμφιλίωση», αυτή που τόσο την έχει ανάγκη ο τόπος, η μεν Αστυνομία είναι βέβαιο ότι οφείλει να εκδηλώσει –και ασφαλώς θα εκδηλώσει– κάθε πρόσφορη και αναγκαία πρωτοβουλία.

Πρέπει, ωστόσο, να είναι έτοιμο και το κοινωνικό σύνολο. Να ακούσει και να συζητήσει, όπως αυτό εκάστοτε εκπροσωπείται. Σε συλλογικό, αλλά και ατομικό επίπεδο.

Και –πέρα από τις πολιτικές και κοινωνικές συντεταγμένες ομάδες, πέρα και από τους πνευματικούς ταγούς– τον λόγο έχουν και πρέπει να τον έχουν και οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης.

Ας τολμήσουν, λοιπόν!

«Σίγμα»


Σχολιάστε εδώ