Έλλειμμα πολιτικής ηγεσίας

Το πλέον σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα μας τα τελευταία χρόνια είναι το διαρκώς διευρυνόμενο έλλειμμα πολιτικής ηγεσίας. Το αίτημα της ανανέωσης της πολιτικής ζωής και της έναρξης ενός νέου κύκλου της Μεταπολίτευσης που συμπυκνώθηκε τη δεκαετία του 1990 στη ρήση «Να φύγουν οι δεινόσαυροι της πολιτικής» μπορεί να περιείχε την ελπίδα και την προοπτική μιας πολιτικής αναγέννησης, εν τούτοις απεδείχθη ψευδεπίγραφο και έωλο.

Γιατί μπορεί μεν οι παραδοσιακές προσωπικότητες, οι ηγετικές –χαρισματικές– φυσιογνωμίες, να περαίωσαν την πολιτική τους παρουσία, όμως ούτε η οικογενειοκρατία εξέλιπε ούτε ανεδύθη στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής ένα δυναμικό πολιτικών που θα έδινε νέα προοπτική στις λειτουργίες και στους στόχους του πολιτικού συστήματος.

Τη θέση των «δεινοσαύρων» την κατέλαβαν απλώς οι «σαύρες», οι μετριότητες της πολιτικής, που όχι μόνον αδυνατούν να κατανοήσουν τις ιστορικές εξελίξεις, αλλά και αρνούνται να αντιμετωπίσουν τα κρίσιμα προβλήματα που βιώνουν η κοινωνία και η πατρίδα μας.

Γιατί η «μέθοδος» με την οποία προσεγγίζουν τα προβλήματα τα κόμματα και οι ηγετικές κομματικές ελίτ δεν διερευνά την ουσία και τις αιτίες παραγωγής των αντιθέσεων, αλλά αποβλέπει απλώς στη βελτιστοποίηση του κομματικού κέρδους.

Η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται, κυριολεκτικά, στη γωνία. Επιδιώκει να ελαχιστοποιήσει το πολιτικό κόστος χωρίς να μπορεί να κατανοήσει τις βαθύτερες αιτίες της κοινωνικής δυσαρέσκειας και διαμαρτυρίας, αλλά ούτε και να διαμορφώσει πολιτική σε τομείς όπως η οικονομία και η Παιδεία. Ευκαιριακές εξαγγελίες, προτάσεις-φωτοβολίδες, όπως αυτή για την αλλαγή του τρόπου εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, ατάκτως ερριμμένα μέτρα οικονομικής φύσεως για τη στήριξη τομέων δράσης ή κοινωνικών ομάδων, συναθροίζονται χωρίς να γίνεται κατανοητή από τους πολίτες οικονομική-αναπτυξιακή ή κοινωνική βάση. Απλώς χρησιμοποιούνται ως «μαξιλάρια» απόσβεσης της δυσαρέσκειας και της αντίθεσης των κοινωνικών στρωμάτων.

Το ΠΑΣΟΚ, από την πλευρά του, έχει υιοθετήσει την εξ αποστάσεως προσέγγιση των προβλημάτων, για τα οποία αρνείται να πάρει θέση, να υποδείξει συγκεκριμένες λύσεις, αλλά τα χρησιμοποιεί ως «εργαλεία» φθοράς της κυβερνητικής παράταξης.

Κι όμως, κρίσιμα προβλήματα όπως αυτά της βίας των περιθωριακών ομάδων, του ρόλου της Εκπαίδευσης, τα αντιμετώπισε το ΠΑΣΟΚ σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της κυβερνητικής του θητείας. Διερωτάται άραγε η σημερινή ηγεσία του γιατί τα προβλήματα και τα φαινόμενα αυτά αναπαράγονται επί δεκαετίες; Τι θα πράξει άραγε αν, ενδεχομένως, μετά τις επόμενες εκλογές γίνει κυβέρνηση; Πώς θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα του ασύλου; Το πρόβλημα της βίας και των συγκρούσεων στις πόλεις; Ή μήπως τότε θα προτείνει «να ανοίξει ευρύς κοινωνικός διάλογος»;

Το ΚΚΕ προσπαθεί να οριοθετηθεί απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ τόσο οργανωτικά-λειτουργικά, διαχωρίζοντας στην πράξη τη θέση του από τις καταστροφές και τη βία, όσο και ιδεολογικά. Αρνείται τον προσδιορισμό της «κοινωνικής εξέγερσης» τον οποίο υιοθετεί ο ΣΥΡΙΖΑ, επικαλούμενο τους κοινωνικούς-ταξικούς όρους της κλασικής μαρξικής ανάλυσης που θα δικαιολογούσαν τον χαρακτήρα της κοινωνικής εξέγερσης. Είναι προφανές ότι, όπως συμβαίνει σε κάθε περίοδο κρίσης, τα κόμματα της ευρύτερης Αριστεράς επιδιώκουν να ενδυναμώσουν τη δική τους ιδεολογικοπολιτική φυσιογνωμία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Η «αβάσταχτη ελαφρότητα» με την οποία χειρίζεται το πρόβλημα των συγκρούσεων και των καταστροφών δεν αποτελεί παρά εκδήλωση της εγγενούς πολιτικο-ιδεολογικής του αντίφασης: Δηλαδή των επιλογών ενός «σχηματισμού-Ιανού» που ενώ συμμετέχει οργανικά στο θεσμικό κοινοβουλευτικό σύστημα θεωρείται από μια ευρεία «κινηματική», «μαρξιστικολενινιστική» συνιστώσα του ως μια αντισυστημική δύναμη ικανή να οδηγήσει σε ριζικές κοινωνικοπολιτικές ανατροπές… Οι αμφιλεγόμενες τοποθετήσεις των στελεχών του δεν αποτελούν απλώς «ψηφοθηρικές» επιλογές ούτε ευκαιριακή κάλυψη της δράσης των «κουκουλοφόρων», αλλά προκύπτουν από την ίδια την εσωτερική κοινωνικοπολιτική και ιδεολογική του δομή.

Πώς μπορούν όμως να αντιμετωπισθούν τα καίρια οικονομικά προβλήματα και να υπάρξει αποτελεσματική διαχείριση των κρίσεων; Οι φορείς του πολιτικού συστήματος «δεν γνωρίζουν, δεν απαντούν»…

Όταν όμως το πολιτικό σύστημα δεν διαθέτει αποτελεσματικές διεξόδους, όταν έχει απολέσει τα «αντανακλαστικά» του, τότε προκύπτει αυτόματα θέμα Δημοκρατίας, ως προς την αποτελεσματικότητα και τη λειτουργικότητά της. Γι’ αυτό, πριν οι πολίτες αρχίσουν να οδηγούνται στην αναζήτηση αυταρχικού τύπου διεξόδων, θα πρέπει τα ίδια τα κόμματα να κατανοήσουν την ιστορική τους ευθύνη.

Πρώτο βήμα διεξόδου είναι η συναίνεση σε βασικές επιλογές που θα αποβλέπουν στην αποκατάσταση της ηρεμίας και στην αποτροπή αναπαραγωγής του φαινομένου των συγκρούσεων και των καταστροφών. Γεγονός που προϋποθέτει κοινή στάση των κομμάτων απέναντι στις κινητοποιήσεις αλλά και στις «ομάδες καταστροφής», που χρησιμοποιούν ως πρόσχημα τις κινητοποιήσεις αυτές.

Κατά δεύτερο πρέπει να υπάρξει μια μίνιμουμ βάση για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στον χώρο της Εκπαίδευσης και για την αντιμετώπιση της επερχόμενης οικονομικής κρίσης. Γιατί δυστυχώς, δεν διαθέτουμε άλλα περιθώρια απλώς να παρατηρούμε αδιάφορα την αυτοκαταστροφική μας πορεία.


Σχολιάστε εδώ